skip to Main Content
Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΓΟΝΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΜΕΣΩ CRISPR – CAS9

Ελλάς Σ. Φραγκουδάκη

Πρόεδρος Πρωτοδικών, Δ.Ν., LLM Cambridge

 

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Με τον όρο γονιδίωμα αναφερόμαστε στο σύνολο του γενετικού υλικού που βρίσκεται σε κάθε κύτταρο του σώματος ενός ζωντανού οργανισμού. Πρόκειται για μια πλήρη ενότητα από κωδικοποιημένες οδηγίες για τη δημιουργία και τη διατήρησή του εν ζωή. Το ανθρώπινο γονιδίωμα αποτελεί χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων, αλλά και καθενός ξεχωριστά, δεδομένου ότι διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Στη διαφορετικότητα του ανθρώπινου γονιδιώματος και στη μοναδικότητά του οφείλονται οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Το γονιδίωμα είναι κατά 99,9% ίδιο σε όλους τους ανθρώπους. Στη διαφορά, που υπάρχει στο υπόλοιπο 0,1%, οφείλονται οι διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Η διαφοροποίηση αυτή, όπως προκύπτει τυχαία και αβίαστα από τη φύση και καθιστά τον κάθε άνθρωπο μοναδικό, αποτελεί θεμελιώδες και αναπόσπαστο στοιχείο της αξίας του.

Η προστασία της αξίας του ανθρώπου καθιστά επιτακτική την αναγνώριση της σημασίας του ανθρώπινου γονιδιώματος και την προστασία του προς όφελος των μελλοντικών γενεών. Το ανθρώπινο γονιδίωμα συμβολικά αποτελεί κληρονομιά της ανθρωπότητας[1], όπως χαρακτηριστικά ορίζει το άρθρο 1 της Παγκόσμιας Διακήρυξης για το ανθρώπινο γονιδίωμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα της Ουνέσκο (UNESCO Universal declaration on the human genome and human rights).

Η υλική μορφή του ανθρώπινου γονιδιώματος και το σύνολο των γενετικών πληροφοριών (άλλως γενετικών δεδομένων), ήτοι των πληροφοριών που αφορούν τα κληρονομικά χαρακτηριστικά ενός προσώπου (ή την κληρονομικότητα των χαρακτηριστικών αυτών εντός ομάδας προσώπων, οι οποίοι συνδέονται με δεσμούς συγγένειας)[2], συνιστούν τη γενετική ταυτότητα.[3] Η προστασία της γενετικής ταυτότητας θεμελιώνεται στο άρθρο 5 του Συντάγματος, το οποίο στην παράγραφο 5 ορίζει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων», σε συνδυασμό με το άρθρο 9Α του Συντάγματος, περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.[4]

Οι περισσότερες διαφορές του ανθρώπινου γονιδιώματος είναι φυσιολογικές και συνιστούν απλώς διαφοροποιήσεις της φυσιολογικής κατάστασης και λειτουργίας του οργανισμού. Ωστόσο συγκεκριμένες διαφορές έχουν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση ασθενειών, οι οποίες, λόγω της γενετικής τους προέλευσης, ονομάζονται γενετικές. Ειδικότερα οι γενετικές ασθένειες οφείλονται: α) σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όταν η δομή ή ο αριθμός των χρωμοσωμάτων παρουσιάζει απόκλιση από το φυσιολογικό, π.χ. σύνδρομο Down, β) στην αλλαγή ή μετάλλαξη στην αλληλουχία του DNA ενός μόνο γονιδίου (πρόκειται για τις μονογονιδιακές ασθένειες, π.χ. δρεπανοκυτταρική αναιμία, κυστική ίνωση, θαλασσαιμία, αιμοφιλία), γ) στην αλληλεπίδραση περισσότερων του ενός γονιδίου με παράγοντες του περιβάλλοντος (πρόκειται για τις πολυπαραγοντικές ασθένειες – οι περισσότερες γενετικές ασθένειες είναι πολυπαραγοντικές – π.χ. καρδιακές παθήσεις, υψηλή πίεση αίματος, Alzheimer, αρθρίτιδα, διαβήτης, καρκίνος) και δ) σε μεταλλάξεις του DNA των μιτοχονδρίων (π.χ. οπτική ατροφία Leber).[5]

Οι βασικοί τομείς εφαρμογής της γενετικής τεχνολογίας στην ιατρική επιστήμη είναι ο γενετικός έλεγχος[6] και η γενετική (ή γονιδιακή) θεραπεία.[7] Η γενετική θεραπεία διακρίνεται στη θεραπεία των σωματικών κυττάρων και στη θεραπεία των γαμετικών κυττάρων (προεμφυτευτική γενετική θεραπεία). H θεραπεία των σωματικών κυττάρων συνίσταται στην τροποποίηση των κυττάρων του ανθρώπινου σώματος, ως μέσο θεραπείας και δεν κληρονομείται στους απογόνους. Η γενετική θεραπεία των γαμετικών κυττάρων συνίσταται είτε στην απευθείας τροποποίηση των γαμετών (σπέρματος και ωαρίου), είτε στην τροποποίηση γονιμοποιημένου ωαρίου (εμβρύου), κατά τα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του πριν την εμφύτευσή του στη μήτρα, με αποτέλεσμα η γονιδιακή τροποποίηση να εκδηλωθεί σε όλα τα κύτταρα του οργανισμού που θα γεννηθεί, συμπεριλαμβανομένων και των κυττάρων αναπαραγωγής και επομένως κληρονομείται στους απογόνους. Υπάρχει συνεπώς άμεση επέμβαση στη διαδικασία εξέλιξης της ανθρωπότητας.

Οι νέες ανακαλύψεις είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρες. Ανάλογα όμως με τον τρόπο που θα εφαρμοστούν, δοθέντος και του ότι βρίσκονται ακόμα σε πειραματικό στάδιο, ενέχουν πολλούς κινδύνους και δημιουργούν ανησυχίες για τις πιθανές εφαρμογές της επιστημονικής γνώσης και τα όρια της επιστημονικής έρευνας, αναφορικά κυρίως με την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ανακύπτει το καίριο ερώτημα ποια είναι τα όρια της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογής της γενετικής τεχνολογίας. Η αποκάλυψη της γενετικής ταυτότητας του προσώπου μπορεί να γίνει αιτία στιγματισμού και δυσμενών διακρίσεων. Η γενετική διάκριση αναφέρεται στην άνιση μεταχείριση προσώπων με κριτήριο τα γενετικά τους χαρακτηριστικά. Ο μεγαλύτερος όμως φόβος είναι η ηθελημένη τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, με σκοπό να δημιουργηθούν πρόσωπα με συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά.

Όλες οι ανωτέρω ανησυχίες εντείνονται από το γεγονός ότι από το έτος 2012, στο πλαίσιο της διαδικασίας τροποποίησης του γονιδιώματος, έχει σημειωθεί ραγδαία πρόοδος, λόγω της εξέλιξης της τεχνικής CRISPR (Clustered Regularly Interspaced Short Palindromic Repeats) – CAS (Crispr-associated) 9, η οποία, συγκριτικά με όλες τις προηγούμενες (τεχνικές), είναι απλούστερη, αποτελεσματικότερη και οικονομικότερη. Πρόκειται για την εφαρμογή (στη διαδικασία τροποποίησης του γονιδιώματος) του μηχανισμού λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος των βακτηρίων για την αντιμετώπιση των ιογενών λοιμώξεων. Η συγκεκριμένη διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα στοχευμένου τεμαχισμού του DNA και τροποποίησής του, μέσω της απομάκρυνσης των υπαρχόντων γονιδίων και / ή την προσθήκη νέων (γονιδίων) στην περιοχή που έγινε ο τεμαχισμός. Παρομοιάζεται με ένα πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου, το οποίο διαπιστώνει και διορθώνει τυπογραφικό λάθος.

