ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Αριθμός Απόφασης: 7-3/2006
Προσφυγή 6339/2005
Πρόεδρος: Josep Casadevall (Ανδόρρα)
Δικαστές: Nicolas Bratza (Βρετανία), Matti Pellonpää (Φινλανδία), Rait Maruste (Eσθονία), Kristaq Traja (Αλβανία), Ljiljana Mijović (πολίτης Βοσνίας και Ερζεγοβίνης), Ján Šikuta (Σλοβακία).
Δικηγόροι: Philip Sales, Robin Tolson, Q.C.
Γυναίκα με προβλήματα γονιμότητας (προκαρκινικό στάδιο ωοθηκών) ζητά την χρησιμοποίηση εμβρύων της που έχει δημιουργήσει με τον πρώην σύντροφό της μέσω in vitro τεχνητής γονιμοποίησης (IVF) και έχει καταψύξει με σκοπό τη μελλοντικής εμφύτευσή τους στη μήτρα της. Είχε προηγηθεί εκ μέρους του πρώην συντρόφου της ανάκληση της συναίνεσής του για τη συγκεκριμένη χρήση λόγω χωρισμού του με την αιτούσα. Η αιτούσα ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση καταστροφής των εμβρύων θα έχανε -λόγω αφαίρεσης των ωοθηκών της- τη μοναδική δυνατότητα να αποκτήσει παιδί με το οποίο να συνδέεται βιολογικά και ότι εντεύθεν ο βρετανικός νόμος που διέτασσε την καταστροφή των εμβρύων λόγω άρσης της συναίνεσης του πρώην συντρόφου της (British Fertilisation and Embryology Act 1990) αντίκειται στα άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 14 (απαγόρευση διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταται παραβίαση των ως άνω άρθρων της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα έκρινε ότι το ζήτημα του πότε ξεκινά το δικαίωμα στην ανθρώπινη ζωή επαφίεται στους νόμους κάθε κράτους, τα δε κράτη έχουν ευρύ περιθώριο ρύθμισης των ζητημάτων συναίνεσης στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Επίσης κρίθηκε ότι η απαγόρευση χρήσης εμβρύων λόγω άρσης συναίνεσης του συντρόφου δεν συνιστά απαγορευμένη διάκριση εις βάρος γυναικών που μπορούν να αποκτήσουν βιολογικό παιδί μόνο μέσω in vitro τεχνητής γονιμοποίησης.
Τον Ιούλιο του 2000 η προσφεύγουσα και ο σύντροφος της, ***, άρχισαν θεραπεία σε Κλινική Υποβοηθούμενης Σύλληψης. Τον Οκτώβρη του 2000 ενημερώθηκαν, ότι οι προκαταρκτικές εξετάσεις είχαν αποκαλύψει ότι η προσφεύγουσα είχε σοβαρούς προκαρκινικούς όγκους και στις δύο ωοθήκες, και ότι οι ωοθήκες της θα έπρεπε να αφαιρεθούν. Τους ενημέρωσαν, ότι επειδή οι όγκοι μεγάλωναν αργά, θα έπρεπε, πρώτα να εξαχθούν μερικά ωάρια για τεχνητή γονιμοποίηση in vitro (“IVF”), αλλά ότι αυτό απαιτείτο να γίνει γρήγορα.
Τον ίδιο μήνα υπέγραψαν ο καθένας ένα έντυπο συγκατάθεσης για την θεραπεία IVF και ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του αγγλικού νόμου της “Ανθρώπινης Γονιμοποίησης και Εμβρυολογίας” του Νόμου 1990 (“ο νόμος του 1990”), θα ήταν δυνατό ο καθένας τους να ανακαλέσει τη συγκατάθεση του/της οποιαδήποτε στιγμή, πριν να εμφυτευθούν τα έμβρυα στη μήτρα της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα ρώτησε τη νοσοκόμα, εάν θα ήταν δυνατό να καταψύξει τα μη γονιμοποιημένα ωάρια της, αλλά ενημερώθηκε, ότι αυτή η διαδικασία που είχε μια πολύ μικρότερη πιθανότητα επιτυχίας, δεν διεξήγετο στην κλινική. O *** καθησύχασε την προσφεύγουσα ότι, δεν επρόκειτο να χωρίσουν, ότι αυτή δεν χρειαζόταν να σκέφτεται την κατάψυξη των ωαρίων της, ότι δεν πρέπει να είναι αρνητική και ότι αυτός ήθελε να γίνει ο πατέρας του παιδιού της.
