skip to Main Content
Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ  ΑΠΟ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣΤΗΣΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΙΑΤΡΟ

Η ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ

ΑΠΟ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣΤΗΣΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΙΑΤΡΟ

Οι θέσεις της θεωρίας και της νομολογίας

 

Ελλάς Σ. Φραγκουδάκη

Πρόεδρος Πρωτοδικών, Δ.Ν., LLM Cambridge

 

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παροχή υπηρεσιών υγείας από ιδιωτικές κλινικές έχει αναπτυχθεί και διευρυνθεί ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες.[1] Οι ιδιωτικές κλινικές χρησιμοποιούν ιατρικό προσωπικό διαφόρων ειδικοτήτων, συνδεόμενο μαζί τους είτε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, είτε με σχέση ελεύθερης συνεργασίας (σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών). Στο πλαίσιο της τελευταίας, ο ιατρός χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις και το προσωπικό της κλινικής για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων σε ασθενείς του, από τους οποίους η κλινική εισπράττει απευθείας χωριστή αμοιβή για την εκ μέρους τους χρησιμοποίηση των υπηρεσιών της. Η σχέση αυτή εξυπηρετεί τόσο τον ιατρό, ο οποίος χρειάζεται τις υπηρεσίες της κλινικής για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων σε ασθενείς του, όσο και την κλινική, η οποία με τον τρόπο αυτό αποκτά πελατεία και κερδοφορεί.

Σε περίπτωση ευθύνης ιατρού, παρέχοντος υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, ανακύπτει το ζήτημα εάν θα ευθύνεται παράλληλα και η κλινική, ως προστήσασα αυτόν, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 334 ΑΚ και 922 ΑΚ. Οι εν λόγω διατάξεις, περί ευθύνης από αλλότριες πράξεις, αποτελούν την ευρύτερη εξαίρεση από τον κανόνα της προσωπικής ευθύνης.[2] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 334 παρ. 1 ΑΚ (ευθύνη από πταίσμα του προστηθέντος) «Ο οφειλέτης  ευθύνεται  για  το  πταίσμα  των  προσώπων  που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, όπως για δικό του πταίσμα.». Κατά δε το άρθρο 922 ΑΚ (ευθύνη του προστήσαντος) «Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια  υπηρεσία  ευθύνεται  για  τη  ζημία  που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του.».

Θέμα αστικής ιατρικής ευθύνης τίθεται εν γένει είτε σε περίπτωση μη ενημέρωσης (ή πλημμελούς ενημέρωσης) του ασθενούς, είτε σε περίπτωση διενέργειας ιατρικής πράξης χωρίς την ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς ή κατόπιν πλημμελούς ενημέρωσης αυτού (ευθύνη για αυθαίρετη ιατρική πράξη)[3], είτε σε περίπτωση ιατρικού σφάλματος (ιατρικό λάθος/αμέλεια).

Από πλευράς αστικού δικαίου η μη ενημέρωση (ή η πλημμελής ενημέρωση) του ασθενούς, όπως επίσης και η διενέργεια ιατρικής πράξης χωρίς την ενημερωμένη συναίνεσή του (αυθαίρετη ιατρική πράξη), δημιουργούν ευθύνη του ιατρού προεχόντως για προσβολή της προσωπικότητάς του και δευτερευόντως ενδοσυμβατική ευθύνη ή ευθύνη από αδικοπραξία.[4] Ειδικότερα η μη ενημέρωση (ή η πλημμελής ενημέρωση) του ασθενούς συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του (ασθενούς). Ο προσβαλλόμενος δικαιούται να ζητήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον (άρθρο 57 παρ. 1 ΑΚ), αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 57 παρ. 2 και 914 επ. ΑΚ) και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (άρθρο 59 ΑΚ), ακόμη και όταν δεν υπέστη βλάβη του σώματος ή της υγείας του.[5] Περαιτέρω η υποχρέωση του ιατρού αποζημίωσης λόγω (ιατρικού) σφάλματος θεμελιώνεται είτε στην αδικοπρακτική ευθύνη (άρθρα 914, 330 εδ. β`, 297-299, 928, 929, 930, 931 και 932 ΑΚ), είτε στην ενδοσυμβατική (άρθρα 648, 652 και 676 ΑΚ), είτε υπάρχει συρροή αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης.[6]

