skip to Main Content
Σύμβαση Οβιέδο: Κύρωση της Σύµβασης του Συµβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και της αξιοπρέπειας του ατόµου σε σχέση µε τις εφαρµογές της βιολογίας και της ιατρικής: Σύµβαση για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώµατα και τη Βιοϊατρική.

Νόµος 2619/1998 (ΦΕΚ Α’132)

Κύρωση της Σύµβασης του Συµβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και της αξιοπρέπειας του ατόµου σε σχέση µε τις εφαρµογές της βιολογίας και της ιατρικής: Σύµβαση για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώµατα και τη Βιοϊατρική.

Άρθρο πρώτο Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος, η Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και της αξιοπρέπειας του ατόµου σε σχέση µ ε τις εφαρµογές της βιολογίας και της ιατρικής – Σύµβαση για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώµατα και τη Βιοϊατρική – που υπογράφηκε στις 4 Απριλίου 1997 στο Οviedo της Ισπανίας, της οποίας το κείµενο σε πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα και σε µετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής: ………………………………………………………………………………………….. ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΗΣ: ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΟΪΑΤΡΙΚΗ

ΟΒΙΕ∆Ο, 4.IV.1997

Προοίµιο

Τα Κράτη-Μέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης, τα λοιπά Κράτη και τα µέχρι τούδε Συµβαλλόµενα Μέρη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Έχοντας κατά νου την Παγκόσµιο ∆ιακήρυξη των Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωµένων Εθνών της 10ης ∆εκεµβρίου 1948 Έχοντας κατά νου τη Σύµβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων και Βασικών (θεµελιωδών) Ελευθεριών της 4ης Νοεµβρίου 1950. Έχοντας κατά νου την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Χάρτα της 18ης Οκτωβρίου 1961 Έχοντας κατά νου τη ∆ιεθνή Σύµβαση για τα Αστικά και Πολιτικά ∆ικαιώµατα και τη ∆ιεθνή Σύµβαση για τα Οικονοµικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά ∆ικαιώµατα της 16ης ∆εκεµβρίου 1966.

Έχοντας κατά νου τη Σύµβαση για την Προστασία του Ατόµου σε σχέση µε την Αυτόµατη Επεξεργασία Προσωπικών ∆εδοµένων της 28ης Ιανουαρίου 1981. Έχοντας επίσης κατά νου τη Σύµβαση για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού της 20ς Νοεµβρίου 1989 Λαµβάνοντας υπόψη ότι ο σκοπός του Συµβουλίου της Ευρώπης είναι η επίτευξη µεγαλύτερης ενότητας µεταξύ των µελών της και ότι µία από τις µεθόδους δια των οποίων πρέπει να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός είναι η διατήρηση και περαιτέρω πραγµάτωση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και θεµελιωδών ελευθεριών. Έχοντας επίγνωση των επιταχυνόµενων εξελίξεων στη Βιολογία και Ιατρική. Πεπεισµένοι για την ανάγκη σεβασµού του ανθρωπίνου όντος τόσο ως ατόµου όσο και ως µέλους του ανθρωπίνου είδους και αναγνωρίζοντας τη σηµασία της εξασφάλισης της αξιοπρέπειας του ανθρωπίνου όντος Έχοντας επίγνωση ότι η κατάχρηση της Βιολογίας και της Ιατρικής ενδέχεται να οδηγήσει σε πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια Επιβεβαιώνοντας ότι η πρόοδος της Βιολογίας και της Ιατρικής πρέπει να χρησιµοποιείται επ’ ωφελεία της παρούσας και των µελλοντικών γενεών Τονίζοντας την ανάγκη διεθνούς συνεργασίας ώστε ολόκληρη η ανθρωπότητα να επωφεληθεί των πλεονεκτηµάτων της Βιολογίας και της Ιατρικής. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη προαγωγής µιας δηµόσιας συζήτησης σχετικά µε τα ερωτήµατα που θέτει η εφαρµογή της Βιολογίας και της Ιατρικής και µε τις απαντήσεις σε αυτά που πρέπει να δοθούν. Επιθυµώντας να υπενθυµίσουν σε όλα τα µέλη της κοινωνίας τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις τους Λαµβάνοντας υπόψη τις σχετικές εργασίες της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, συµπεριλαµβανοµένης της Υπόδειξης 1160 (1991) ως προς την προετοιµασία Σύµβασης για τη Βιοηθική Αποφασίζοντας τη λήψη όλων των αναγκαίων µέτρων για την προάσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεµελιωδών δικαιωµάτων και ελευθεριών του ατόµου σε σχέση µε την εφαρµογή της Βιολογίας και της Ιατρικής. Συνοµολόγησαν τα εξής:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1: Προθέσεις και στόχοι Τα Συµβαλλόµενα Μέρη θα προστατεύουν την αξιοπρέπεια και την ταυτότητα κάθε ανθρωπίνου όντος και θα εγγυώνται το σεβασµό της ακεραιότητας και των λοιπών
2
δικαιωµάτων και θεµελιωδών ελευθεριών κάθε ανθρώπινου όντος, χωρίς διάκριση, σε σχέση µε την εφαρµογή της Βιολογίας και της Ιατρικής. Έκαστο Συµβαλλόµενο Μέρος θα λάβει τα αναγκαία µέτρα στην εσωτερική του νοµοθεσία ώστε να τεθούν εν ισχύι οι διατάξεις της παρούσας Σύµβασης.