Το ζεύγος προχώρησε στις απαραίτητες συναινέσεις, με την υπογραφή των εντύπων που απαιτούνται από τον αγγλικό νόμο του 1990. Ο *** έδωσε τη συναίνεση του για την χρησιμοποίηση του σπέρματος του για την τεχνητή γονιμοποίηση των ωαρίων της προσφεύγουσας και τη χρήση των εμβρύων. Συναίνεσε επίσης το σπέρμα και τα έμβρυα να παραμείνουν στην αποθήκευση, εάν πεθάνει ή γίνει διανοητικά ανίκανος. Τον Νοεμβρίου 2001, το ζεύγος πήγε στην κλινική και ένδεκα ωάρια περισυλλέχθηκαν και γονιμοποιήθηκαν. Έξι έμβρυα δημιουργήθηκαν και παραδόθηκαν στην συντήρηση. Τον ίδιο μήνα η προσφεύγουσα υποβλήθηκε σε επέμβαση αφαίρεσης των ωοθηκών της. Της συνεστήθη, ότι πρέπει να περιμένει δύο έτη πριν προσπαθήσει να εμφυτεύσει οποιαδήποτε από τα έμβρυα στη μήτρα της.
Τον Μάιο του 2002 το ζευγάρι χώρισε. Το μέλλον των εμβρύων συζητήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Τον Ιούλιο του 2002 ο *** έγραψε στην κλινική για να την ενημερώσει για το χωρισμό τους και για να δηλώσει ότι τα αποθηκευμένα έμβρυα πρέπει να καταστραφούν. Η κλινική ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την ανάκληση της συγκατάθεσης του ***, στην περαιτέρω χρήση των εμβρύων και την πληροφόρησε, ότι ήταν νομικά υποχρεωμένη να τα καταστρέψει, σύμφωνα με την παράγραφο 8 (2) …. του αγγλικού νόμου του 1990 .
Η προσφεύγουσα άρχισε νομικές διαδικασίες επιδιώκοντας μια απόφαση που θα ζητάει από τον *** να αποκαταστήσει τη συγκατάθεση του στη χρησιμοποίηση και διατήρηση των εμβρύων και μια δήλωση βουλήσεως, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε διαφοροποιήσει και δεν θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την αρχική συγκατάθεσή του. Άσκησε δε προσωρινά μέτρα, απαιτώντας από την κλινική να συντηρήσει τα έμβρυα μέχρι το τέλος των διαδικασιών.
Στο πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο, ο δικαστής, απέρριψε τα αιτήματα της προσφεύγουσας για διατήρηση των εμβρύων λόγω άρσης της συναίνεσης του ***. Ο δικαστής υποστήριξε επίσης ότι το έμβρυο δεν είναι πρόσωπο και κατά συνέπεια δεν μπορεί να προστατευθεί εν προκειμένω το δικαίωμα της προσφεύγουσας στο σεβασμό της οικογενειακής ζωής.
Εν συνεχεία η έφεση της προσφεύγουσας απορρίφθηκε από το Εφετείο με το σκεπτικό ότι η σαφής “πολιτική” του νόμου του 1990 ήταν να εξασφαλίσει τη συνεχή συναίνεση αμφότερων των πλευρών από την έναρξη της θεραπείας, έως του σημείου της εμφύτευσης του εμβρύου.
Όταν η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο τέως σύντροφος της προσφεύγουσας *** ενέργησε με καλή θέληση εισερχόμενος στην θεραπεία IVF με την προσφεύγουσα, αλλά ότι το έκανε αυτό, μόνο με την προϋπόθεση ότι η σχέση τους θα συνεχιζόταν.