Οι διατάξεις των άρθρων 334 ΑΚ και 922 ΑΚ θεσπίζουν αυτοτελώς νόμιμο λόγο ευθύνης. Ratio των εν λόγω διατάξεων είναι ότι ο κύριος της υπόθεσης, ήτοι ο οφειλέτης κατ΄ άρθρο 334 ΑΚ ή ο προστήσας κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ, εφόσον χρησιμοποιεί την εργασία του ενδιάμεσου προσώπου (που μπορεί να είναι είτε φυσικό, είτε νομικό πρόσωπο), ήτοι του βοηθού εκπλήρωσης κατ΄ άρθρο 334 ΑΚ ή του προστηθέντος κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ, προκειμένου να διευρύνει το πεδίο της δραστηριότητάς του (επαγγελματικής, επιχειρηματικής) και να αποκομίσει οφέλη, πρέπει να ευθύνεται και ο ίδιος έναντι των ζημιωθέντων. Με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος εξυπηρετείται και η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από αυτόν.[7] Αντίθετα δεν ανήκει στη ratio των διατάξεων των άρθρων 334 και 922 ΑΚ η σκέψη ότι ενδεχομένως στις περιπτώσεις λαθών του προστηθέντος τεκμαίρεται κάποιο πταίσμα του προστήσαντος, ως προς την επιλογή ή την επιτήρηση.[8]

Στην ανάπτυξη που θα ακολουθήσει εξετάζονται κατ΄ αρχήν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 334 ΑΚ και 922 ΑΚ. Εν συνεχεία εκτίθενται οι ιδιαιτερότητες της σχέσης ιδιωτικής κλινικής και ιατρού και η αντιμετώπισή τους από πλευράς αστικού δικαίου, τόσο από τη θεωρία, στην οποία υφίσταται διχογνωμία, όσο και από τη νομολογία, όσον αφορά την ύπαρξη σχέσης πρόστησης μεταξύ κλινικής και ιατρού. Σκοπός είναι η ανάδειξη της ορθότερης προσέγγισης του ζητήματος, τόσο ερμηνευτικά, όσο και δικαιοπολιτικά, με γνώμονα τη ratio των ανωτέρω διατάξεων.

 

Β. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΠΡΟΣΤΗΣΗ (ΑΡΘΡΑ 334 ΑΚ ΚΑΙ 922 ΑΚ)

           

Ι. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΑΠΟ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΒΟΗΘΟΥ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ (ΑΡΘΡΟ 334 ΑΚ)

 

Η διάταξη του άρθρου 334 ΑΚ θεσπίζει ευθύνη του οφειλέτη για τις πράξεις των προσώπων, που χρησιμοποιεί, για την εκπλήρωση της παροχής του, στο πλαίσιο υφιστάμενης ενοχικής υποχρέωσής του. Για την κατάφαση της ευθύνης του κυρίου της υπόθεσης – οφειλέτη από πράξη του ενδιάμεσου προσώπου – βοηθού εκπλήρωσης, κατ΄ άρθρο 334 ΑΚ, απαιτείται: α) αθέτηση, από υπαιτιότητα του βοηθού εκπλήρωσης, προϋφιστάμενης ενοχικής υποχρέωσης του οφειλέτη (αδυναμία παροχής, υπερημερία, πλημμελής εκπλήρωση) έναντι του δανειστή, β) ανάμιξη του βοηθού εκπλήρωσης με τη βούληση του οφειλέτη και γ) η πράξη του βοηθού εκπλήρωσης να έγινε κατά την εκπλήρωση της παροχής, ήτοι να εντάσσεται η πράξη του στο χώρο δράσης και κινδύνου του οφειλέτη (αιτιώδης σχέση).[9]