Άρθρο 2: Το προβάδισµα του ανθρωπίνου όντος Τα συµφέροντα και η ευηµερία του ανθρώπινου όντος θα υπερισχύουν έναντι µόνου του κοινωνικού συµφέροντος ή της επιστήµης.

Άρθρο 3: Ισότητα ευκαιριών στην περίθαλψη Οι Συµβαλλόµενοι, λαµβάνοντας υπόψη τις ανάγκες για την υγεία, καθώς και τους διαθέσιµους πόρους θα λάβουν τα κατάλληλα µέτρα προκειµένου να παρέχουν ισότητα προσβάσεων στην κατάλληλης ποιότητας περίθαλψη εντός της επικράτειάς τους.

Άρθρο 4: Επαγγελµατικά πρότυπα Κάθε επέµβαση στον τοµέα της υγείας, συµπεριλαµβανοµένης της έρευνας, πρέπει να επιτελείται σύµφωνα µε τις σχετικές επαγγελµατικές υποχρεώσεις και πρότυπα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ: Συναίνεση

Άρθρο 5: Γενικός κανόνας Επέµβαση σε θέµατα υγείας µπορεί να υπάρξει µόνον αφού το ενδιαφερόµενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούµενης σχετικής ενηµέρωσής του. Το πρόσωπο αυτό θα ενηµερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέµβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Το ενδιαφερόµενο πρόσωπο µπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεση του.

Άρθρο 6: Προστασία των προσώπων που βρίσκονται σε αδυναµία να συναινέσουν

1. Κατά τα άρθρα 17 και 20 κατωτέρω, επέµβαση δύναται να διενεργηθεί µόνο επί προσώπου που δεν διαθέτει την ικανότητα να συναινέσει, για άµεσο όφελος του. 2. Στις περιπτώσεις που, σύµφωνα µε το νόµο, ο ανήλικος δεν διαθέτει την ικανότητα να συναινέσει σε επέµβαση, η επέµβαση επιτρέπεται µόνο κατόπιν εξουσιοδότησης του αντιπροσώπού του ή των αρχών ή του προσώπου ή σώµατος που προβλέπεται
3
από το νόµο. Η γνώµη του ανηλίκου θα λαµβάνεται υπόψη σαν αυξανόµενος καθοριστικός παράγοντας σε αναλογία µε την ηλικία και το βαθµό ωριµότητάς του. 3. Σε περιπτώσεις όπου, σύµφωνα µε το νόµο, ο ενήλικος δεν διαθέτει την ικανότητα συναίνεσης σε επέµβαση εξαιτίας διανοητικής αναπηρίας, νόσου ή για παρεµφερείς αιτίες, η επέµβαση επιτρέπεται µόνο κατόπιν εξουσιοδότησης του αντιπροσώπου του ή αρχής ή προσώπου η σώµατος που προβλέπεται από τη νοµοθεσία. Το ενδιαφερόµενο άτοµο θα λαµβάνει, στο µέτρο του δυνατού, µέρος στη διαδικασία εξουσιοδότησης. 4. Στον αντιπρόσωπο, την αρχή, το πρόσωπο ή το σώµα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 ανωτέρω, θα παρέχεται, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, η ενηµέρωση που αναφέρεται στο άρθρο 5. 5. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 ανωτέρω δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε προς το συµφέρον του ενδιαφερόµενου προσώπου.

Άρθρο 7: Προστασία των ατόµων που πάσχουν από διανοητική διαταραχή Με την επιφύλαξη των προστατευτικών διατάξεων που ορίζονται από το νόµο, συµπεριλαµβανοµένης της εποπτικής, ελεγκτικής και αναιρετικής διαδικασίας, το πρόσωπο που πάσχει από διανοητική διαταραχή σοβαράς µορφής δύναται να υποβληθεί, χωρίς τη συγκατάθεση του, σε επέµβαση που αποσκοπεί στη θεραπεία της διανοητικής του διαταραχής, µόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, χωρίς αυτή τη θεραπεία, είναι πιθανόν να ανακύψει σοβαρή βλάβη της υγείας του.

Άρθρο 8: Επείγουσες καταστάσεις Όταν λόγω του επείγοντος της κατάστασης δεν δύναται να ληφθεί η δέουσα συναίνεση, επιτρέπεται να επιτελείται άµεσα κάθε ιατρικώς αναγκαία επέµβαση προς όφελος της υγείας του ενδιαφερόµενου ατόµου.