Η νέα τεχνική CRISPR – CAS9 είναι μια πολλά υποσχόμενη και ελπιδοφόρος μέθοδος πρόληψης και ίασης των ασθενειών, δεδομένου ότι εφόσον εξελιχθεί περαιτέρω αναμένεται ότι θα παράσχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης γενετικών ασθενειών, αλλά και λοιμώξεων. Ήδη από το Φεβρουάριο του 2020 στις ΗΠΑ ξεκίνησαν οι πρώτες κλινικές εφαρμογές σε πάσχοντες από καρκίνο.[8] Επίσης διεξάγονται έρευνες εάν η συγκεκριμένη τεχνική μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μάχη κατά του COVID-19.[9] Δεν παύει όμως να είναι μια νέα μέθοδος, η οποία βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο, χωρίς πλήρη γνώση ως προς την αποτελεσματικότητά της και την επικινδυνότητα, που ενδεχομένως ενέχει για τον άνθρωπο και χωρίς να είναι προς το παρόν δυνατόν να υπάρξουν μακροχρόνιες προβλέψεις για τα αποτελέσματα της εφαρμογής της. Επίσης δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ερευνητικές ομάδες να θελήσουν να εφαρμόσουν τη μέθοδο αυτή σε ασθενείς χωρίς θεραπευτικό σκοπό, αλλά με μόνο κίνητρο και στόχο την επιστημονική πρόοδο, με ενδεχόμενη αυξημένη επικινδυνότητα της υγείας ή ακόμα και της ζωής τους. Η κύρια ανησυχία όσον αφορά την ασφαλή εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνικής είναι ότι, παρότι είναι ακριβής όσον αφορά τη στόχευση συγκεκριμένου γονιδίου, ενέχει το μειονέκτημα ότι μπορεί να δημιουργήσει και έκτοπα ρήγματα (off-target effects) εκτός του επιθυμητού γονιδίου, καθώς και να έχει ως αποτέλεσμα την ελλιπή επιδιόρθωση μεταλλάξεων (μωσαϊκισμό). Επίσης υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το εάν αλλαγές σε συγκεκριμένο σημείο του γονιδιώματος συνεπιφέρουν αλλαγές και σε άλλα σημεία του, με απρόβλεπτες συνέπειες.[10]

Ακόμα έχουν ανακύψει και άλλα διλλήματα, κυρίως ηθικά, λόγω του ενδεχομένου η τεχνική να χρησιμοποιηθεί για την επιλογή συγκεκριμένων βιολογικών χαρακτηριστικών, που δεν σχετίζονται με την υγεία, όπως λχ τη σωματική διάπλαση, το χρώμα των ματιών, ήτοι για σκοπούς ευγονικής με όλες τις συνακόλουθες συνέπειες. Η επιστημονική κοινότητα αιφνιδιάστηκε και προβληματίστηκε όταν τον Νοέμβριο του 2018 ανακοινώθηκε η γέννηση δύο δίδυμων παιδιών, των οποίων το γονιδίωμα είχε τροποποιηθεί προκειμένου να μην νοσήσουν από HIV (ιό ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας).[11] Κατόπιν τούτου το Μάρτιο του 2019 δεκαοκτώ επιφανείς επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και πρωτοπόροι στην έρευνα της συγκεκριμένης τεχνικής τροποποίησης του γονιδιώματος, ζήτησαν να επιβληθεί διεθνώς προσωρινή απαγόρευση (αναστολή – global moratorium) κάθε κλινικής εφαρμογής γενετικής θεραπείας γαμετικών κυττάρων (σπέρματος, ωαρίου και γονιμοποιημένου ωαρίου).[12] Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ, με σχετική ανακοίνωσή του ήδη από το έτος 2015, δεν χρηματοδοτεί οποιαδήποτε εφαρμογή των τεχνολογιών γονιδιακής επεξεργασίας ανθρώπινων γονιμοποιημένων ωαρίων, επισημαίνοντας τα σοβαρά ζητήματα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας που τίθενται και τα ηθικά ζητήματα αλλαγής του γονιδιώματος, κατά τρόπο που επηρεάζει τις επόμενες γενιές χωρίς τη συναίνεσή τους.[13]

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η εξέταση του υφιστάμενου στην Ελλάδα νομικού πλαισίου εφαρμογής της νέας τεχνικής τροποποίησης του γονιδιώματος CRISPR – CAS9 και η εκτίμηση αυτού, ενόψει των προσδοκιών, αλλά και των διλημμάτων που γεννώνται.[14]

 

Β. ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ CRISPR – CAS9[15]

 

Ι. ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Οι προϋποθέσεις διενέργειας γενετικής θεραπείας θεσπίζονται καταρχήν από το άρθρο 13 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν. 2619/1998)[16] και το άρθρο 34 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005).[17] Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις ανωτέρω διατάξεις η γενετική θεραπεία των σωματικών κυττάρων επιτρέπεται να διενεργείται μόνον για προληπτικούς, διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς, ήτοι προς όφελος της υγείας των προσώπων που υποβάλλονται σε αυτή. Η υγεία είναι συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό, που ταυτίζεται με τις ιδιότητες του φυσικού προσώπου (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 5, 7 παρ. 2 και 21 παρ. 3 Σ)  και μια από τις βασικότερες και υψηλότερες αξίες της κοινωνίας μας.[18]

Η αναγνώριση δικαιώματος στην προστασία της γενετικής ταυτότητας δεν συνεπάγεται και την απαγόρευση της γενετικής θεραπείας των σωματικών κυττάρων, δεδομένου ότι αυτή καθίσταται απαραίτητη για την αντιμετώπιση σοβαρότατων ασθενειών, όπως ο καρκίνος, και συνεπώς επιτακτική για την προστασία της υγείας και κατ΄ αποτέλεσμα για την ενίσχυση της αυτονομίας και την προστασία της αξίας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου.[19]

Δεδομένου όμως ότι η σωματική γενετική θεραπεία, με την εφαρμογή της τεχνικής CRISPR – CAS9, βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται κατά την εφαρμογή της είναι κατ’ ελάχιστον αυτές που απαιτούνται κατά την εφαρμογή κάθε νέας, πειραματικά εφαρμοζόμενης θεραπείας. Επομένως η εφαρμογή της επιτρέπεται μόνον υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 15 και 16 της Σύμβασης του Οβιέδο και των άρθρων 24§§1 και 2, και 25 ΚΙΔ.[20] Συνεπώς de lege lata εφαρμόζεται μόνον ως θεραπευτική μέθοδος, με σκοπό την ίαση του ασθενούς. Η εφαρμογή της προϋποθέτει ότι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται (ο ασθενής) δεν είναι δυσανάλογοι προς τις πιθανότητες αποθεραπείας του από την ασθένεια από την οποία πάσχει. Η εκτίμηση των κινδύνων αυτών διενεργείται από αρμόδιο σώμα, το οποίο εγκρίνει την εφαρμογή της.[21] Τέλος απαιτείται η ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς, ο οποίος είναι ο μόνος τελικά που θα αποφασίσει, σταθμίζοντας τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους, εάν θα υποβληθεί σε θεραπεία.

Από το σύνολο της ισχύουσας νομοθεσίας περί ενημερωμένης συναίνεσης και ιδίως το άρθρο 47§5 του ν. 2071/1992 και το άρθρο 24 του ΚΙΔ (ν. 3418/2005), σε συνδυασμό και με τα προβλεπόμενα από διεθνή κείμενα[22], που, αν και στερούνται νομικής δεσμευτικότητας, συντελούν αποφασιστικά στην ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, παρέχοντας γενικές αρχές και κριτήρια, συνάγεται ότι η ενημέρωση του ασθενούς προκειμένου να συναινέσει στη διενέργεια γενετικής θεραπείας των σωματικών κυττάρων, με την τεχνική CRISPR – CAS9, πρέπει να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον την πληροφορία ότι η συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδος βρίσκεται ακόμα σε στάδιο ερευνών και εφαρμόζεται πειραματικά, τη διάρκεια και τα μέσα με τα οποία θα διενεργηθεί, τα αναμενόμενα οφέλη, αλλά και τους ενδεχόμενους κινδύνους για την υγεία και τη σωματική του ακεραιότητα, καθώς και τη δυνατότητά του να ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή τη συναίνεσή του.[23]

 

ΙΙ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

Λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη μεγάλη σημασία της για τον άνθρωπο στο μέλλον, όσο και την προτεραιότητα του συμφέροντος εκάστου ασθενούς έναντι της επιστημονικής γνώσης, πρέπει de lege ferenda να προβλέπεται ρητά από το νόμο ότι η γενετική θεραπεία των σωματικών κυττάρων επιτρέπεται να εφαρμόζεται μόνον ως θεραπευτική μέθοδος με σκοπό την ίαση του ασθενούς, εφόσον δεν υφίσταται άλλη, αντίστοιχης αποτελεσματικότητας, μέθοδος θεραπείας σοβαρής ασθένειας. Απαιτείται επομένως, τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα η CRISPR – CAS9 βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο, ο περιορισμός της σε σοβαρές ασθένειες για τις οποίες δεν υπάρχει άλλη αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή και αποτελεί τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας της σωματικής ακεραιότητας ή της ζωής του ασθενούς.[24]

Ο προσδιορισμός της έννοιας της σοβαρής ασθένειας, για την οποία δεν υπάρχει άλλη θεραπεία, εναπόκειται στην ιατρική επιστήμη και πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση. Πάντως η επιλογή της δυνατότητας θεραπείας για συγκεκριμένες μόνον, εκ των προτέρων καθορισμένες ασθένειες, αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη. Απαιτείται μεγάλη προσοχή για την κατάρτιση πίνακα ασθενειών για τις οποίες θα επιτρέπεται η θεραπεία, δεδομένου ότι ενδέχεται να υπάρξουν ανισότητες πρόσβασης σε αυτή.[25] Επίσης δεν πρέπει να παραβλέπεται και το γεγονός ότι ο κάθε ασθενής είναι ξεχωριστός και ότι η ίδια ασθένεια μπορεί να έχει διαφορετικές συνέπειες, ανάλογα με την ηλικία, τη φυσική κατάσταση και την τυχόν συνύπαρξη και άλλων ασθενειών στο ίδιο πρόσωπο.

