skip to Main Content
Πρόσβαση σε ιατρικό φάκελο ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό προς δικαστική υπεράσπισή του

Η ΑΠΔΠΧ χορήγησε άδεια (7 παρ. 2 του Ν. 2472/1997) σε διαγνωστικό θεραπευτικό κέντρο ως υπεύθυνο επεξεργασίας προκειμένου να διαβιβάσει σε αιτούντα τρίτο ιατρό ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας άλλου προσώπου για δικαστική χρήση. Πιο συγκεκριμένα, ο ενδιαφερόμενος ιατρός ζήτησε στοιχεία του ιατρικού φακέλου του ασθενούς έτσι ώστε να αντικρούσει ενώπιον του δικαστηρίου αγωγή αποζημίωσης εναντίον του. Η Αρχή αποφάσισε την χορήγηση της άδειας αφού προηγουμένως ενημερωθεί και ο ασθενών από το διαγωνιστικό κέντρο (άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997) καθώς ο σκοπός της επεξεργασίας συνάδει με το άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. γ’ του Ν. 2472/1997 ενώ πληρούται και η αρχή της αναλογικότητας κατά το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. β του νόμου, εφόσον τα στοιχεία του ιατρικού φακέλου τυγχάνουν πρόσφορα για την αντίκρουση της αγωγής. Επομένως, η Αρχή προκρίνει τον περιορισμό του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων έναντι της απονομής της δικαιοσύνης.

Δείτε την απόφαση εδώ.

 

Σχολιασμός της απόφασης:

Η συν τω νόμω πρόσβαση του τρίτου σε ευαίσθητα δεδομένα για δικαστική χρήση:

Το πρόβλημα της έκτασης αρμοδιότητας ανάμεσα στις Εισαγγελικές Αρχές και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

Σιουμάλα Ν. Ευαγγελία
Υποψήφια Π.Μ.Σ. Φιλοσοφίας του Δικαίου
Νομική Σχολή Ε.Κ.Π.Α.

Εισαγωγη

Αφορμή για το παρόν σχόλιο αποτελεί η προσφάτως εκδοθείσα υπ’ αριθμόν 37/2017 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα[1] (στο εξής ΑΠΔΠΧ) αλλά και η προ τριετίας γνωμοδότηση του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου υπ’ αριθμόν 4/2014[2], με την οποία και συντηρείται ακόμα θολό το νομικό πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Με την υπ’ αριθμόν 37/2017 απόφαση της, η Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα χορήγησε άδεια σε διαγνωστικό θεραπευτικό κέντρο ως υπεύθυνο επεξεργασίας, ώστε το τελευταίο να παραδώσει έγγραφο που περιέχει ευαίσθητα δεδομένα σε  ενδιαφερόμενο τρίτο για δικαστική χρήση , έπειτα από αίτηση του τελευταίου. Ο ενδιαφερόμενος είναι γιατρός και ζήτησε στοιχεία του ιατρικού φακέλου του ασθενούς έτσι ώστε να αντικρούσει ενώπιον του δικαστηρίου αγωγή αποζημίωσης του ασθενούς εναντίον του. Η ΑΠΔΠΧ εξέτασε την συνδρομή των προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 7 παρ. 2γ) του νόμου 2472/1997 καθώς και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 1β) του ίδιου νόμου. Σε συνέχεια, αποφάσισε τη χορήγηση της άδειας με την παράλληλη γνωστοποίηση στον ενάγοντα ασθενή της επεξεργασίας των δεδομένων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 παρ.3 του ν. 2472/1997. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε και η άδεια χορηγήθηκε στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της ΑΠΔΠΧ όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 19 του νόμου 2472/2017.