Άρθρο 9: Επιθυµίες εκφρασθείσες εκ των προτέρων Οι προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυµίες του ασθενούς σχετικά µε ιατρική επέµβαση θα λαµβάνονται υπόψη, προκειµένου για ασθενή, ο οποίος, κατά το χρόνο της επέµβασης, δεν είναι σε θέση να εκφράσει τις επιθυµίες του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ: Προσωπική ζωή και δικαίωµα στην ενηµέρωση

Άρθρο 10: Προσωπική ζωή και δικαίωµα στην ενηµέρωση 1. Όλοι έχουν το δικαίωµα σεβασµού της προσωπική τους ζωής σε σχέση µ ε την πληροφόρηση για την κατάσταση της υγείας τους.
4
2. Όλοι δικαιούνται να λαµβάνουν γνώση κάθε πληροφορίας σχετικής µ ε την κατάσταση της υγείας τους. Θα είναι σεβαστές, ωστόσο, οι επιθυµίες των ατόµων που επιλέγουν να µην ενηµερώνονται σχετικά. 3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι δυνατή η επιβολή περιορισµών από το νόµο στην άσκηση των δικαιωµάτων που αναφέρονται στην παρ. 2 προς το συµφέρον του ασθενούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV: Ανθρώπινο γονιδίωµα

Άρθρο 11: Απαγόρευση διακρίσεων Απαγορεύεται κάθε µορφής διάκριση εις βάρος προσώπου επί τη βάσει του γενετικού κληρονοµικού υλικού του.

Άρθρο 12: Γενετικές εξετάσεις που έχουν τη δυνατότητα πρόβλεψης Εξετάσεις που προβλέπουν την εµφάνιση γενετικών νόσων ή που χρησιµοποιούνται είτε για την αναγνώριση του υποκειµένου ως φορέα γονιδίου υπεύθυνου για νόσο είτε για την ανίχνευση γενετικής προδιάθεσης ή δεκτικότητας για νόσο, επιτρέπεται να διενεργούνται µόνο για λόγους υγείας ή για επιστηµονική έρευνα που σχετίζεται µε λόγους υγείας, και υπό την προϋπόθεση της κατάλληλης γενετικής συµβουλευτικής.

Άρθρο 13: Επεµβάσεις στο ανθρώπινο γονιδίωµα Κάθε επέµβαση που αποσκοπεί στην τροποποίηση του ανθρώπινου γονιδιώµατος είναι επιτρεπτή µόνο για προληπτικούς. διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς και µόνον εφόσον δεν αποσκοπεί στο να εισαγάγει οποιαδήποτε τροποποίηση στο γονιδίωµα τυχόν απογόνων.

Άρθρο 14: Απαγόρευση επιλογής του φύλου Η χρήση τεχνικών της ιατρικώς υποβοηθούµενης τεκνοποίησης δεν είναι επιτρεπτή εφόσον αποσκοπεί στην προεπιλογή του φύλου του παιδιού, µε εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να αποφευχθεί σοβαρά κληρονοµική νόσος που σχετίζεται µε το φύλο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V: Επιστηµονική έρευνα

Άρθρο 15: Γενικός κανόνας Η επιστηµονική έρευνα στο πεδίο της Βιολογίας και της Ιατρικής διεξάγεται ελεύθερα, σύµφωνα µ ε τις διατάξεις της παρούσας Σύµβασης και τις λοιπές νοµικές διατάξεις που διασφαλίζουν την προστασία του ανθρωπίνου όντος.
5

Άρθρο 16: Προστασία των προσώπων στα οποία διενεργείται η έρευνα Επιτρέπεται η διενέργεια έρευνας επί προσώπου µόνον εφόσον συντρέχουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (i) ∆εν υπάρχει εναλλακτική λύση συγκρίσιµης αποτελεσµατικότητας έναντι της έρευνας επί ανθρώπων. (ii) Οι ενδεχόµενοι κίνδυνοι στους οποίους θα εκτεθεί το πρόσωπο δεν είναι δυσανάλογοι προς τα πιθανά οφέλη από την έρευνα. (iii) Το ερευνητικό πρόγραµµα έχει εγκριθεί από το αρµόδιο σώµα µετά από ανεξάρτητη αξιολόγηση της επιστηµονικής αξίας του, συµπεριλαµβανοµένης της εκτίµησης της σηµασίας του ερευνητικού σκοπού και της µελέτης, από οµάδες ιατρών ποικίλων ειδικοτήτων, του κατά πόσον αυτό είναι ηθικώς παραδεκτό. (iv) Τα πρόσωπα στα οποία διενεργείται η έρευνα έχουν ενηµερωθεί για τα δικαιώµατα και τις διασφαλίσεις που ορίζει ο νόµος για την προστασία τους. (v) Η αναγκαία συναίνεση που προβλέπεται από το άρθρο 5 έχει δοθεί ρητά, ειδικά και είναι τεκµηριωµένη. Η συναίνεση αυτή δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε.