Αναφορικά με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περί σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ” η ιδιωτική ζωή”, είναι ένας ευρύς όρος, που καλύπτει, μεταξύ άλλων, πτυχές της φυσικής και κοινωνικής ταυτότητας ενός ατόμου, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην προσωπική ανάπτυξη και αυτονομία, στην καθιέρωση και ανάπτυξη σχέσεων με άλλα ανθρώπινα όντα και προς τον έξω κόσμο (§ 61), συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στον σεβασμό και των δυο αποφάσεων, να γίνει κανείς γονέας ή όχι. Το δικαστήριο παρατηρεί, ότι δεν υπάρχει διεθνώς κοινή συναίνεση, όσον αφορά τον κανονισμό της θεραπείας IVF ή τη χρήση των εμβρύων που δημιουργούνται από τέτοια θεραπεία. Όπως εμφανίζεται από το συγκριτικό υλικό, ενώ ορισμένα Κράτη έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένη νομοθεσία σε αυτόν τον τομέα, άλλα είτε δεν έχουν νομοθετήσει, είτε μόνο μερικώς έχουν νομοθετήσει, στηριζόμενα αντ’ αυτού στις γενικές νομικές αρχές. Σε ορισμένα κράτη, φαίνεται, ότι η συγκατάθεση, μπορεί να ανακληθεί μόνο μέχρι του σημείου της γονιμοποίησης, ενώ σε άλλα Κράτη τέτοια ανάκληση μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή, πριν από την εμφύτευση του εμβρύου στη γυναίκα, ακόμα σε άλλα κράτη το σημείο στο οποίο η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί επαφίεται στα δικαστήρια για να το καθορίσουν, βάσει της Σύμβασης ή ανάλογα με τα συμφέροντα των δύο συμβαλλόμενων πλευρών.
Το δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η κατάσταση των αρσενικών και θηλυκών πλευρών στην θεραπεία IVF δεν μπορεί να εξομοιωθεί και ότι μια δίκαιη ισορροπία θα μπορούσε γενικά να διατηρηθεί, μόνο επιβάλλοντας την συγκατάθεση του αρσενικού δότη. Ενώ υπάρχει σαφώς μια διαφορά στο βαθμό της συμμετοχής μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων πλευρών στην διαδικασία της θεραπείας IVF, το δικαστήριο δεν δέχεται ότι τα δικαιώματα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, του αρσενικού δότη θα ήταν απαραιτήτως λιγότερο ισάξια προστασίας από εκείνα του θηλυκού, ούτε το θεωρεί ως αυτονόητο ότι η ισορροπία των συμφερόντων, θα έγερνε αποφασιστικά υπέρ της θηλυκής συμβαλλόμενης πλευράς.
Το Δικαστήριο, όπως και τα εθνικά δικαστήρια, εκφράζει τη συμπάθεια του για την κατάσταση της προσφεύγουσας που, εάν η εμφύτευση δεν πραγματοποιηθεί, θα στερηθεί από τη δυνατότητα να γεννήσει ένα δικό της παιδί. Εντούτοις, όπως τα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει ότι η απουσία της δυνατότητας να αγνοηθεί η ανάκληση της συγκατάθεσης ενός γενετικού γονέα, ακόμη και κάτω από τις εξαιρετικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, είναι τέτοια, ώστε να ανατραπεί η δίκαιη ισορροπία που απαιτείται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Οι προσωπικές καταστάσεις των συμβαλλόμενων πλευρών είναι διαφορετικές από αυτές που ήταν κατά την έναρξη της θεραπείας και, ακόμη και στην παρούσα υπόθεση, θα ήταν δύσκολο για ένα δικαστήριο να κρίνει, εάν η επίδραση στην προσφεύγουσα της ανάκλησης της συγκατάθεσης του *** θα ήταν μεγαλύτερη από τον αντίκτυπο που η ακύρωση εκείνης της ανάκλησης της συγκατάθεσης θα είχε στον ***.
Για τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο διαπιστώνει στη θέσπιση του αγγλικού Νόμου του 1990, ένα σαφή και βασισμένο σε αρχές κανόνα που εξηγήθηκε στις συμμετέχουσες πλευρές κατά τη διάρκεια της θεραπείας IVF και που καθορίστηκε σαφώς στα έντυπα που και οι δύο υπέγραψαν, στα οποία η συγκατάθεση και των δύο συμβαλλόμενων πλευρών μπορεί να ανακληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο, μέχρι του σημείου της εμφύτευσης ενός εμβρύου. Βάσει του κανόνα αυτού, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπερέβη το περιθώριο της εκτίμησης που