Με την υπ’ αριθμόν 4/2014 γνωμοδότηση, ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου απεφάνθη ότι εφόσον έχει προηγηθεί εισαγγελική παραγγελία, οι υπεύθυνοι επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων οφείλουν να επιτρέπουν την πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα, χωρίς να προηγείται άδεια της ΑΠΔΠΧ. Με την ανωτέρω απόφαση της ΑΠΔΠΧ και την εισαγγελική γνωμοδότηση αλλά και με πλήθος αντιφατικών γνωμοδοτήσεων και δικαστικών αποφάσεων, μνεία των οποίων θα γίνει παρακάτω, η σχέση μεταξύ των εισαγγελικών αρχών και των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών αναδεικνύεται επισφαλής. Οι αλληλοσυγκρουόμενες τοποθετήσεις του Αντιεισαγγελέα και της ΑΠΔΠΧ προβληματίζουν και θέτουν σε δοκιμασία το κύρος της ΑΠΔΠΧ ενώ καταδεικνύεται απερίφραστα και το πρόβλημα της πολυνομίας στην ελληνική έννομη τάξη. Γι’ αυτό εξάλλου και το ζήτημα που πραγματεύεται το παρόν, έχει απασχολήσει τόσο την ελληνική δικαστηριακή πρακτική[3] όσο και την ελληνική θεωρία[4].

Μέρος Α: Το πρόβλημα

Ι. Οριοθέτηση του προβλήματος

Το ζήτημα που ερείδεται είναι αφενός μεν η διαφάνεια της κρατικής δράσης συνάμα με το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία όπως τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται στα άρθρα 5Α και 20 του Συντάγματος καθώς και στα λοιπά συναφή νομοθετήματα, αφετέρου δε το αμυντικό δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 9Α του Συντάγματος και καθορίζεται από το νόμο 2742/1997[5]. Στο παρόν, θα εξεταστεί το πρόβλημα των αντιτιθέμενων αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην ΑΠΔΠΧ να εκδίδει άδειες σύμφωνα με το άρθρο 19 του ν.2472/1997 και στο εισαγγελικό σώμα να προβαίνει σε παραγγελίες χορήγησης εγγράφων κατά άρθρο 25 παρ. 4 ν.1756/1988.  Πιο συγκεκριμένα, στο μικροσκόπιο θα τεθεί  η χορήγηση αδειών καθώς και η εισαγγελική παραγγελία επεξεργασίας των ευαίσθητων δεδομένων και όχι των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γενικά. Επιπλέον, η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων ενδιαφέρει όταν πραγματοποιείται έπειτα από αίτηση τρίτου ενδιαφερόμενου, δηλαδή από πρόσωπο διαφορετικό από το υποκείμενο των δεδομένων και τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ήτοι αυτόν που καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασία και πρόσβασης του τρίτου στα δεδομένα για δικαστική χρήση[6],.

ΙΙ. Η πολυνομοθετική πραγματικότητα

Η διάκριση των ευαίσθητων δεδομένων από τα απλά ή άλλως κοινά προσωπικά δεδομένα επιχειρείται καταρχήν στο άρθρο 2 του ν. 2472/1997 αλλά εντοπίζεται επισήμανση της διάκρισης αυτής και σε δικαστικές αποφάσεις[7] αλλά και γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους[8], με σκοπό την προσεκτικότερη νομική αντιμετώπιση των ευαίσθητων δεδομένων. Σύμφωνα με τον ορισμό που τίθεται στο νόμο, τα ευαίσθητα δεδομένα αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. Η σημασία τους καταδεικνύεται με τη θεσπισμένη στο άρθρο 7 του νόμου απαγόρευση επεξεργασίας τους, εκτός και αν συντρέχουν ειδικές εξαιρέσεις και πάντα έπειτα από σχετική άδεια της ΑΠΔΠΧ[9]. Έτσι, η προστασία των ευαίσθητων δεδομένων καθίσταται μεγάλης σημασίας και η ΑΠΔΠΧ αναλαμβάνει το ρόλο να αποφαίνεται ad hoc για τη σκοπιμότητα ή μη της επεξεργασίας τους[10].