Άρθρο 17: Προστασία των προσώπων που αδυνατούν να συγκατατεθούν στη διενέργεια έρευνας

1. Επιτρέπεται να διενεργηθεί έρευνα σε πρόσωπο που δεν διαθέτει την ικανότητα συναίνεσης όπως ορίζεται στο άρθρο 5, µόνον εφόσον συντρέχουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (i) Πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16, υποπαράγραφοι i έως iv. (ii) Τα αποτελέσµατα της έρευνας έχουν τη δυνατότητα να παραγάγουν πραγµατικό και άµεσο όφελος για την υγεία του. (iii) ∆εν είναι εφικτή η διενέργεια έρευνας συγκρίσιµης αποτελεσµατικότητας σε άτοµα που διαθέτουν την ικανότητα συναίνεσης. (iv) Η αναγκαία εξουσιοδότηση που προβλέπεται από το άρθρο 6 έχει δοθεί κατηγορηµατικώς και γραπτώς και (v) Το ενδιαφερόµενο πρόσωπο δεν αντιτίθεται.

2. Εξαιρετικώς και κατά τις προστατευτικές διατάξεις που ορίζει η νοµοθεσία, στις περιπτώσεις που η έρευνα δεν έχει τη δυνατότητα να παραγάγει αποτελέσµατα άµεσης ωφέλειας για την υγεία του ενδιαφερόµενου προσώπου, δύναται να επιτραπεί
6
αυτή η έρευνα υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ. 1, υποπαράγραφοι i, iii, iv και v ανωτέρω, καθώς και στις ακόλουθες πρόσθετες διατάξεις: (i) Η έρευνα σκοπό έχει να συµβάλλει, µέσω της σηµαντικής βελτίωσης της επιστηµονικής κατανόησης της πάθησης, νόσου ή διαταραχής του ασθενούς, στην τελική επίτευξη αποτελεσµάτων ικανών να επιφέρουν όφελος στο ενδιαφερόµενο πρόσωπο ή σε άλλα πρόσωπα της αυτής ηλικιακής κατηγορίας ή πάσχοντα από την αυτή νόσο ή διαταραχή ή έχοντα την αυτή πάθηση. (ii) Η έρευνα συνεπάγεται ελάχιστο µόνο κίνδυνο και ελάχιστη επιβάρυνση για το ενδιαφερόµενο πρόσωπο.

Άρθρο 18: Έρευνα σε έµβρυα in vitro 1. Στις περιπτώσεις που ο νόµος επιτρέπει την έρευνα σε έµβρυα in vitro, θα εξασφαλίσει την επαρκή προστασία του εµβρύου. 2. Απαγορεύεται η δηµιουργία ανθρωπίνων εµβρύων για ερευνητικούς σκοπούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Ι: Αφαίρεση οργάνων και ιστών από ζώντες δότες µ ε σκοπό τη µεταµόσχευση

Άρθρο 19: Γενικός κανόνας 1. Η αφαίρεση οργάνων ή ιστών από ζώντα πρόσωπα µ ε σκοπό τη µεταµόσχευση δύναται να διενεργείται αποκλειστικά προς το θεραπευτικό όφελος του λήπτη και στις περιπτώσεις που δεν διατίθενται κατάλληλα όργανα ή ιστοί από αποβιώσαντα πρόσωπα και δεν υφίσταται καµία άλλη εναλλακτική θεραπευτική µέθοδος συγκρίσιµης αποτελεσµατικότητας. 2. Η αναγκαία συναίνεση που προβλέπεται από το άρθρο 5 πρέπει να έχει δοθεί ρητώς και κατηγορηµατικώς είτε σε γραπτή µορφή ή ενώπιον επίσηµου σώµατος.

Άρθρο 20: Προστασία των προσώπων που αδυνατούν να συναινέσουν στην αφαίρεση οργάνου 1. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αφαίρεση οργάνου ή ιστού από πρόσωπο που δεν διαθέτει την ικανότητα συναίνεσης κατά το άρθρο 5. 2. Εξαιρετικώς και κατά τις προστατευτικές διατάξεις που ορίζει ο νόµος, δύναται να επιτραπεί η αφαίρεση αναπλαστικού ιστού από πρόσωπο που δεν διαθέτει την ικανότητα συναίνεσης, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (i) ∆εν υπάρχει διαθέσιµος συµβατός δότης που διαθέτει την ικανότητα συναίνεσης. (ii) Ο λήπτης είναι αδελφός ή αδελφή του δότη.
7
(iii) Η δωρεά πρέπει να έχει τη δυνατότητα να είναι σωτήριο για τη ζωή του λήπτη. (iv) Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 6 έχει δοθεί ειδικώς και γραπτώς, σύµφωνα µ ε το νόµο και µ ε την έγκριση του αρµόδιου σώµατος. (v) ∆εν αντιτίθεται ο πιθανός ενδιαφερόµενος δωρητής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII: Απαγόρευση οικονοµικού οφέλους και διάθεση τµήµατος του ανθρωπίνου σώµατος

Άρθρο 21: Απαγόρευση οικονοµικού οφέλους Το ανθρώπινο σώµα και τα τµήµατά του δεν αποτελούν, ως τέτοια, πηγή οικονοµικού οφέλους.