 

Γ. ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΓΑΜΕΤΙΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ (ΠΡΟΕΜΦΥΤΕΥΤΙΚΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ) ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ CRISPR – CAS9[26]

 

Ι. ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η γενετική θεραπεία των γαμετικών κυττάρων (γαμετών και γονιμοποιημένου ωαρίου) απαγορεύεται σύμφωνα με τα άρθρα 13 της Σύμβασης του Οβιέδο[27] (ν. 2619/1998 – «επεμβάσεις στο ανθρώπινο γονιδίωμα»)[28], 30 παρ. 3[29] και 34 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005).[30]

Υποστηρίζεται και η άποψη ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (με αναφορά ιδίως στα άρθρα 11 παρ. 2 και 12 παρ. 2γ του ν. 3305/2005) «ευνοεί την υποδοχή» της CRISPR – CAS9, εφόσον διασφαλιστεί το ζήτημα της ασφάλειας της εφαρμογής της. Επισημαίνει δε ότι δεν υπάρχει λόγος αλλαγής της διάταξης του άρθρου 13 της Σύμβασης του Οβιέδο, με το επιχείρημα ότι «κατά το μέτρο που η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών επέμβασης στο γονιδίωμα ανθρώπινων γαμετών και εμβρύων δεν “αποσκοπεί” στην τροποποίηση του γονιδιώματος των απογόνων, αλλά ενδιαφέρεται για τη διόρθωση γενετικών ανωμαλιών στους ίδιους τους γαμέτες ή τα έμβρυα, δεν εμποδίζεται από τη Σύμβαση του Οβιέδο, καθώς συνιστά κατηγορία προληπτικών επεμβάσεων για λόγους υγείας».[31] Ωστόσο η διατύπωση των άρθρων 13 της Σύμβασης του Οβιέδο, 30 παρ. 3  και 34 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας είναι σαφής και αποκλείει ρητά τη γενετική θεραπεία των γαμετών και του γονιμοποιημένου ωαρίου (εφόσον αυτή αναπόφευκτα εισάγει «τροποποίηση στο γονιδίωμα τυχόν απογόνων»), μη επιδεχόμενη οιαδήποτε άλλη ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων. Μελλοντικά δε τυχόν εφαρμογή της τεχνικής CRISPR – CAS9 θα είναι σύννομη στη χώρα μας μόνον εφόσον οι συγκεκριμένες διατάξεις τροποποιηθούν σχετικά.

 

ΙΙ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

Η θεραπεία των γαμετικών κυττάρων με την τεχνική CRISPR – CAS9 είναι σαφώς περισσότερο προβληματική, σε σχέση με τη θεραπεία των σωματικών κυττάρων, δεδομένου ότι, πέραν των ζητημάτων ασφάλειας που τίθενται, τόσο για το παιδί που θα γεννηθεί, όσο και για τη γυναίκα που θα το κυοφορήσει, η αλλαγή στην οποία υπόκεινται τα γαμετικά κύτταρα κληρονομείται στους απογόνους. Συνακόλουθα ενέχει προεχόντως τον κίνδυνο ευγονικής, καθώς επιτρέπει την αλλαγή γονιδίων που καθορίζουν τα βιολογικά χαρακτηριστικά του προσώπου που θα γεννηθεί. Η ευγονική απαγορεύεται πρωτίστως λόγω της αντίθεσής της προς τη θεμελιώδη, συνταγματικά κατοχυρωμένη, αρχή της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος). Εάν γίνει προσπάθεια «βελτίωσης» της ανθρωπότητας με γνώμονα συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά και όχι την υγεία, θα πάψει να είναι πλέον ανθρώπινη.

Η CRISPR – CAS9 θα επιτρέψει τη δημιουργία παιδιών «κατά παραγγελία» («designer babies»), σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες των γονέων τους. Όμως το δικαίωμα στην απόκτηση φυσικών απογόνων, ως εκδήλωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας κατ΄ άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος[32], δεν συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα απόκτησης παιδιού με συγκεκριμένα επιθυμητά βιολογικά χαρακτηριστικά. Η προστασία που παρέχεται είναι σχετική και όχι απόλυτη, εφόσον από το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπονται ως περιορισμοί στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας τα δικαιώματα των άλλων, οι συνταγματικές διατάξεις και τα χρηστά ήθη. Τέτοιου είδους είναι οι περιορισμοί που θέτουν τα άρθρα 1455 ΑΚ (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το ν. 3089/2002), 2 παρ. 3 και 4 παρ. 1 του ν. 3305/2005 και 3 του Κώδικα Δεοντολογίας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, στην άσκηση του δικαιώματος απόκτησης απογόνων με τις μεθόδους της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.[33]

Το δικαίωμα προσφυγής στις μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής διαφοροποιείται από τα άλλα επιμέρους δικαιώματα του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς οι επιλογές των γονέων αφορούν ένα τρίτο πρόσωπο που δεν υπάρχει κατά τη στιγμή της άσκησης του δικαιώματος και του οποίου το συμφέρον πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Το «συμφέρον του παιδιού που θα γεννηθεί να μην έχει εκ των προτέρων υποθηκευμένη την πραγμάτωση του δικού του δικαιώματος για ελεύθερη και σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του» συνιστά το όριο της ελευθερίας των γονέων να καταφύγουν στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, προκειμένου να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους προς τεκνοποιία[34], όπως προβλέπεται ρητά και από το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3305/2005.[35] Αντιστοίχως το άρθρο 3 παρ. 2 του Κώδικα Δεοντολογίας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΥΑ 73/24-1-2017/ΦΕΚ Β΄ 293/7-2-2017) ορίζει ότι «Κατά την εφαρμογή των μεθόδων της Ι.Υ.Α. πρέπει να λαμβάνεται κυρίως υπόψη το συμφέρον του παιδιού που θα γεννηθεί. …».

Σε συμφωνία με τα ανωτέρω προβλέπεται, από τα άρθρα 14 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν. 2619/1998), 1455 ΑΚ (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το ν. 3089/2002), 2 παρ. 3 του ν. 3305/2005 και 4 παρ. 4 του Κώδικα Δεοντολογίας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής[36], ότι η επιλογή του φύλου του παιδιού με την εφαρμογή τεχνικών της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δεν είναι επιτρεπτή, εκτός αν πρόκειται να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που συνδέεται με αυτό (το φύλο).[37]

Στόχος της ιατρικής από τα αρχαία χρόνια ήταν η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ασθένειας και η ανακούφιση της ανθρώπινης ταλαιπωρίας. Οι γονείς είναι φυσικό να επιθυμούν την απόκτηση γερών και υγιών παιδιών. Η ανάγκη εντατικής φροντίδας ενός παιδιού, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των οικογενειών που στερούνται των οικονομικών δυνατοτήτων, ενδέχεται να είναι δυσβάστακτη. Επιπλέον ένας άνθρωπος υγιής μπορεί ευκολότερα να αναπτύξει την προσωπικότητά του και να προβεί στις ατομικές του επιλογές. Η προβλεπόμενη εκ του νόμου, κατ΄ εξαίρεση, δυνατότητα επιλογής φύλου για την αποφυγή μετάδοσης κληρονομικής νόσου, που συνδέεται με αυτό, επιβεβαιώνει την ανάγκη ιατρικής παρέμβασης, προκειμένου ο άνθρωπος που θα γεννηθεί να είναι υγιής.[38]

Η απαγόρευση επιλογής φύλου, για λόγους ανεξάρτητους από την υγεία του προσώπου που θα γεννηθεί, ακόμα και αν δεν προβλεπόταν ρητά από τις ανωτέρω διατάξεις, απορρέει πρωτίστως από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της ανθρώπινης αξίας. Από την απαγόρευση επιλογής φύλου συνάγεται ερμηνευτικά και η απαγόρευση επιλογής άλλων βιολογικών χαρακτηριστικών που δεν σχετίζονται με ασθένεια (π.χ. ύψος), εφόσον και αυτή προσκρούει στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος[39] και προσβάλλει την προσωπική αυτονομία του ανθρώπου.[40] Δεδομένου δε ότι η τροποποίηση συνιστά σαφώς μεγαλύτερη παρέμβαση από την επιλογή, η προεμφυτευτική γενετική θεραπεία με την τεχνική CRISPR – CAS9, με σκοπό τη δημιουργία παιδιών με συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά (για λόγους ανεξάρτητους από την υγεία), αναμφίβολα αίρει το στοιχείο του τυχαίου, που είναι σύμφυτο με την αξία του ανθρώπου, εφόσον ο μελλοντικός άνθρωπος ετεροκαθορίζεται και με τον τρόπο αυτό θίγεται η προσωπική του αυτονομία, καθώς διαμορφώνεται σύμφωνα με τα πρότυπα, που θέτουν οι γονείς του, χωρίς τη δική του γνώμη.[41] Πρόκειται για επέμβαση στη διαμόρφωση της κληρονομικότητας και της προσωπικότητας του ανθρώπου που θα γεννηθεί.[42]