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 25 παρ. 4 περ. β΄ του ν.1756/1988, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών

προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του Κ.Π.Δ.

Μέρος Β: Μια προσπάθεια ερμηνείας του νόμου

Ι. Το γράμμα του νόμου

Ακολουθώντας το γράμμα του νόμου, και με δεδομένη την αποστολή του Εισαγγελέα να τηρήσει τη νομιμότητα, να προστατεύσει τον πολίτη και να διαφυλάξει τους κανόνες της δημόσιας τάξης[11], εύλογο είναι να υποστηριχθεί ότι ο Εισαγγελέας δικαιούται και να παραγγέλλει από τη διοίκηση έγγραφα που αφορούν σε ευαίσθητα δεδομένα[12]. Αυτήν την ερμηνευτική κατεύθυνση ακολούθησε και ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου στη γνωμοδότηση 4/2014, διατυπώνοντας ότι οι εισαγγελικές παραγγελίες είναι δικαστικές διατάξεις και δεν υποκαθίστανται από αποφάσεις ανεξάρτητων αρχών. Οι ανεξάρτητες αρχές μάλιστα είναι υποχρεωμένες να τις λαμβάνουν υπόψη και να μην υπερβαίνουν τις αρμοδιότητές τους όπως αυτές προσδιορίζονται ρητώς στους ιδρυτικούς τους νόμους (εν προκειμένω στο νόμο 2472/1997). Υφίσταται, επιπλέον, υποχρέωση των δημοσίων αρχών να συμμορφώνονται με τις εισαγγελικές παραγγελίες, με κίνδυνο της διάπραξης του ποινικού αδικήματος της παράβασης καθήκοντος αν ενεργήσουν διαφορετικά. Την ίδια θέση διατύπωσε και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά στην απόφαση 3575/2013 στην οποία και παραπέμπει η γνωμοδότηση 4/2014.

Μια πιο μετριοπαθής θέση έχει υιοθετηθεί και σε συναφείς γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.  Για παράδειγμα στην υπ’αριθμόν 441/2013 απόφαση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στην αιτιολογική της θέση, η ολομέλεια τάσσεται υπέρ της δεσμευτικότητας της εισαγγελικής παραγγελίας,  την οποία και αντιμετωπίζει ως δικαστική διάταξη[13], ακόμα και αν αυτή αφορά στη χορήγηση εγγράφων που εμπεριέχουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Το όριο όμως που τίθεται, έτσι ώστε να θεωρηθεί δεσμευτική, είναι η παραγγελία του Εισαγγελέα να είναι αιτιολογημένη και να μην αποτελεί απλό διαβιβαστικό της αίτησης του ενδιαφερομένου[14].

ΙΙ. Ο σκοπός του νομοθέτη

Αμφίβολο όμως είναι αν εξάγονται τα ίδια συμπεράσματα όταν αναλογίζεται κανείς το σκοπό που είχε ο αναθεωρητικός του συντάγματος νομοθέτης. Με δεδομένο το γεγονός της διασφάλισης του δικαιώματος για σεβασμό και προστασία της αξίας του προσώπου αλλά και την προστασία της ιδιωτικής ζωής τόσο στο συνταγματικό κείμενο, στο άρθρο 9, καθώς και το γεγονός της κατοχύρωσης της ΑΠΔΠΧ, στο άρθρο 9Α, όσο και στα κοινοτικά και διεθνή κείμενα[15], η ύπαρξη μιας τέτοιας αρχής μπορεί να υποστηριχθεί ότι ανήκει στις γενικές αρχές της προστασίας των προσωπικών δεδομένων[16]. Η σύστασή της και η ενεργός δράση της είναι απαραίτητη για την ορθή διαχείριση των πληροφοριών και τη διαφύλαξη της προστασίας της προσωπικότητας του ατόμου.