Άρθρο 22: ∆ιάθεση αφαιρεθέντος τµήµατος του ανθρωπίνου σώµατος Όταν κατά τη διάρκεια επέµβασης αφαιρείται οποιοδήποτε τµήµα του ανθρώπινου σώµατος, επιτρέπεται η αποθήκευση και χρησιµοποίησή του για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους αφαιρέθηκε, µόνον εφόσον αυτό γίνεται σύµφωνα µε τις διαδικασίες που αφορούν στην πρέπουσα ενηµέρωση και συναίνεση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIΙΙ: Παραβιάσεις των διατάξεων της Σύµβασης

Άρθρο 23: Παραβιάσεις δικαιωµάτων ή αρχών Οι Συµβαλλόµενοι θα παρέχουν αποτελεσµατική νόµιµη προστασία για να αποτρέψουν ή θέσουν τέλος σε παράνοµη παραβίαση των δικαιωµάτων και αρχών που εκτίθενται στην παρούσα Σύµβαση σε πολύ σύντοµη προθεσµία.

Άρθρο 24: Αποζηµίωση για απρόκλητο βλάβη Το πρόσωπο που έχει υποστεί απρόκλητο βλάβη σύµφωνα µ ε τις προϋποθέσεις και διαδικασίες που ο νόµος ορίζει.

Άρθρο 25: Κυρώσεις Οι Συµβαλλόµενοι θα µεριµνήσουν για την εφαρµογή αποτελεσµατικών κυρώσεων σε περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων της παρούσας Σύµβασης.

8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΧ: Σχέση µεταξύ της παρούσας Σύµβασης και λοιπών διατάξεων

Άρθρο 26: Περιορισµοί άσκησης δικαιωµάτων 1. ∆εν τίθενται περιορισµοί στην άσκηση των δικαιωµάτων και προστατευτικών διατάξεων της παρούσας Σύµβασης πλην όσων ορίζονται δια νόµου και είναι αναγκαίοι σε µια δηµοκρατική κοινωνία προς το συµφέρον της δηµόσιας ασφάλειας, την πρόληψη του εγκλήµατος, την προστασία της δηµόσιας υγείας ή την προστασία των δικαιωµάτων και ελευθεριών των άλλων. 2. Οι κατά την προηγούµενη παράγραφο περιορισµοί δύνανται να µην εφαρµόζονται ως προς τα άρθρα 11, 13, 14, 16, 17, 19, 20 και 21.

Άρθρο 27: Ευρύτερη προστασία Ουδεµία από τις διατάξεις της παρούσας Σύµβασης θα ερµηνεύεται ως περιοριστική ή κατ’ άλλον τρόπο θίγουσα τη δυνατότητα ενός των Συµβαλλοµένων να εφαρµόσει ευρύτερα µέτρα προστασίας από αυτά που συνοµολογούνται µε την παρούσα Σύµβαση όσον αφορά στην εφαρµογή της Βιολογίας και της Ιατρικής. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ: ∆ηµόσια συζήτηση

Άρθρο 28: ∆ηµόσια συζήτηση Οι Συµβαλλόµενοι θα µεριµνήσουν ώστε τα θεµελιώδη ερωτήµατα που εγείρονται από την εξέλιξη της βιολογίας και της Ιατρικής να καταστούν αντικείµενο κατάλληλης δηµόσιας συζήτησης υπό το φως, ιδίως, των σχετικών ιατρικών, κοινωνικών, Οικονοµικών, δεοντολογικών και νοµικών επιπτώσεων, καθώς και ότι οι πιθανές εφαρµογές τους θα καταστούν αντικείµενο κατάλληλων διαβουλεύσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ: Ερµηνεία και παρακολούθηση της Σύµβασης

Άρθρο 29: Ερµηνεία της Σύµβασης Το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο Ανθρώπινων ∆ικαιωµάτων δύναται να εκφέρει, χωρίς άµεση µνεία σε οποιεσδήποτε συγκεκριµένες εκκρεµούσες δικαστικές ενέργειες, συµβουλευτικές γνώµες επί νοµικών θεµάτων που αφορούν στην ερµηνεία της παρούσας Σύµβασης τη αιτήσει των: – της Κυβέρνησης ενός των Συµβαλλοµένων. κατόπιν σχετικής ενηµέρωσης των λοιπών Συµβαλλοµένων.
9
– της Επιτροπής που συγκροτείται µ ε βάση το άρθρο 32, µε αριθµό µελών που περιορίζεται στους Αντιπροσώπους των Συµβαλλοµένων της παρούσας Σύµβασης, βάσει απόφασης που υιοθετείται από την πλειοψηφία των δύο τρίτων.