Πέραν όμως των ανωτέρω, υπάρχουν ανησυχίες και για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της εφαρμογής της CRISPR – CAS9, καθόσον ενδέχεται η αλλαγή ενός γονιδίου να έχει μη αναμενόμενα και ανεπιθύμητα αποτελέσματα, που δεν είναι ακόμα γνωστά, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την εξέλιξη και την ευημερία της ανθρωπότητας και την ευθύνη προς τις μελλοντικές γενιές. Τις ανησυχίες αυτές επιτείνει και ο φόβος ότι εάν λάβει χώρα γενετική τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, δεν θα είναι δυνατή η επιστροφή στην προτέρα κατάσταση.[43]

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ως άνω παραμέτρων, τόσο για το άτομο, όσο και για την ανθρωπότητα στο σύνολό της, η εφαρμογή της τεχνικής CRISPR – CAS9 για τη θεραπεία των γαμετικών κυττάρων ορθώς απαγορεύεται στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όπως και σε συνολικά περίπου 30 χώρες παγκοσμίως, τουλάχιστον επί του παρόντος και με τα μέχρι σήμερα επιστημονικά δεδομένα.[44]

Όπως προαναφέρθηκε το Μάρτιο του 2019 δεκαοκτώ επιφανείς επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και πρωτοπόροι στην έρευνα της CRISPR – CAS9, ζήτησαν να επιβληθεί διεθνώς προσωρινή απαγόρευση (αναστολή – global moratorium) κάθε κλινικής εφαρμογής γενετικής θεραπείας των γαμετικών κυττάρων (γαμετών και γονιμοποιημένου ωαρίου), με σκοπό τη δημιουργία «γενετικά τροποποιημένων παιδιών».[45] Σκοπός της προτεινόμενης απαγόρευσης / αναστολής είναι αφενός η εγκαθίδρυση ενός διεθνούς πλαισίου, στο οποίο τα κράτη, ενώ διατηρούν το δικαίωμα να λαμβάνουν τις δικές τους αποφάσεις, δεσμεύονται για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (προτάθηκε χρονική περίοδος πέντε ετών) να μην εγκρίνουν κλινική εφαρμογή αλλαγής του ανθρώπινου γονιδιώματος και αφετέρου να υπάρξει δημόσιος διάλογος, ως προς το εάν πρέπει να προχωρήσει η σχετική διαδικασία (τροποποίησης του γονιδιώματος που κληρονομείται στους απογόνους), λαμβάνοντας υπόψη ένα ευρύ φάσμα τεχνικών, επιστημονικών, ιατρικών, κοινωνικών, δεοντολογικών και ηθικών ζητημάτων.

Η ανάγκη προσωρινής απαγόρευσης / αναστολής κάθε κλινικής εφαρμογής της γενετικής θεραπείας των γαμετικών κυττάρων θεμελιώνεται, κατά την άποψη των αιτούντων αυτή, στους ακόλουθους λόγους: 1) Η τεχνική δεν είναι ακόμα επαρκώς ασφαλής και αποτελεσματική για να εφαρμοστεί κλινικά (τεχνικό ζήτημα), 2) Δεν έχουν ακόμα επαρκώς κατανοηθεί οι μακροπρόθεσμες συνέπειές της, τόσο για το άτομο, όσο και για την ανθρωπότητα (επιστημονικό ζήτημα), 3) Η κλινική εφαρμογή πρέπει να εξετάζεται ως ενδεχόμενο μόνον αν υπάρχει επαρκής επιτακτικός λόγος προς τούτο, εν προκειμένω δε στο πλαίσιο της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής παρέχονται ήδη δυνατότητες αποφυγής μετάδοσης κληρονομικών νόσων, κυρίως μέσω της προεμφυτευτικής γενετικής διάγνωσης και του προγεννητικού ελέγχου (ιατρικό ζήτημα), 4) Η κλινική εφαρμογή δεν πρέπει να προχωρήσει χωρίς ευρεία κοινωνική συναίνεση (κοινωνικά, δεοντολογικά και ηθικά ζητήματα). Στο σχετικό αίτημα επισημαίνεται ότι τα κράτη πρέπει να συμφωνήσουν να προχωρήσουν με διαφανείς διαδικασίες και με σεβασμό στη γνώμη της ανθρωπότητας, για ένα ζήτημα που την επηρεάζει στο σύνολό της. Ακόμα γίνεται αναφορά στην πρώτη Διεθνή Σύνοδο Κορυφής για την τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος το Δεκέμβριο του 2015[46], κατά την οποία χαρακτηρίστηκε ως «ανεύθυνη» η κλινική εφαρμογή της γενετικής θεραπείας των γαμετικών κυττάρων (γαμετών και γονιμοποιημένου ωαρίου) για τη δημιουργία «γενετικά τροποποιημένων παιδιών», έως να επιλυθούν τα σχετικά ζητήματα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας και να υπάρξει ευρεία κοινωνική συναίνεση.[47] Κατόπιν τούτου τον Αύγουστο του 2019 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ζήτησε από τα κράτη να θέσουν τέλος σε πειράματα, που θα οδηγήσουν σε γεννήσεις και άλλων γενετικά τροποποιημένων ανθρώπων, μέχρι να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις του σχετικού εγχειρήματος.[48]

Κατά τα προεκτιθέμενα, η διαφορετικότητα πρέπει να προστατευθεί και να επιτραπεί η ανθρώπινη παρέμβαση μόνον στις περιπτώσεις, που (η διαφορετικότητα) συνιστά περιορισμό της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, δηλαδή όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι υγείας. Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση και να γίνεται η αναγκαία διάκριση μεταξύ της αποκατάστασης των γενετικών βλαβών, που είναι και το ζητούμενο όσον αφορά τη γενετική θεραπεία και τη γενετική βελτίωση των λοιπών βιολογικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων, που δεν σχετίζονται άμεσα με ασθένεια και η οποία (βελτίωση) απαγορεύεται. Αντιθέτως ο περιορισμός της ασθένειας και της αναπηρίας ανήκει στους σκοπούς του ιατρικού λειτουργήματος και δεν σημαίνει απαξίωση των ανθρώπων με ιδιαίτερες ανάγκες.[49]

Με δεδομένο ότι η γενετική θεραπεία των γαμετικών κυττάρων μπορεί να εφαρμοστεί αποκλειστικά για λόγους υγείας, καθίσταται αναγκαία μόνον σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ζευγαριών. Πρόκειται για ζευγάρια, των οποίων το 100% των γονιμοποιημένων ωαρίων τους θα είναι βεβαρημένα με σοβαρή ασθένεια και επομένως δεν θα μπορούν να αποφύγουν τη μεταφορά αυτής στους απογόνους τους, μέσω της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και της προεμφυτευτικής γενετικής διάγνωσης, με αποτέλεσμα η γενετική θεραπεία των γαμετικών κυττάρων να είναι ο μοναδικός τρόπος να αποκτήσουν δικό τους βιολογικό παιδί, χωρίς σοβαρή ασθένεια.[50] Επομένως μόνον στην περίπτωση αυτή μπορεί να τεθεί ο προβληματισμός εάν θα πρέπει να επιτραπεί η γενετική θεραπεία των γαμετικών κυττάρων, καίτοι η αλλαγή κληρονομείται στους απογόνους. Εν προκειμένω δε θα πρέπει να σταθμιστούν τα ζητήματα που τίθενται από την άμεση επέμβαση στο ανθρώπινο γονιδίωμα, με τη δικαιολογημένη επιθυμία των μελλοντικών γονέων απόκτησης υγιούς παιδιού, με το δικό τους ωάριο και σπέρμα και όχι τρίτου δότη, λαμβανομένων υπόψη και των κοινωνικών και ψυχολογικών ζητημάτων, που ενδέχεται να ανακύψουν για συγκεκριμένο ζευγάρι από τη χρήση γεννητικού υλικού τρίτου δότη.