Μέρος Γ: Αντιμετώπιση του προβλήματος – Πιθανές αντιρρήσεις

Ι. Η λύση που προτείνεται

Στην αναζήτηση της λύσης για την απόφανση περί της έκτασης της αρμοδιότητας της ΑΠΔΠΧ και των Εισαγγελέων Πρωτοδικών καθώς και της μεταξύ τους σχέσης, είναι ορθότερο να αναζητηθεί ένα επιχείρημα ουσιαστικό. Γι’αυτό το λόγο τονίζεται ξανά η συνεχή μέριμνα του νομοθέτη για την προστασία της προσωπικότητας, η οποία και αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα της επίτευξης ισορροπίας ανάμεσα στην εύρεση της αλήθειας προς τον σκοπό της ορθότερης απονομής δικαιοσύνης – έργο των δικαστικών λειτουργών- και την προστασία της ιδιωτικής ζωής– έργο της ΑΠΔΠΧ.

Το πολύ σοβαρό αυτό ζήτημα της ισορροπίας χρήζει προσεκτικού χειρισμού.  Ο εξειδικευμένος χαρακτήρας του πεδίου των προσωπικών δεδομένων και δη των ευαίσθητων απαιτεί συγκεκριμένη επιστημονική κατάρτιση και ειδικές γνώσεις. Χρειάζεται τη διαρκή επαγρύπνηση μιας Ανεξάρτητης Αρχής που θα επεμβαίνει άμεσα και αποτελεσματικά.To κάθε αίτημα για πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα για δικαστική χρήση πρέπει να κρίνεται ad hoc από μια επιτροπή τα μέλη της οποίας χαίρουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και έχουν εντρυφήσει επισταμένα σε συναφή προβλήματα. Επιπλέον, η απόφαση που εκδίδεται πρέπει να έχει αυξημένο κύρος. Η μετριοπαθής λύση της υποχρέωσης αιτιολογίας του Εισαγγελέα ( σύμφωνα με τη ανωτέρω γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ) όταν διαβιβάζει την αίτηση χορήγησης ευαίσθητων δεδομένων δεν είναι ούτε αυτή επαρκής , ακριβώς λόγω της ανάγκης για έκδοση μιας ad hoc και επιστημονικά προσδιορισμένης απόφασης[17].

 Στις ανωτέρω απαιτήσεις μόνο μια Ανεξάρτητη Αρχή[18], διαπιστευμένη από το συνταγματικό κείμενο μπορεί να αντιμετωπίσει με τη δέσουσα προσοχή τεχνικά ζητήματα αλλά και να ανταποκριθεί και να προσφέρει τα ζητούμενα εχέγγυα προστασίας και σεβασμού των ευαίσθητων δεδομένων. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται εντελώς και η παραγγελία του Εισαγγελέα για πρόσβαση σε ιατρικά δεδομένα αλλά πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Η ΑΠΔΠΧ θα οφείλει να αιτιολογεί επαρκώς τυχόν άρνησή της. Σε κάθε περίπτωση πάντως, και για λόγους ασφάλειας και ενότητας του δικαίου πρέπει η ΑΠΔΠΧ να κηρυχθεί εκ του νόμου ειδικώς αρμόδια στην έκδοση αποφάσεων για χορήγηση αδειών πρόσβασης σε ευαίσθητα δεδομένα. Υφίσταται λοιπόν ανάγκη για νομοθετική ρύθμιση.

Επικουρικά της νομοθετικής ρύθμισης, σημαντική πρόοδος στην προστασία των ευαίσθητων δεδομένων θα επιτευχθεί και με κατάλληλη εκπαίδευση των υπεύθυνων επεξεργασίας (σύμφωνα με τον ορισμό του νόμου 2472/1997), όπως και των δικαστικών λειτουργών επί τούτου έτσι ώστε να ζητείται πάντοτε η προβλεπόμενη άδεια της ΑΠΔΠΧ[19]. Με αυτόν τον τρόπο προοδευτικά θα εκλείψει εντελώς ο κίνδυνος της χορήγησης ευαίσθητων δεδομένων παρανόμως και συνακόλουθα και η προσβολή της προσωπικότητας ενός.