Αντιθέτως δεν απαιτείται εξάρτηση του βοηθού εκπλήρωσης από τον οφειλέτη, ήτοι να μπορεί να επηρεάσει με οδηγίες και εντολές τη δραστηριότητά του, δεδομένου ότι οφειλέτης ωφελείται από την εν λόγω δραστηριότητα και με αυτόν (τον οφειλέτη) ο δανειστής συνάπτει σύμβαση, επειδή τον εμπιστεύεται, χωρίς να ενδιαφέρεται αν θα εκπληρώσει αυτοπροσώπως την παροχή ή με τη βοήθεια άλλων προσώπων.[10]

 

ΙΙ. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΗΣΑΝΤΟΣ ΑΠΟ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΟΣ (ΑΡΘΡΟ 922 ΑΚ)

 

Η διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ θεσπίζει ευθύνη του προστήσαντος για αδικοπραξία, την οποία τελεί ο προστηθείς κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε αναθέσει. Η ευθύνη του κυρίου της υπόθεσης – προστήσαντος από πράξη του ενδιάμεσου προσώπου – προστηθέντος, κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ, προϋποθέτει: α) ευθύνη από αδικοπραξία, ήτοι από παράνομη και υπαίτια πράξη του προστηθέντος, που προκάλεσε ζημία σε τρίτο, β) ανάμιξη του προστηθέντος με τη βούληση του προστήσαντος, γ) η πράξη του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε αναθέσει ο προστήσας, ήτοι να εντάσσεται η πράξη του στο χώρο δράσης και κινδύνου του προστήσαντος (αιτιώδης σχέση), υπό την έννοια ότι αυτή (πράξη) δεν θα μπορούσε να υπάρξει, χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας και δ) σχέση εξάρτησης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, υπό την έννοια ότι ο τελευταίος υπόκειται στον έλεγχο του πρώτου (κριτήριο της εξάρτησης).[11]

Η διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ (σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 334 ΑΚ), σύμφωνα με μέρος της θεωρίας και την κρατούσα στη νομολογία άποψη, προϋποθέτει εξάρτηση του προστήσαντος, δηλαδή, κατά τα προαναφερθέντα, να υπόκειται αυτός στον έλεγχο του προστηθέντος.[12] Ειδικότερα προστηθείς, κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ, είναι (σύμφωνα με μέρος της θεωρίας και την κρατούσα στη νομολογία άποψη) αυτός που ακολουθεί δεσμευτικές οδηγίες και εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του.[13]

Ζήτημα σε σχέση με το κριτήριο της εξάρτησης ανακύπτει όταν ως προστηθείς εμπλέκεται επαγγελματίας, που ενεργεί ανεξάρτητα, κατά τους κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του, τους οποίους αυτός που χρησιμοποιεί τον επαγγελματία στην υπηρεσία του, είτε δεν γνωρίζει, επειδή δεν έχει την ίδια επαγγελματική ιδιότητα και γνώσεις, είτε ακόμα και εάν τις έχει, δεν μπορεί να επέμβει, επειδή ο επαγγελματίας ενεργεί με δική του πρωτοβουλία και κατά την κρίση του. Ενόψει τούτων γίνεται δεκτό από τη νομολογία, ότι όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο ως άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων (θεωρία της «χαλαρής εξάρτησης»). Σύμφωνα με τη νομολογία αρκεί «ο προστηθείς να ενεργεί υπό τον έλεγχο του προστήσαντος ή έστω υπό την επίβλεψή του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται, οπωσδήποτε, δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία».[14]