Ενόψει των ανωτέρω και υπό την προϋπόθεση ότι στο μέλλον θα διασφαλιστεί ότι η γενετική θεραπεία των γαμετικών κυττάρων με την CRISPR – CAS9 είναι αποτελεσματική και ασφαλής και δεν ενέχει κινδύνους ως τεχνική, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα εφαρμογής της, υπό συγκεκριμένες, αυστηρά καθοριζόμενες από το νόμο προϋποθέσεις.[51] Συγκεκριμένα η εφαρμογή της θα πρέπει να περιορίζεται μόνον στην περίπτωση ζευγαριών, που αδυνατούν άλλως να αποκτήσουν δικό τους βιολογικό παιδί χωρίς σοβαρή και ανίατη ασθένεια, η κάθε δε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται και να αδειοδοτείται από την αρμόδια προς τούτο αρχή ξεχωριστά, βάσει των ιδιαιτεροτήτων της.[52] Αναγκαία βεβαίως προϋπόθεση θα είναι μελλοντικά η μεταρρύθμιση της ισχύουσας στη χώρα μας νομοθεσίας, εντασσόμενης σε ένα παγκόσμιο σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θα επιτρέπει κατ΄ εξαίρεση την επέμβαση στο ανθρώπινο γονιδίωμα που κληρονομείται στους απογόνους, δοθέντος ότι το υφιστάμενο στην Ελλάδα νομοθετικό πλαίσιο το απαγορεύει ρητά.

 

Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η νέα τεχνική τροποποίησης του γονιδιώματος CRISPR – CAS9 προκαλεί πολλές προσδοκίες, αλλά και πολλά διλήμματα. Η δυνατότητα τροποποίησης του ανθρώπινου γονιδιώματος δίνει ελπίδες αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης των ασθενειών, βελτίωσης της ανθρώπινης υγείας και ευημερίας της ανθρωπότητας. Η CRISPR – CAS9 είναι, συγκριτικά με όλες τις προηγούμενες τεχνικές, απλούστερη, αποτελεσματικότερη και οικονομικότερη. Ωστόσο βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο και απαιτείται έρευνα, προκειμένου να είναι απόλυτα ασφαλής.

Το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο επιτρέπει την γενετική θεραπεία των σωματικών κυττάρων, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής κάθε νέας, πειραματικά εφαρμοζόμενης θεραπείας. Απαγορεύει όμως ρητά την γενετική θεραπεία των γαμετικών κυττάρων. Τα υπαρκτά διλήμματα ως προς την δυνατότητα, μέσω της κληρονομούμενης τροποποίησης των γαμετικών κυττάρων, επέμβασης στην διαδικασία εξέλιξης της ανθρωπότητας με την δημιουργία  προσώπων με συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά, μη σχετιζόμενα με την υγεία, δικαιολογούν την ως άνω απαγόρευση. Μόνη δυνατή εξαίρεση, υπό την αναγκαία προϋπόθεση της αντιμετώπισης των υφιστάμενων ζητημάτων ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της τεχνικής CRISPR – CAS9, θα μπορούσε να θεωρηθεί η περίπτωση ζευγαριών, που αδυνατούν άλλως να αποκτήσουν δικό τους βιολογικό παιδί χωρίς σοβαρή και ανίατη ασθένεια.  Αυτή η μοναδική και εξαιρετική περίπτωση θα μπορούσε, μελλοντικά, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και από τον Έλληνα νομοθέτη, να επιτραπεί με την αναγκαία μεταρρύθμιση της ισχύουσας νομοθεσίας.

—————————————————————————————————————————————–

[1] Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της Παγκόσμιας Διακήρυξης για το ανθρώπινο γονιδίωμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα της Ουνέσκο (UNESCO Universal declaration on the human genome and human rights), η οποία αποτελεί κείμενο με διακηρυκτικό και όχι νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα, κάθε άνθρωπος δικαιούται σεβασμού της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων του, ανεξάρτητα από τα γενετικά του χαρακτηριστικά. Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου επισημαίνεται ότι η αξιοπρέπεια αυτή καθιστά υποχρεωτικό τον μη περιορισμό των ατόμων στα γενετικά τους χαρακτηριστικά και το σεβασμό της μοναδικότητας και της διαφορετικότητάς τους.

[2] Βλ. και γνωμοδότηση υπ΄ αριθ. 15/2001 της ΑΠΔΠΧ.

[3] Βλ. σχετικά με τη γενετική ταυτότητα, Γέροντα A., Η Συνταγματική Προστασία της Γενετικής Ταυτότητας, σε Δίκαιο και Βιοηθική, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σ. 75 επ.· Κριάρη-Κατράνη Iσμ., Η συνταγματική προστασία της γενετικής ταυτότητας – Πρώτη προσέγγιση, ΔτΑ 2001, 347 επ.· Μάλλιο Ε., Η συνταγματική κατοχύ­ρωση της γενετικής ταυτότητας: αναγκαιότητα ή πλεονασμός;, σε Νέες Τεχνολογίες και Συνταγματικά Δικαιώματα, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2004, σ. 107 επ.· τον ίδιο, Το Ανθρώπινο Γονιδίωμα, Γενετική έρευνα και προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, Αθήνα-Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 2004, σ. 251 επ.· τον ίδιο, σε Ιατρική Δεοντολογία (Κατ’ άρθρο ανάλυση του Νόμου 3418/2005), άρθρο 34, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 2013, σ. 393 επ.· Φραγκουδάκη Ε., σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 34, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σ. 418 επ.

[4] Κριάρη-Κατράνη Ισμ., ό.π. (σημ. 3), 409. Βλ. και  Laskaridis, Genom-Editierung: Länderbericht Griechenland, σε Taupitz, Deuring, Rechtliche Aspekte der Genom-Editierung an der menschlichen Keimbahn, Ver-öffentlichungen des Instituts für Deutsches, Europäisches und Internationales Medizinrecht, Gesund-heitsrecht und Bioethik den Universitäten Heidelberg und Mannheim, σ. 141, 142 επ.

[5] Βλ. σχετικά ενδεικτικά Πάγκαλο Κ., Διαγνωστικά πλεονεκτήματα και προβληματισμοί από τις σύγχρονες εφαρμογές των διευρυμένων γονιδιακών ελέγχων, σε Σύγχρονες προκλήσεις από την εφαρμογή του εκτεταμένου γονιδιακού ελέγχου, Ιατρικά, ηθικά και νομικά προβλήματα, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2018, σ. 1· Nuffield Council on Bioethics (2018) Genome Editing and Human Reproduction: social and ethical issues (London: Nuffield Council on Bioethics), σ. 8 επ.· Shiel W., Genetic disease: A disease caused by abnormality in an individual’ s genome, https://www.medicinenet.com/script/main/art.asp?articlekey=31302.

[6] Από τη νομοθεσία και τα διεθνή κείμενα δίνονται διάφοροι ορισμοί του γενετικού ελέγχου. Το άρθρο 12 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν. 2619/1998) ορίζει τον γενετικό έλεγχο (έμμεσα, αναφερόμενο στις προϋποθέσεις διενέργειάς του) ως τις εξετάσεις που προβλέπουν την εμφάνιση γενετικών νόσων ή που χρησιμοποιούνται είτε για την αναγνώριση του υποκειμένου ως φορέα γονιδίου υπεύθυνου για νόσο, είτε για την ανίχνευση γενετικής προδιάθεσης ή επήρειας σε νόσο. Η Ερμηνευτική έκθεση της Σύμβασης του Οβιέδο (η οποία δεν έχει ισχύ νόμου, αλλά επεξηγεί τις διατάξεις της Σύμβασης) ορίζει στην παράγραφο 72 τον γενετικό έλεγχο ως τις ιατρικές εξετάσεις που στοχεύουν στη διάγνωση κληρονομικής ασθένειας ή προδιάθεσης σε ασθένεια ενός προσώπου, μέσω της ανάλυσης της γενετικής του κληρονομιάς.

[7] Σύμφωνα με την Ερμηνευτική έκθεση της Σύμβασης του Οβιέδο σκοπός της γενετικής θεραπείας είναι η διόρθωση των αλλαγών στο γενετικό κώδικα του προσώπου, στις οποίες οφείλονται οι κληρονομικές ασθένειες (παρ. 73).

[8] Βλ. σχετικά ενδεικτικά https://www.nature.com/articles/d41586-020-00339-3.

[9] Bλ. σχετικά ενδεικτικά https://www.wired.com/story/could-crispr-be-the-next-virus-killer/·https://www.genengnews.com/news/crispr-systems-optimized-guides-can-target-rna-including-coronavirus-rna/·https://www.sciencedaily.com/releases/2020/03/200316141514.htm.

[10] Βλ. σχετικά ενδεικτικά Γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής για τις Πρόσφατες εξελίξεις στην τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος· Έκθεση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής για τη Γενετική Επεξεργασία του Γονιδιώματος· Χασαπάκου Δ./Προϊκάκη Σ./Μπόμπολα Μ./Λάμπρου Γ., CRISPR/CAS και η επέμβαση στο ανθρώπινο γονιδίωμα: περί φύσης και έξης, Βιοηθικά 4(1) Μάρτιος 2018, σ. 27 επ.· West R./Gronwall G.K., CRISPR Cautions: Biosecurity Implications of Gene Editing, Perspectives in Biology and Medicine, volume 63, Number 1, Winter 2020, σ. 73 επ.· https://www.nationalacademies.org/news/2015/12/on-human-gene-editing-international-summit-statement.