Κατά την αναζήτηση της λύσης στο παρόν δεν κρίνεται σκόπιμη η θεμελίωση ενός επιχειρήματος διαδικαστικού που θα εξάγει συμπέρασμα από την ιεραρχία ανάμεσα στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές και τις Εισαγγελικές[20]. Ακριβώς η ύπαρξη πληθώρας νομοθετικών ρυθμίσεων χωρίς να υπάρχει ρητή εκ του νόμου χορήγηση αρμοδιότητας, είναι που δημιουργεί το πρόβλημα του θολού νομικού τοπίου. Λύση συνιστά η ρητώς εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη και όχι η «λογικώς» προσήκουσα ερμηνεία.

ΙΙ. Η αντίρρηση στην προτεινόμενη λύση

Μια εύλογη και ενστικτώδης αντίρρηση στο να δοθεί πλήρης αρμοδιότητα στην ΑΠΔΠΧ ώστε αυτή να αποφαίνεται σε τελική κρίση για τη χορήγηση άδειας επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, ως ειδικώς αρμόδια και υπερισχύουσα του Εισαγγελέα, είναι ότι έτσι θα παρακωλύεται το έργο των Εισαγγελικών αρχών στην  εύρεση της αλήθειας και την απονομή της δικαιοσύνης[21]. Μια τέτοια αντίρρηση όμως, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί άστοχη.  Ήδη στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2472/1997 στο άρθρο 3 παρ 2β) όπως αυτό καθορίστηκε και με την τελευταία τροποποίησή του (ν. 3625/2007 άρθρο 8) και σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ 2 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ[22] καθίσταται σαφές ότι στα πλαίσια της ποινικής δίκης τα ζητούμενα έγγραφα δεν συνιστούν ευαίσθητα δεδομένα, ούτε καν προσωπικά δεδομένα, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η πρόσβαση σε αυτά οπωσδήποτε έπειτα από εισαγγελική παραγγελία[23]. Επιπλέον, και σε κάθε περίπτωση οι διατάξεις του νόμου 2472/1997 δεν έχουν εφαρμογή στα πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης σχετικά με τη βεβαίωση εγκλημάτων που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο.

Δεν τίθεται με άλλα λόγια κανένα εμπόδιο στο έργο του Eισαγγελέα και στην εκτέλεση των καθηκόντων του ούτε βέβαια και στη δίκαιη διεξαγωγή της δίκης. Εξάλλου η σκοπιμότητα των ρυθμίσεων για τα προσωπικά δεδομένα δεν είναι άλλη παρα η ορθή και δίκαιη για τα υποκείμενα επεξεργασία των δεδομένων τους. Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται και σε αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις της ΑΠΔΠΧ[24]

Επιπλέον, σύμφωνα και με τη γνωμοδότηση ΕισΑΠ 15/2007 όταν τα προσωπικά δεδομένα έχουν προσκομισθεί σε δικαστική ή άλλη αρχή και ευρίσκονται στο φάκελο της δικογραφίας, ή αποτελούν μέρος προανακριτικού ή ανακριτικού υλικού η ΑΠΔΠΧ δεν έχει αρμοδιότητα γιατί ο φάκελος της δικογραφίας εκκρεμούς δίκης καθώς και  το ανακριτικό/προανακριτικό υλικό, δεν αποτελεί αρχείο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997. Επομένως ούτε σε αυτήν την περίπτωση υφίσταται κώλυμα του Εισαγγελέα στην διεκπεραίωση του έργου του.