Ωστόσο, σύμφωνα με την κρατούσα πλέον στη θεωρία άποψη (η οποία ακολουθήθηκε και από μεμονωμένες δικαστικές αποφάσεις)[15], η πρόστηση κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ δεν προϋποθέτει σχέση εξάρτησης μεταξύ του προστήσαντος και του προστηθέντος, με το επιχείρημα ότι ούτε από την έννοια της πρόστησης, ούτε από τον σκοπό της διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ προκύπτει τέτοιος περιορισμός. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, εφόσον η δραστηριότητα του ενδιάμεσου προσώπου (είτε υπόκειται σε έλεγχο, είτε όχι) εντάσσεται στον επιχειρηματικό, επαγγελματικό ή κοινωνικό κύκλο δράσης του κυρίου της υπόθεσης, τότε δικαιολογείται να εμπίπτει και στο πεδίο κινδύνου, κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ, η μετάθεση της ευθύνης σε αυτόν. Κρίσιμο κριτήριο κατά την εν λόγω άποψη είναι «η ένταξη της δραστηριότητας του προστηθέντος στο πεδίο δράσης και κινδύνων του προστήσαντος και των τυπικών κινδύνων που συνδέονται με την ανατεθείσα στον προστηθέντα δραστηριότητα».[16] Το κριτήριο αυτό υποστηρίζεται ότι συνάδει με το λόγο καθιέρωσης της ευθύνης από αλλότριες πράξεις, ήτοι ότι όταν ένα πρόσωπο χρησιμοποιεί τρίτους για να ασχοληθούν με τις υποθέσεις του και τους εντάσσει στο πεδίο της δραστηριότητάς του, επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό τον κύκλο της, παρίσταται ως εύλογη συνέπεια η αύξηση του πεδίου των κινδύνων που του αναλογούν. Επισημαίνεται επίσης και προβάλλεται ως επιχείρημα ότι το κριτήριο της εξάρτησης δεν οδηγεί σε ικανοποιητικά αποτελέσματα, καθόσον πχ οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν στο πλαίσιο της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας επαγγελματίες με ειδικές γνώσεις, πρέπει να ευθύνονται για τα πταίσματά τους, παρόλο που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να τους ελέγξουν.

 

ΙΙΙ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 334 ΑΚ ΚΑΙ 922 ΑΚ

 

Η ευθύνη κατά τα άρθρα 334 ΑΚ και 922 ΑΚ είναι γνήσια αντικειμενική. Συνακόλουθα στον προστήσαντα δεν παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής του από την ευθύνη, αν αποδείξει ότι δεν βαρύνεται με πταίσμα (αμέλεια) ως προς την εκ μέρους του επιλογή του προστηθέντος ή ως προς τις οδηγίες που του παρείχε, ούτε αν αποδείξει ότι ο προστηθείς ανέπτυξε πρωτοβουλία εντός του πεδίου δράσης εκείνου (προστήσαντος).[17]

Η πρόστηση δεν προϋποθέτει δικαιοπρακτική σχέση (όπως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, έργου, εντολής) μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, αλλά μπορεί να στηρίζεται και σε πραγματικό γεγονός ή να γίνεται ευκαιριακά για μία μόνο συγκεκριμένη πράξη. Αρκεί η ενέργεια του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμα και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, εκτός εάν ο ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση.[18] Κατάχρηση υπηρεσίας υπάρχει, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε καθ` υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του προστηθέντος και κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών του προστήσαντος.[19]

Προστήσας και προστηθείς ευθύνονται εις ολόκληρον[20], υφίσταται δε μεταξύ τους σχέση απλής ομοδικίας.[21] Εφόσον ο προστήσας καταβάλει αποζημίωση στον ζημιωθέντα, μπορεί να στραφεί αναγωγικά κατά του ενδιάμεσου προσώπου. Η σύμβαση, που συνδέει τον κύριο της υπόθεσης και το ενδιάμεσο πρόσωπο (σύμβαση εργασίας, εντολής κλπ.), θα επιτρέπει στον προστήσαντα, ο οποίος ικανοποίησε τον τρίτο ζημιωθέντα, να στραφεί αναγωγικά κατά του προστηθέντος και να του ζητήσει αποζημίωση για παράβαση συμβατικής υποχρέωσης (άρθρα 652, 714 ΑΚ). Εάν μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος δεν υφίσταται συμβατική σχέση, ο πρώτος μπορεί να στηρίξει αναγωγικό δικαίωμα στη διάταξη του άρθρου 927 ΑΚ.