του διαθέτει και έτσι δεν ανέτρεψε τη δίκαιη ισορροπία που απαιτήθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Επομένως δεν υφίσταται παραβίαση του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Ωστόσο, κατά την άποψη της μειοψηφίας (Kristaq Traja και Ljiljana Mijović), το Δικαστήριο, δίνει υπερβολικό βάρος στην πολιτική της δημόσιας εκτίμησης και στο κρατικό περιθώριο εκτίμησης, χωρίς να δώσει την οφειλόμενη προσοχή στη φύση των ατομικών δικαιωμάτων που βρίσκονται σε σύγκρουση. Η εξαιρετική κατάσταση της προσφεύγουσας, που δεν είχε κανένα άλλο μέσο για να αποκτήσει ένα παιδί που να προέρχεται γενετικά από την ίδια, θα έπρεπε να έχει γίνει θέμα βαθύτερης εκτίμησης από τις εθνικές αρχές, οι οποίες υποχρεούνται να εξασφαλίσουν το δικαίωμα της να γίνει μητέρα στην εξαιρετική κατάσταση της. Η άρνηση της εμφύτευσης των εμβρύων ισοδυναμεί σε αυτήν την περίπτωση όχι με απλό περιορισμό, αλλά με συνολική ακύρωση του δικαιώματος της να αποκτήσει ένα δικό της παιδί. Σε αυτή την περίπτωση η νομολογία της Σύμβασης είναι σαφής και δεν επιτρέπει σε ένα κράτος να μειώσει την ίδια την ουσία ενός τόσο σημαντικού δικαιώματος, είτε μέσω μιας παρέμβασης είτε με τη μη συμμόρφωση με τις θετικές του υποχρεώσεις. Στην παρούσα περίπτωση, η σύγκρουση είναι οξύτερη μεταξύ των ατομικών συμφερόντων απ` ότι μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος, αν και τα δύο σύνολα συμφερόντων περιπλέκονται. Υφίσταται μεν δημόσιο συμφέρον για τη ρύθμιση της θεραπείας IVF προς διευκόλυνση της σύλληψη από τα ζευγάρια που δεν μπορούν εύκολα ή καθόλου να συλλάβουν με το συνηθισμένο τρόπο, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης, κρίνεται ότι το Δικαστήριο όφειλε να εστιάσει στα ιδιαίτερα συμφέροντα της ιδιωτικής ζωής που βρίσκονται σε κίνδυνο. Αυτή η εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης, πρέπει να στηριχθεί επάνω σε μια προσεκτική εξισορρόπηση των ιδιωτικών συμφερόντων που βρίσκονται σε κίνδυνο, με σκοπό την προστασία της ουσίας των δικαιωμάτων ώστε να μην ακυρωθούν. Ενώ η προσφεύγουσα δεν έχει κανέναν άλλο τρόπο για να αποκτήσει γενετικά παιδί, ο πρώην σύντροφος της, *** μπορεί να αποκτήσει παιδιά με μια άλλη γυναίκα και έτσι να ικανοποιήσει την ανάγκη του για την πατρότητα. Η αντιστάθμιση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα, εάν η προσφεύγουσα είχε ένα άλλο παιδί ή τη δυνατότητα της απόκτησης ενός παιδιού, χωρίς χρησιμοποίηση του γενετικού υλικού του ***. Η έλλειψη οποιουδήποτε εναλλακτικού τρόπου για τη γυναίκα να τεκνοποιήσει, μόλις ο άνδρας ανακαλέσει την συγκατάθεση του, ήταν ένα από τα κρίσιμα επιχειρήματα που στηρίχθηκε το Ισραηλινό Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Nachmani εναντίον Nachmani, μια περίπτωση παρόμοια με την παρούσα.
Σε ορισμένες και συγκεκριμένες, περιστάσεις, η σχετική σημασία των συμφερόντων της μιας συμβαλλόμενης πλευράς, συνεπάγεται, ότι δεν πρέπει να επιτραπεί η αγνόηση του συμφέροντος της άλλης συμβαλλόμενης πλευράς. Συμπερασματικά, εάν εφαρμόσουμε αυτές τις αρχές στην περίπτωση αυτή, η σωστή προσέγγιση θα ήταν η ακόλουθη: τα συμφέροντα της συμβαλλόμενης πλευράς που ανακαλεί τη συγκατάθεση της και θέλει να καταστρέψει τα έμβρυα πρέπει να επικρατήσουν (εάν ο εθνικός νόμος έτσι ορίζει), εκτός εάν η άλλη συμβαλλόμενη πλευρά (α) δεν έχει κανένα άλλο μέσο για να αποκτήσει γενετικά ένα παιδί, (β) δεν έχει καθόλου παιδιά και (γ) δεν σκοπεύει να καταφύγει σε μια παρένθετη μητέρα κατά την διαδικασία της εμφύτευσης. Η εν λόγω προσέγγιση θα βρει μια δίκαιη μέση λύση μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων, καθώς επίσης και ανάμεσα στα ίδια τα συγκρουόμενα ατομικά δικαιώματα. Αυτή η εξέταση είναι ουδέτερη, επειδή μπορεί εξίσου να ισχύσει και για τα θηλυκά και τα αρσενικά συμβαλλόμενα μέρη.