Τέλος, σε ειδικές περιπτώσεις προβλέπεται ρητώς και η άρση απορρήτων αρχείων, προς χάριν της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης απονομής της δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, προβλέπεται άρση του απορρήτου με ειδικές διατάξεις, όπως είναι η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις των ασθενών με σχιζοφρένεια[25].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ενόψει των ανωτέρω προεκτεθέντων, το νομικό τοπίο διαφαίνεται θολό και η σύγκρουση ανάμεσα στην αρμοδιότητα των εισαγγελικών αρχών και τις αρμοδιότητες της ΑΠΔΠΧ ως προς τη χορήγηση αδειών, αναδεικνύεται καίρια  και δεν επιλύεται ρητώς νομοθετικά. Είναι ανεπίτρεπτο να τίθεται επανηλλειμένα σε δοκιμασία -συν τοις άλλοις και για λόγους αξιοπιστίας του δικαίου- η συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Το πρόβλημα είναι έντονο και η προστασία αναγκαία. Ως ορθότερη λύση προκρίνεται η νομοθετική αλλαγή με τη ρητή κήρυξη της ΑΠΔΠΧ ως τη μόνη αρμόδια να εκδίδει άδειες για χορήγηση ευαίσθητων δεδομένων σε τρίτους για δικαστική χρήση. Σε περίπτωση δε που η ΑΠΔΠΧ διαφωνεί με τη χορήγηση ευαίσθητων δεδομένων που παραγγέλλει ο Εισαγγελέας να οφείλει να αιτιολογεί τη θέση της επαρκώς. Σε κάθε περίπτωση πάντως θα είναι επιφορτισμένη η ίδια με την έκδοση απόφασης[26]. Συμπληρωματικά της νομοθετικής αλλαγής προτείνεται και η σύγχρονη επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών και των πανταχού υπευθύνων επεξεργασίας πάνω στο ζήτημα των προσωπικών δεδομένων.

 

“Οι πολλοί νόμοι σε μια χώρα είναι, όπως και οι πολλοί γιατροί, στοιχείο αδυναμίας και αρρώστιας.”

Voltaire

 

[1]Οι μνημονευόμενες αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ ανευρίσκονται στο www.dpa.gr.

[2]Καθώς και συναφείς προγενέστερες αυτής υπ’αριθμόν ΓνωμΕισΑΠ 1/2005· ΕγκΕισΑΠ 6/2006.

[3]Ενδεικτικά αναφέρονται οι ΑΠΔΠΧ 23/2017· ΑΠΔΠΧ 29/2017· ΑΠΔΠΧ 110/2016· ΑΠΔΠΧ 181/2014.

[4] Αντί άλλων, Σπ.Βλαχόπουλος, Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία των προσωπικών δεδομένων, εκδ. Σάκκουλα, 2007, passim· Εμμ. Λασκαρίδης, Το κλειδί της πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα: Εισαγγελική παραγγελία ή άδεια Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα; ΔιΜΕΕ 3/2012 σ. 314- 324· Χαρ.Λάτσιου, Εισαγγελική παραγγελία και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων υγείας με αφορμή τη γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα ΑΠ 4/2014 – Το μήλον της έριδος ΕφημΔΔ – 4/2014 σ. 469-477.

[5]Έτσι και σε γνωμοδότηση ΝΣΚ 96/2008· ΟλΝΣΚ 209/2005.

[6]Βλ. άρθρο 2 του ν. 2472/1997 τους ορισμούς του νόμου 2472/1997 για ευαίσθητα δεδομένα, υπεύθυνο επεξεργασίας, τρίτος, επεξεργασία.

[7]ΠΠρΘΕΣΣ 21063/2014 όπου αναφέρεται σε ευαίσθητα και προσωπικά δεδομένα.

[8]Ενδεικτικά  ΝΣΚ 261/2014· ΝΣΚ 441/2013.

[9]Το στάδιο της αίτηση χορήγησης άδειας μπορεί να παραληφθεί εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 7Α του ίδιου νόμου.

[10]Πρβλ. για πληρέστερη παρουσίαση του θέματος ετήσια έκθεση 2009 της ΑΠΔΠΧ σ. 49 επ.