[11] Βλ. σχετικά ενδεικτικά https://www.nature.com/articles/d41586-019-00673-1.

[12] Nature 567, 165-168 (2019), https://www.nature.com/articles/d41586-019-00726-5.

[13] Statement on NIH funding of research using gene-editing technologies in human embryos (April 28, 2015) https://www.nih.gov/about-nih/who-we-are/nih-director/statements/statement-nih-funding-research-using-gene-editing-technologies-human-embryos.

[14] Βλ. σχετικά με το ισχύον στην Ελλάδα νομοθετικό πλαίσιο και την προβληματική της εφαρμογής της τεχνικής τροποποίησης του γονιδιώματος CRISPR – CAS9 αναλυτικά Laskaridis, ό.π. (σημ. 4), σ. 141, 142. Βλ. και Βιδάλη Τ., Αντικατάσταση μιτοχονδρίων και εφαρμογές CRISPR – CAS9 σε ανθρώπινους γαμέτες και έμβρυα; υπάρχουν όρια στον νόμο;, σε Σύγχρονες προκλήσεις από την εφαρμογή του εκτεταμένου γονιδιακού ελέγχου, Ιατρικά, ηθικά και νομικά προβλήματα, Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2018, σ. 55 επ.

[15] Βλ. σχετικά με τη γενετική θεραπεία των σωματικών κυττάρων Φραγκουδάκη E., Η νομική μεταχείριση των εφαρμογών της βιογενετικής – Ιδίως από πλευράς ιδιωτικού δικαίου, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 2008, σ. 98 επ.· την ίδια, σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 34, ό.π. (σημ. 3), σ. 418 επ.

[16] Σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν. 2619/1998 – «επεμβάσεις στο ανθρώπινο γονιδίωμα») κάθε επέμβαση που αποσκοπεί στην τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος είναι επιτρεπτή μόνον για προληπτικούς, διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς και μόνον εφόσον δεν γίνεται με σκοπό να εισαγάγει οποιαδήποτε τροποποίηση στο γονιδίωμα τυχόν απογόνων.

[17] Σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 (προστασία της γενετικής ταυτότητας) του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005) παρεμβάσεις του ιατρού που οδηγούν στην τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος μπορούν να γίνουν μόνον για προληπτικούς, διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς, ενώ σε καμία περίπτωση η τροποποίηση αυτή δεν μπορεί να μεταφέρεται στο γονιδίωμα της επόμενης γενεάς.

[18] Βλ. και Λασκαρίδη Εμμ., Παλιά σταθμά στην πλάστιγγα της Θέμιδος, Αφιέρωμα στην Ισμήνη Ανδρουλιδάκη–Δημητριάδη, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 2011, σ. 247 επ., 285.

[19] Βλ. σχετικά Βιδάλη Τ., Υγεία και Ευγονική: Το Συνταγματικό Δίκαιο στο όριο της ανθρώπινης αξίας, σε Νομική προσέγγιση των σύγχρονων προβλημάτων της βιογενετικής, Εταιρία Δικαστικών Μελετών, Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 2002, σ. 67· Γέροντα Α., ό.π. (σημ. 3), σ. 75· Μάλλιου Ε., Το Ανθρώπινο Γονιδίωμα, ό.π. (σημ. 3), σ. 253· Σκυλλάκου Ε., Συνήγορος Αστική και ποινική ευθύνη από την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, 28/2001, σ. 401, κατά την οποία η προσθήκη της παραγράφου 5 στο άρθρο 5 του Συντάγματος αποδεικνύει την υγεία ως έκφανση ως ένα βαθμό της προσωπικότητας του ατόμου. Πρβλ. συνοπτικά για τις διάφορες θέσεις στην θεωρία αναφορικά με την συνταγματιικότητα αλλαγών στο ανθρώπινο γονιδίωμα Laskaridis, ό.π. (σημ. 4), σ. 141, 142 επ.

[20] Βλ. σχετικά με τα άρθρα 24 και 25 ΚΙΔ, Παπαδοπούλου–Κλαμαρή Δ., Κλινικές Μελέτες, Νομοθετικό πλαίσιο και ειδικά προβλήματα, σε Κλινικές μελέτες στον άνθρωπο, Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2010, σ. 33 επ.· Πελλένη–Παπαγεωργίου Α., Ιατρική Αστική Ευθύνη και Συναίνεση του Ασθενούς, Αθήνα, Αντ. Σάκκουλα, 2016, σ. 18 επ.· Πλεύρη Α. σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρα 24-25, σ. 304 επ.

[21] Η Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας για Κλινικές Μελέτες συστήθηκε με την Υπουργική Απόφαση ΔΥΓ3/89292/30.12.2003 (ΦΕΚ Β΄ 1973/31.12.2003) – Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς την αντίστοιχη κοινοτική σύμφωνα µε την Οδηγία 2001/20/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 “για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών µελών όσον αφορά την εφαρμογή ορθής κλινικής πρακτικής κατά τις κλινικές μελέτες φαρμάκων προοριζόμενων για τον άνθρωπο”. Λειτουργεί ως ανεξάρτητο γνωμοδοτικό όργανο, με έδρα τον ΕΟΦ. Για την έναρξη και πραγματοποίηση κλινικών μελετών σε ανθρώπους στην Ελλάδα, απαιτείται η προηγούμενη θετική γνωμοδότησή της.

[22] Βλ. ενδεικτικά άρθρο 1 του Κώδικα της Νυρεμβέργης, αρχές Β. 22, Β. 23 και Γ. 31 της Διακήρυξης του Ελσίνκι, αρχή 3 της Σύστασης No R (90) 3 Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την ιατρική έρευνα στον άνθρωπο, αρχές 9 και 10 των Διεθνών Κατευθυντήριων Γραμμών για  Έρευνα σχετικά με την Υγεία που περιλαμβάνει Ανθρώπους (International Ethical Guidelines for Health – related Research Involving Humans – 2016) του Συμβουλίου του Διεθνούς Οργανισμού των Ιατρικών Επιστημών (Council of International Organization of Medical Sciences – CIOMS), σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO).

[23] Βλ. και το άρθρο 9 της Υπουργικής Απόφασης Γ5α/59676 ΦΕΚ Β 4131/22.12.2016 «Διατάξεις για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 536/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για τις κλινικές δοκιμές που προορίζονται για τον άνθρωπο και την κατάργηση της Οδηγίας 2001/20/ΕΚ» και το άρθρο 13 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση του Οβιέδο σχετικά με τη βιοϊατρική έρευνα.

[24] Βλ. σχετικά και Κότσιανου Στ., Ιατρική Ευθύνη, Θεσσαλονίκη, 1977, σ. 170.

[25] Μάλλιου Ε., Το Ανθρώπινο Γονιδίωμα, ό.π. (σημ. 3), σ. 262-263.

[26] Βλ. σχετικά με τη γενετική θεραπεία των γαμετικών κυττάρων Φραγκουδάκη Ε., Η νομική μεταχείριση των εφαρμογών της βιογενετικής – Ιδίως από πλευράς ιδιωτικού δικαίου, ό.π. (σημ. 15), σ. 132 επ.· την ίδια, σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 34, ό.π. (σημ. 3), σ. 422 επ.

[27] Βλ. και Parliamentary Assembly of the Council of Europe, Recommendation 2115/2017, σύμφωνα με την οποία τα κράτη – μέλη, που δεν έχουν ακόμα κυρώσει τη Σύμβαση του Οβιέδο, πρέπει να το πράξουν χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, ή κατ΄ ελάχιστο να θεσπίσουν εθνική νομοθεσία, η οποία να απαγορεύει τη γέννηση παιδιού, του οποίου το γονιδίωμα έχει τροποποιηθεί.

[28] Η Ερμηνευτική έκθεση της Σύμβασης του Οβιέδο επισημαίνει ότι το άρθρο 13 της Σύμβασης δεν αποκλείει τις επεμβάσεις με σκοπό τη θεραπεία του σώματος που ενδέχεται να έχουν μη επιθυμητά αποτελέσματα στα γαμετικά κύτταρα. Αυτό ενδέχεται να συμβεί σε ορισμένες θεραπείες καρκίνου, όπως η ακτινοθεραπεία και η χημειοθεραπεία, που μπορεί να επηρεάσουν το σύστημα αναπαραγωγής του ασθενούς (παρ. 92).

[29] Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 3 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005) οποιαδήποτε παρέμβαση στα πλαίσια της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής πρέπει να συνάδει με τις διατάξεις για την προστασία της γενετικής ταυτότητας και την απαγόρευση τροποποιήσεων του ανθρώπινου γονιδιώματος που είναι δυνατό να μεταβιβασθούν στην επόμενη γενεά.