Άρθρο 30: Έκθεση περί εφαρµογής της Σύµβασης Με τη λήψη της αίτησης από το Γενικό Γραµµατέα του Συµβουλίου της Ευρώπης. κάθε Συµβαλλόµενος θα παρέχει εξήγηση του τρόπου µε τον οποίο η εσωτερική νοµοθεσία του διασφαλίζει την αποτελεσµατική εφαρµογή κάθε διάταξης της Σύµβασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙ: Πρωτόκολλα

Άρθρο 31: Πρωτόκολλα Επιτρέπεται η σύναψη Πρωτοκόλλων κατά το άρθρο 2, µε σκοπό την ανάπτυξη, σε συγκεκριµένους τοµείς, των αρχών που περιέχονται στην παρούσα Σύµβαση. Τα Πρωτόκολλα θα είναι ανοιχτά προς υπογραφή από τους/ υπογράφοντες τη Σύµβαση. Θα υπόκεινται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Οι υπογράφοντες δεν δύνανται να επικυρώσουν, αποδεχθούν ή εγκρίνουν Πρωτόκολλα χωρίς προηγούµενη ή ταυτόχρονη επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση της Σύµβασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΙΙ: Τροποποιήσεις της Σύµβασης

Άρθρο 32: Τροποποιήσεις της Σύµβασης 1. Τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 29 θα επιτελούνται από την Οργανωτική Επιτροπή για τη Βιοηθική (CDΒΙ) ή από οποιαδήποτε άλλη επιτροπή προς τούτο ορισθείσα από την Επιτροπή των Υπουργών. 2. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του άρθρου 29, έκαστο κράτος-µέλος του Συµβουλίου της Ευρώπης, καθώς και έκαστο Συµβαλλόµενο Μέρος που δεν αποτελεί µέλος του Συµβουλίου της Ευρώπης, δύναται να αντιπροσωπεύεται και να διαθέτει µία ψήφο στην Επιτροπή, όταν η Επιτροπή επιτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί από την παρούσα Σύµβαση. 3. Κάθε κράτος που αναφέρεται στο άρθρο 33 ή που καλείται να προσχωρήσει στη Σύµβαση σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 34, το οποίο δεν είναι Συµβαλλόµενο στην παρούσα Σύµβαση, δύναται να αντιπροσωπεύεται στην Επιτροπή µ ε παρατηρητή. Αν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είναι Συµβαλλόµενο Μέρος, δύναται να αντιπροσωπεύεται στην Επιτροπή από παρατηρητή.
10
4. Προκειµένου να παρακολουθούνται οι επιστηµονικές εξελίξεις, η παρούσα Σύµβαση θα εξετασθεί εντός της Επιτροπής το αργότερο εντός πενταετίας από την ηµεροµηνία που τίθεται εν ισχύι και µετά ταύτα ανά διαστήµατα που ήθελε ορίσει η Επιτροπή. 5. Κάθε πρόταση για τροποποίηση της παρούσας Σύµβασης και κάθε πρόταση για σύναψη Πρωτοκόλλου ή για τροποποίηση Πρωτοκόλλου, που γίνεται από Συµβαλλόµενο Μέρος, την Επιτροπή ή την Επιτροπή των Υπουργών, θα µεταβιβάζεται στο Γενικό Γραµµατέα του Συµβουλίου της Ευρώπης και θα προωθείται από αυτόν στα κράτη-µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης, στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, σε κάθε υπογράφοντα, Συµβαλλόµενο Μέρος, σε κάθε κράτος που καλείται να υπογράψει την παρούσα Σύµβαση σύµφωνα µε το άρθρο 33 και σε κάθε κράτος που καλείται να προσχωρήσει στην παρούσα σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 34. 6. Η Επιτροπή θα εξετάζει την πρόταση όχι νωρίτερα από δύο µήνες αφότου έχει προωθηθεί από το Γενικό Γραµµατέα σύµφωνα µε την παράγραφο 5. Η Επιτροπή θα υποβάλλει το υιοθετηθέν µ ε βάση την πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψήφων κείµενο στην Επιτροπή των Υπουργών προς έγκριση. Μετά την έγκριση του, το κείµενο θα προωθείται στα Συµβαλλόµενα Μέρη προς επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. 7. Κάθε τροποποίηση θα τίθεται εν ισχύι, όσον αφορά στους Συµβαλλοµένους που την έχουν αποδεχθεί, κατά την πρώτη ηµέρα του µηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου ενός µηνός από της ηµεροµηνίας κατά την οποία πέντε Συµβαλλόµενα Μέρη, συµπεριλαµβανοµένων τουλάχιστον τεσσάρων κρατών-µελών του Συµβουλίου της Ευρώπης, έχουν γνωστοποιήσει ότι την αποδέχονται στο Γενικό Γραµµατέα. Όσον αφορά σε κάθε Συµβαλλόµενο Μέρος που την αποδέχεται ακολούθως, η τροποποίηση θα τίθεται εν ισχύι κατά την πρώτη ηµέρα του µηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου ενός µηνός από της ηµεροµηνίας κατά την οποία ο Συµβαλλόµενος έχει γνωστοποιήσει στο Γενικό Γραµµατέα σχετικά µε την αποδοχή της εκ µέρους του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙV: Τελικοί όροι