[11]Άρθρο 24 ν. 1756/1988.

[12]Έτσι και σε Χαρ.Λάτσιου, Εισαγγελική παραγγελία και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων υγείας με αφορμή τη γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα ΑΠ 4/2014 – το μήλον της έριδος ΕφημΔΔ – 4/2014 σ. 470.

[13]Βλ. ιδίως ΝΣΚ 138/2010,  ΝΣΚ 430/2007, στις ΕισΑΠ 1/2005,  ΕισΑΠ 6/2006 , ΕισΠλΑρτας 84/1995, ΕισΑΠ 5/1998.

[14]Θέση που υιοθετείται και στις αποφάσεις ΝΣΚ 97/2015·ΝΣΚ 150/2012.

[15]Οδηγία 95/46/ΕΚ· ΕΣΔΑ άρθρο 8.

[16]Βλ. Σπ. Βλαχόπουλος, Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία των προσωπικών δεδομένων, σ. 370, εκδ. Σάκκουλα, 2007.

[17]Στην απόφαση ΝΣΚ 384/2009 κρίθηκε ότι ο Εισαγγελέας ακόμα και αν αιτιολογήσει την παραγγελία του δεν μπορεί να παραγγείλει έγγραφα που εμπεριέχουν ευαίσθητα δεδομένα. Ομοίως και στην πολύ σημαντική απόφαση ΑΠΔΠΧ 3/2009 σύμφωνα με την οποία η εισαγγελική παραγγελία δεν πρέπει να εκτείνεται σε ευαίσθητα δεδομένα.

[18]Σπ. Βλαχόπουλος, Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία των προσωπικών δεδομένων, σ. 370, εκδ. Σάκκουλα, 2007.

[19]Παρομοίως σε Εμμ. Λασκαρίδης Το κλειδί της πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα: Εισαγγελική παραγγελία ή Άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα; ΔιΜΕΕ 3/2012 σ. 323 όπου προτείνει να συμβουλεύονται πρώτα οι Εισαγγελείς την ΑΠΔΠΧ πριν την έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας για ευαίσθητα δεδομένα.

[20]Γενικότερα για την προβληματική των ανεξάρτητων αρχών αντί άλλων παραπέμπω σε : Α. Παραρά Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές σήμερα ΕφημΔΔ 1/2006 σ. 123 επ.· Γ. Καμίνη, Οι ανεξάρτητες αρχές πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού δικαίου, passim.

[21]Άρθρο 24 παρ. 2 ν. 1756/1998.

[22]Σε συμμόρφωση προς την οποία εκδόθηκε ο νόμος 2472/1997.

[23]Έτσι και σε ΝΣΚ 384/2009.

[24]Κατά την ΑΠΔΠΧ 19/2010, οι πειθαρχικές διώξεις και οι κυρώσεις δεν συνιστούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.  Εξάλλου και η ΑΠΔΠΧ με τις γνωμοδοτήσεις 3/2003, 79/2002 και 147/2001 οριοθέτησε τη δεσμευτικότητα της εισαγγελικής παραγγελίας για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και έκρινε ότι αυτή είναι δεσμευτική, όταν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων, ο Εισαγγελέας ζητεί την παροχή στοιχείων λόγω άσκησης ποινικής δίωξης.

[26]Ενδεικτικά αναφέρονται οι υπ’αριθμόν 67/2017, 74/2017, 75/2017, 77/2017 αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ στις οποίες η ΑΠΔΠΧ αφού έκρινε ορθώς εαυτόν αρμόδια για τη χορήγηση αδειών που αφορούν στην επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, προχώρησε έπειτα στη χορήγηση των ζητούμενων αδειών· Ορθώς με την υπ’αριθμον ΣτΕ 4154/2015 απόφαση κρίθηκε ότι για το επιτρεπτό της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων πρέπει να προηγείται άδεια της ΑΠΔΠΧ.

 

 

Back To Top