[30] Οι συμβάσεις για τη διενέργεια προεμφυτευτικής γενετικής θεραπείας είναι άκυρες ως αντίθετες στις απαγορευτικές διατάξεις των άρθρων 13 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν. 2619/1998), 30§3 και 34§1 του ΚΙΔ (άρθρο 174 ΑΚ) και στα χρηστά ήθη (άρθρο 178 ΑΚ). Η παραβίαση των ανωτέρω άρθρων πληροί την προϋπόθεση του παρανόμου και στοιχειοθετείται αστική ιατρική ευθύνη, εάν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της. Παράλληλα όποιος προβαίνει σε τροποποίηση του γονιδιώματος ανθρώπινων γαμετών και γονιμοποιημένων ωαρίων αφενός υπέχει ποινική ευθύνη (Σύμφωνα με το άρθρο 26§1 του ν. 3305/2005 τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι δεκαπέντε ετών.) και αφετέρου του επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις (Σύμφωνα με το άρθρο 27§1 του ν. 3305/2005 τιμωρείται με προσωρινή ανάκληση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος επί τουλάχιστον δύο έτη και πρόστιμο ποσού 50.000 έως 100.000 ευρώ. Επί τελέσεως εκ νέου της παραβάσεως του επιβάλλεται οριστική ανάκληση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος και πρόστιμο ποσού 200.000 έως 400.000 ευρώ.).

[31] Βιδάλη Τ., Αντικατάσταση μιτοχονδρίων και εφαρμογές CRISPR – CAS9 σε ανθρώπινους γαμέτες και έμβρυα; υπάρχουν όρια στον νόμο;, ό.π. (σημ. 14), σ. 58-60. Βλ. όμως Ρεθυμιωτάκη Ε., Παιδιά με τρεις γονείς: Η τεχνοεπιστημονική ελευθερία και η ηθικοπολιτική οριοθέτηση, ομιλία σε επιστημονική εκδήλωση του Ομίλου Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής «Γενετικές παρεμβάσεις στα γεννητικά κύτταρα και στα έμβρυα», 4-12-2019, Θεσσαλονίκη, κατά την οποία, από το συνδυασμό των άρθρων 11 και 12 ν. 3305/2005 με τα άρθρα 14 και 15 του Κώδικα Δεοντολογίας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις η διεξαγωγή έρευνας χωρίς τροποποίηση στους γαμέτες και τα γονιμοποιημένα ωάρια, μετά την οποία μπορεί να ακολουθήσει ή όχι εγκυμοσύνη.

[32] Βλ. σχετικά Φραγκουδάκη Ε., Η νομική μεταχείριση των εφαρμογών της βιογενετικής – Ιδίως από πλευράς ιδιωτικού δικαίου, ό.π. (σημ. 15), σ. 80 επ. και τις εκεί παραπομπές.

[33] Βλ. σχετικά Κουνουγέρη–Μανωλεδάκη Ε., Οικογενειακό Δίκαιο, τόμος ΙΙ, 2η έκδοση, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2003, σ. 4· της ίδιας, Τεχνητή γονιμοποίηση και Οικογενειακό Δίκαιο, Η ειδική ελληνική νομοθεσία: Νόμοι 3089/2002 και 3305/2005, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2005, σ. 9. Βλ. και την Εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής για το σχέδιο νόμου «Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή». Συνοπτική παρουσίαση του νομοθετικού πλαισίου και των θέσεων της ελληνικής θεωρίας επί του ζητήματος σε Laskaridis, ό.π. (σημ. 4), σ. 141, 144-145.

[34] Βλ. Κουτσουμπίνα Στ., Συνταγματικά προλεγόμενα σε ένα ζήτημα βιοηθικής, ΔΔίκη 6/1994, σ. 1095-1096.

[35] Βλ. και την Εισηγητική έκθεση του ν. 3305/2005 όπου επισημαίνεται ότι στις παραμέτρους που συνεκτιμώνται στα πλαίσια της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η αξιολόγηση του συμφέροντος του μέλλοντος να γεννηθεί παιδιού, ως εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής περί προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού κατά τα άρθρα 3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού ν. 2101/1992 και ΙΙ 24 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ίδια αρχή διέπει και το δίκαιο των ανηλίκων στην ελληνική έννομη τάξη και πρέπει να τηρείται και στο στάδιο που προηγείται της σύλληψης και της κυοφορίας του παιδιού με τις μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

[36] Το άρθρο 1455 ΑΚ (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το ν. 3089/2002) επιτρέπει τη διενέργεια ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και προεμφυτευτικής γενετικής διάγνωσης (σύμφωνα με το άρθρο 1 της υπ΄ αριθ. 978/22-12-2017 απόφασης της Εθνικής Αρχής Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής – ΦΕΚ Β΄ 4875/29-12-2017 η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση αποτελεί διαγνωστική διαδικασία με σκοπό να διαπιστώσει εάν ένα γονιμοποιημένο ωάριο πάσχει από συγκεκριμένο μονογονιδιακό ή χρωμοσωμικό γενετικό νόσημα για το οποίο οι γονείς βρίσκονται σε κίνδυνο να το κληροδοτήσουν στους απογόνους τους) υπό προϋποθέσεις. Ειδικότερα η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή επιτρέπεται μόνον εφόσον είναι ιατρικά αναγκαία, ήτοι για την αντιμετώπιση της αδυναμίας απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για την αποφυγή μετάδοσης στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Επιλογή του φύλου του τέκνου δεν είναι επιτρεπτή, εκτός αν πρόκειται να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που συνδέεται με το φύλο. Αντίστοιχο είναι και το περιεχόμενο του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3305/2005 σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η επιλογή φύλου, εκτός αν πρόκειται να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που συνδέεται με αυτό. Επίσης το άρθρο 4 παρ. 4 του Κώδικα Δεοντολογίας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής ορίζει ότι επιλογή του φύλου του τέκνου δεν είναι επιτρεπτή, επιτρέπεται δε κατ΄ εξαίρεση εάν πρόκειται να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που συνδέεται με το φύλο. Οι διατάξεις των άρθρων 1455 ΑΚ (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το ν. 3089/2002), 2 παρ. 3 του ν. 3305/2005 και 4 παρ. 4 του Κώδικα Δεοντολογίας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής εναρμονίζονται πλήρως με το άρθρο 14 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν. 2619/1998) κατά το οποίο «η χρήση τεχνικών της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δεν είναι επιτρεπτή εφόσον αποσκοπεί στην προεπιλογή του φύλου του παιδιού, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που σχετίζεται με το φύλο». Βλ. σχετικά με το άρθρο 1455 ΑΚ ενδεικτικά Σκορίνη–Παπαρρηγοπούλου Φ., σε ΑΚ Γεωργιάδη–Σταθόπουλου, 2η έκδοση, Αθήνα, Δίκαιο και Οικονομία, 2007, σ. 550 επ.· Τροκάνα Θ., Ανθρώπινη Αναπαραγωγή, Η ιδιωτική αυτονομία και τα όριά της, Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2011, σ. 179 επ.· Laskaridis, ό.π. (σημ. 4), σ. 141, 144.