Άρθρο 33: Υπογραφή, επικύρωση και έναρξη ισχύος 1. Η παρούσα Σύµβαση θα είναι ανοικτή προς υπογραφή για τα κράτη-µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης, τα κράτη µ η-µέλη που έχουν συµµετάσχει στην επεξεργασία της και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
11
2. Η παρούσα Σύµβαση υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα επίσηµα νοµικά έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατίθενται στο Γενικό Γραµµατέα του Συµβουλίου της Ευρώπης. 3. Η παρούσα Σύµβαση θα τεθεί εν ισχύι κατά την πρώτη ηµέρα του µηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών µηνών από της ηµεροµηνίας κατά την οποία πέντε κράτη, συµπεριλαµβανοµένων τουλάχιστον τεσσάρων κρατών-µελών του Συµβουλίου της Ευρώπης, έχουν εκφράσει τη συναίνεσή τους να δεσµευθούν µε τη Σύµβαση, σύµφωνα µε ης διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. 4. Όσον αφορά σε κάθε υπογράφοντα που ακολούθως εκφράζει τη συναίνεσή του να δεσµευθεί µε αυτή, η Σύµβαση θα τεθεί εν ισχύι κατά την πρώτη ηµέρα του µηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών µηνών από της ηµεροµηνίας κατάθεσης του νοµικού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης.

Άρθρο 34: Κράτη µη-µέλη 1. Μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύµβασης, η Επιτροπή των Υπουργών του Συµβουλίου της Ευρώπης δύναται, κατόπιν ανταλλαγής απόψεων µεταξύ των Συµβαλλοµένων, να καλέσει οποιοδήποτε άλλο κράτος µη-µέλος του Συµβουλίου της Ευρώπης να προσχωρήσει στην παρούσα Σύµβαση µε απόφαση που λαµβάνεται από την πλειοψηφία, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 20, υποπαράγραφος d, του Καταστατικού του Συµβουλίου της Ευρώπης, καθώς και µε την οµόφωνη ψήφο των αντιπροσώπων των Συµβαλλόµενων Κρατών που δικαιούνται να είναι µέλη της Επιτροπής των Υπουργών. 2. Προκειµένου περί οποιουδήποτε προσχωρούντος κράτους, η Σύµβαση θα τεθεί εν ισχύι κατά την πρώτη ηµέρα του µηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών µηνών από της ηµεροµηνίας κατάθεσης των επίσηµων νοµικών εγγράφων προσχώρησης στο Γενικό Γραµµατέα του Συµβουλίου της Ευρώπης.

Άρθρο 35: Επικράτειες 1. Κάθε υπογράφων δύναται, κατά το χρόνο της υπογραφής ή κατά την κατάθεση των επίσηµων νοµικών του εγγράφων επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, να προσδιορίζει την ή τις επικράτειες σης οποίες θα ισχύει η παρούσα Σύµβαση. Κάθε έτερο κράτος δύναται να διατυπώνει την αυτή δήλωση κατά την κατάθεση των επίσηµων νοµικών του εγγράφων προσχώρησης. 2. Κάθε Συµβαλλόµενος δύναται, σε οποιαδήποτε µεταγενέστερη ηµεροµηνία, µε δήλωσή του στο Γενικό Γραµµατέα του Συµβουλίου της Ευρώπης, να επεκτείνει την εφαρµογή της παρούσας Σύµβασης σε οποιαδήποτε άλλη επικράτεια που προσδιορίζεται στη δήλωση και για της οποίας τις διεθνείς σχέσεις είναι υπεύθυνος ή
12
για λογαριασµό της οποίας είναι εξουσιοδοτηµένος να παρέχει εγγυήσεις. Όσον αφορά σε µία τέτοια επικράτεια, η Σύµβαση θα τίθεται εν ισχύι κατά την πρώτη ηµέρα του µηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών µηνών από της ηµεροµηνίας υποβολής αυτής της δήλωσης στο Γενικό Γραµµατέα. 3. Κάθε δήλωση, που γίνεται κατά τις δύο προγενέστερες παραγράφους και αφορά σε κάθε προσδιοριζόµενη στη δήλωση επικράτεια, δύναται να αποσύρεται µ ε κοινοποίηση προς το Γενικό Γραµµατέα. Η απόσυρση θα τίθεται εν ισχύι κατά την πρώτη ηµέρα του µηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών µηνών από της υποβολής αυτής της κοινοποίησης στο Γενικό Γραµµατέα.

Άρθρο 36: Επιφυλάξεις 1. Κάθε κράτος και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δύναται, κατά την υπογραφή της παρούσας Σύµβασης ή κατά την κατάθεση των επίσηµων νοµικών του εγγράφων επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης να διατυπώσει επιφύλαξη σε σχέση µε οποιαδήποτε συγκεκριµένη διάταξη της Σύµβασης στο µέτρο που κάθε νοµοθεσία τότε ισχύουσα στην επικράτειά του δεν είναι σύµφωνη µ ε τη διάταξη. ∆εν θα επιτρέπονται επιφυλάξεις γενικού χαρακτήρα κατά το παρόν άρθρο. 2. Κάθε επιφύλαξη που διατυπώνεται κατά το παρόν άρθρο θα περιέχει σύντοµη αναφορά της σχετικής νοµοθεσίας. 3. Κάθε Συµβαλλόµενος που επεκτείνει την εφαρµογή της παρούσας Σύµβασης σε επικράτεια που αναφέρεται στη σχετική µ ε το άρθρο 35, παράγραφος 2 δήλωση δύναται, σε σχέση µε την εν λόγω επικράτεια, να διατυπώσει επιφύλαξη σύµφωνα µε τις διατάξεις των προηγούµενων παραγράφων. 4. Κάθε Συµβαλλόµενος που έχει διατυπώσει την αναφερόµενη στο παρόν άρθρο επιφύλαξη δύναται να την αποσύρει µ ε δήλωσή του στο Γενικό Γραµµατέα του Συµβουλίου της Ευρώπης. Η απόσυρση της επιφύλαξης θα τίθεται εν ισχύ κατά την πρώτη ηµέρα του µηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου ενός µηνός από της ηµεροµηνίας υποβολής της στο Γενικό Γραµµατέα.

Άρθρο 37: Καταγγελία 1. Κάθε Συµβαλλόµενος δύναται οποτεδήποτε να καταγγείλει την παρούσα Σύµβαση µε κοινοποίησή του προς το Γενικό Γραµµατέα του Συµβουλίου της Ευρώπης. 2. Η καταγγελία αυτή θα έχει έναρξη ισχύος την πρώτη ηµέρα του µηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών µηνών από της υποβολής της κοινοποίησης στο Γενικό Γραµµατέα.

13
14
Άρθρο 38: Κοινοποιήσεις Ο Γενικός Γραµµατέας του Συµβουλίου της Ευρώπης θα ενηµερώνει τα κράτη-µέλη του Συµβουλίου, την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, κάθε υπογράφοντα, κάθε Συµβαλλόµενο και κάθε έτερο κράτος που έχει κληθεί να προσχωρήσει στην παρούσα Σύµβαση, σχετικά µε: α. κάθε υπογραφή β. την κατάθεση κάθε επίσηµου νοµικού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης γ. κάθε ηµεροµηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Σύµβασης σύµφωνα µε τα άρθρα 33 ή 34 δ. κάθε τροποποίηση ή Πρωτόκολλο που υιοθετούνται σύµφωνα µε το άρθρο 32 και την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος αυτής της τροπολογίας ή του Πρωτοκόλλου ε. κάθε δήλωση που γίνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 35 στ. κάθε επιφύλαξη και απόσυρσή της που διατυπώνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 36. ζ. κάθε άλλη πράξη, κοινοποίηση ή µήνυµα σχετικά µε την παρούσα Σύµβαση. Εις πίστωση των οποίων οι κάτωθι, έχοντας τη νόµιµη προς τούτο εξουσιοδότηση, υπέγραψαν την παρούσα Σύµβαση.

Έγινε στο Οβιέδο (Αστούριας), σήµερα 4 η Απριλίου 1997, στην αγγλική και γαλλική γλώσσα, µε εξίσου αυθεντικά αµφότερα τα κείµενα, σε ένα µοναδικό αντίτυπο το οποίο θα κατατεθεί στα Αρχεία του Συµβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραµµατέας του Συµβουλίου της Ευρώπης θα διαβιβάσει επικυρωµένα αντίγραφα σε έκαστο κράτος-µέλος του Συµβουλίου της Ευρώπης, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στα κράτη µ η-µέλη που έχουν συµµετάσχει στην επεξεργασία της παρούσας Σύµβασης και σε κάθε κράτος που καλείται να προσχωρήσει στην παρούσα Σύµβαση.

…………………………………………………………………………………………..

Άρθρο δεύτερο Η ισχύς του παρόντος νόµου αρχίζει από τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύµβασης που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 33 αυτής. Παραγγέλλοµε τη δηµοσίευση του παρόντος στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόµου του Κράτους.

Αθήνα, 15 Ιουνίου 1998

Back To Top