[37] Με το άρθρο 2 της υπ΄ αριθ. 978/22-12-2017 απόφασης της Εθνικής Αρχής Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής – ΦΕΚ Β΄ 4875/29-12-2017, όπως τροποποιήθηκε με την υπ΄ αριθ. 179/18-4-2018 απόφαση της ίδια Αρχής, ορίζονται οι ενδείξεις διενέργειας προεμφυτευτικής γενετικής διάγνωσης και ειδικότερα ότι «Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση για έλεγχο Μονογονιδιακών Νοσημάτων (PGT-M) ή Χρωμοσωμικών Ανευπλοειδιών (PGT-A) ενδείκνυται: Α. Σε ζευγάρια με υπογονιμότητα εφόσον είναι ταυτόχρονα: α) φορείς φυλοσύνδετου μονογονιδιακού νοσήματος, πχ αιμορροφιλία, σύνδρομο εύθραυστου Χ, μυϊκές δυστροφίες και β) φορείς αυτοσωματικού μονογονιδιακού νοσήματος, πχ κυστική ίνωση, β-μεσογειακή αναιμία, δρεπανοκυτταρική αναιμία, νόσος Tay – Sachs και γ) φορείς χρωμοσωμικής ανωμαλίας, Β. Σε ζευγάρια χωρίς υπογονιμότητα που είναι φορείς 1) μονογονιδιακού νοσήματος ή 2) χρωμοσωμικής ανωμαλίας και που για λόγους ηθικούς ή θρησκευτικούς ή λόγω προβλημάτων υγείας της γυναίκας δεν επιθυμούν να προβούν σε διακοπή ήδη εγκατεστημένης κύησης εφόσον το έμβρυο διαπιστωθεί ότι πάσχει μετά από προγεννητικό έλεγχο στο 1ο ή 2ο τρίμηνο της κύησης. Επειδή οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες των γονέων μπορεί να οδηγήσουν σε έμβρυα με χρωμοσωμικές ανωμαλίες που αφορούν όχι μόνο τα χρωμοσώματα που εμπλέκονται στη χρωμοσωμική ανακατάταξη τους αλλά οποιοδήποτε άλλο χρωμόσωμα, στις περιπτώσεις Α.γ και Β.2 προτείνεται να γίνεται Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση για έλεγχο Χρωμοσωμικών Ανευπλοειδιών (PGT-A). Γ. Για έλεγχο γονιμοποιημένων ωαρίων για νοσήματα όψιμης εμφάνισης όπως κληρονομικός καρκίνος, η νόσος Huntington κ.ά. Δ. Σε ζευγάρια με τρείς ή περισσότερες αποβολές πρώτου τριμήνου άγνωστης αιτιολογίας ή που οφείλονται σε διαπιστωμένη χρωμοσωμική ανωμαλία των αποβληθέντων εμβρύων. Ε. Σε προχωρημένη ηλικία της μητέρας (40 ετών και άνω), μόνο όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν δικά της ωάρια. ΣΤ. Σε ζευγάρια με τρεις ή περισσότερους αποτυχημένους κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ζ. Για την επιλογή γονιμοποιημένων ωαρίων που είναι ελεύθερα του γενετικού νοσήματος της οικογένειας και ταυτόχρονα ιστοσυμβατά με ήδη πάσχον παιδί έτσι ώστε ο/η αδελφός/ή του πάσχοντος που θα γεννηθεί να αποτελέσει δότη για μεταμόσχευση βλαστικών πλακουντικών κυττάρων ή μυελού των οστών στο πάσχον παιδί της οικογένειας.» Βλ. και Παράσχου Ε., Νομική και ηθική θεώρηση της Προεμφυτευτικής Γενετικής Διάγνωσης – Διλήμματα και προβληματισμοί, https://www.iatrikodikaio.com/iatrikos-ypovoithoumeni-anaparagogi/.

[38] Πέτρου Ι., Γονιδιακός έλεγχος – Κοινωνική και ηθική προσέγγιση, σε Σύγχρονες προκλήσεις από την εφαρμογή του εκτεταμένου γονιδιακού ελέγχου, Ιατρικά, ηθικά και νομικά προβλήματα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2018, σ. 33.

[39] Κουνουγέρη–Μανωλεδάκη Ε., Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ, ό.π. (σημ. 33), σ. 6.

[40] Παπαχρίστου Α., Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 2005, σ. 203. Βλ. σχετικά και Βαθρακοκοίλη Β., Τροποποιήσεις Οικογενειακού Δικαίου με τους ν. 2915/2001 και 3089/2002, Αθήνα, 2004, άρθρο 1455 αρ. 8· Σκορίνη–Παπαρρηγοπούλου Φ., ό.π. (σημ. 36), σ. 560.

[41] Συμεωνίδου–Καστανίδου Ε., Γενετική τεχνολογία και ποινικό δίκαιο (Με αναφορά στο Σχέδιο Νόμου για την «Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή»), ΠοινΔικ 2002, σ. 1062. Για τα ηθικά διλήμματα επί του ζητήματος βλ. Παράσχου Ε., ό.π. (σημ. 37).

[42] Παπαζήση Θ., Τεχνητή γονιμοποίηση: Βιολογία και συγγένεια, Επεμβάσεις στο DNA και μορφές εργαστηριακής αναπαραγωγής. Σύγχυση ορίων επιστημονικής φαντασίας και πραγματικότητας, σε Ένωση Ελλήνων Αστικολόγων, Σύγχρονα ζητήματα του αστικού δικαίου πέρα από το σύστημα του Αστικού Κώδικα, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 1995, σ. 249.

[43] https://www.nationalacademies.org/news/2015/12/on-human-gene-editing-international-summit-statement.

[44] Πρβλ. και τη Γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής για τις Πρόσφατες εξελίξεις στην τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, κατά την οποία είναι δικαιολογημένη η απαγόρευση των στοχευμένων επεμβάσεων σε γαμετικά κύτταρα, σύμφωνα με το άρθρο 13 της Οβιέδο, εφόσον οι επεμβάσεις μεταφέρονται στους απογόνους, γεγονός που αυξάνει το βαθμό της αβεβαιότητας.

Βλ. και Ρεθυμιωτάκη Ε., ό.π. (σημ. 31), κατά την οποία λόγω των προβλημάτων ασφάλειας και ευγονικής, που τίθενται από την CRISPR – CAS9, αποκλείεται οποιαδήποτε παρέμβαση σε γαμέτες και έμβρυα, που προορίζονται για τεκνοποιία, ενώ εν γένει « … οι νέες τεχνολογίες τροποποίησης του γονιδιώματος εξακολουθούν να εμπίπτουν στο ίδιο πλαίσιο οριοθέτησης που έθεσε το άρθρο 13 της Σύμβασης του Οβιέδο. Μέχρι σήμερα ο βαθμός ανασφάλειας της πρόβλεψης υπερτερεί από τις θεραπευτικές προσδοκίες και άρα κάθε τροποποίηση που κληρονομείται πρέπει να αποφεύγεται. …», κατ΄ εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης και δίδοντας «προβάδισμα» στο ανθρώπινο ον.

[45] Η απαγόρευση / αναστολή δεν συμπεριλαμβάνει την επεξεργασία του γονιδιώματος αποκλειστικά για ερευνητικούς σκοπούς, εφόσον δεν ακολουθεί μεταφορά σε μήτρα και τη θεραπεία των σωματικών κυττάρων για την θεραπεία ασθενειών.

[46] Βλ. σχετικά ενδεικτικά https://www.nationalacademies.org/news/2015/12/on-human-gene-editing-international-summit-statement· https://www.nap.edu/read/21913/chapter/1. Διοργανώθηκε από τους οργανισμούς US National Academy of Sciences, US National Academy of Medicine, Royal Society, Chinese Academy of Sciences.

[47] https://www.nature.com/articles/d41586-019-00726-5.

[48] Στο πλαίσιο της προσπάθειας παρακολούθησης διεθνώς της επιστημονικής εξέλιξης της τροποποίησης του ανθρώπινου γονιδιώματος συστήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η «Συμβουλευτική επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την ανάπτυξη παγκόσμιων προτύπων για τη διακυβέρνηση και την επίβλεψη της επεξεργασίας ανθρώπινου γονιδιώματος» (WHO Expert Advisory Committee on Developing Global Standards for Governance and Oversight of Human Genome Editing). Σκοπός της είναι η εξέταση των επιστημονικών, ηθικών, κοινωνικών και νομικών προκλήσεων από την τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος.

[49] Πέτρου Ι., ό.π. (σημ. 38), σ. 30, 47–48.

[50] Βλ. ενδεικτικά Nature 567, 165-168 (2019), https://www.nature.com/articles/d41586-019-00726-5· Nuffield Council on Bioethics 2018, Genome editing and human reproduction: social and ethical issues

[51] Σύμφωνα με τη Γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής για τις Πρόσφατες εξελίξεις στην τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος, πιθανές διορθωτικές τροποποιήσεις μεταλλάξεων στο γονιδίωμα, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος εκδήλωσης σοβαρών ασθενειών, που εκδηλώνονται συνήθως σε μεγάλη ηλικία της ενήλικης ζωής, θα είναι θεμιτές (είτε σε πρόσωπα είτε σε έμβρυα) αφού δεν εγείρουν ζητήματα θετικής ευγονικής (αναφερόμενη στον προκαθορισμό των εξωτερικών χαρακτηριστικών). Προτείνει δε να υπάρξει ειδική νομοθετική διευκρίνιση της διάταξης του άρθρου 13 της Σύμβασης του Οβιέδο, ώστε να αποκλειστεί ρητά η εφαρμογή τροποποιήσεων στο γονιδίωμα για σκοπούς θετικής ευγονικής και ότι σχετική προσθήκη μπορεί να περιληφθεί στο ν. 3305/2005.

Βλ. και την Γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής της Γαλλίας (Comité Consultatif National d’ éthique pour les sciences de la vie et de la santé), η οποία ελήφθη τον Σεπτέμβριο του 2019 και δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2020, με την οποία ζητείται επίσης η απαγόρευση / αναστολή διεθνώς της γενετικής θεραπείας των γαμετικών κυττάρων, χωρίς όμως να αποκλείεται εντελώς στο μέλλον συγκεκριμένη τροποποίηση του γονιδιώματος, για την αντιμετώπιση σοβαρών και ανίατων ασθενειών.

[52] Έτσι και Laskaridis, ό.π. (σημ. 4), σ. 141, 154-155.

Back To Top