 

Γ. ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ

 

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ο ιατρός, σύμφωνα και με το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939[22], όπως «το ζητούμενο πρότυπο της ορθής ιατρικής συμπεριφοράς» εκσυγχρονίζεται και εξειδικεύεται πλέον και από τα άρθρα 2 παρ. 3 εδ. α, 3 παρ. 2 και 3 και 10 παρ. 1 και 3 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας)[23], είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και την κτηθείσα πείρα. Εξάλλου, σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία[24] και τη νομολογία[25] άποψη, μέτρο της επιμέλειας του ιατρού αποτελεί ο μέσος συνετός ιατρός, που ενεργεί σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis).

Ο ιατρός, που παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, όπως προαναφέρθηκε, θα συνδέεται με αυτή είτε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, είτε με σχέση ελεύθερης συνεργασίας (σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών). Σε αμφότερες ωστόσο τις περιπτώσεις δεν είναι εκ των πραγμάτων δυνατό (ο ιατρός) να ακολουθεί δεσμευτικές οδηγίες και εντολές της κλινικής ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των υπηρεσιών του, ήτοι για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών).

Ο ιατρός, είτε συνδέεται με την κλινική με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, είτε συνδέεται με σχέση ελεύθερης συνεργασίας, εντάσσεται στο πρόγραμμά της. Η κλινική καθορίζει τον τόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Όσον αφορά όμως το αμιγώς ιατρικό κομμάτι των υπηρεσιών του, ο ιατρός ενεργεί κατά τα ανωτέρω εκ των πραγμάτων αυτοβούλως.[26]

Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι μεταξύ ιδιωτικής κλινικής και ασθενούς υφίσταται πάντα συμβατική σχέση και συγκεκριμένα σύμβαση παροχής υπηρεσιών, σε περίπτωση ευθύνης του ιατρού, η κλινική υπέχει ενδοσυμβατική ευθύνη έναντι του ασθενούς, καθόσον ο ιατρός είναι βοηθός εκπλήρωσης αυτής κατ΄ άρθρο 334 ΑΚ. Εν προκειμένω πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, δοθέντος ότι η κλινική εκπλήρωσε πλημμελώς προϋφιστάμενη ενοχική υποχρέωσή της προς τον ασθενή, από υπαίτια πράξη του ιατρού.

Όσον αφορά όμως την ευθύνη της κλινικής κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ, ανακύπτει το ζήτημα, ως προς το οποίο υποστηρίζονται διαφορετικές απόψεις, εάν ο ιατρός θα θεωρηθεί προστηθείς της, εφόσον κατά τα ανωτέρω εκ των πραγμάτων δεν υφίσταται μεταξύ τους, όσον αφορά το αμιγώς ιατρικό κομμάτι των υπηρεσιών του, σχέση εξάρτησης. Η κατάφαση ή μη της ύπαρξης σχέσης πρόστησης μεταξύ κλινικής και ιατρού είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθόσον στην αντίθετη περίπτωση η κλινική θα υπέχει έναντι του ασθενούς μόνο ενδοσυμβατική ευθύνη και δεν θα ενέχεται για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του.

 

ΙΙ. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

 

  1. ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΠΡΟΣΤΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ

 

Σύμφωνα με υποστηριζόμενη στη θεωρία άποψη[27] (που ακολούθησαν στο παρελθόν και μεμονωμένες δικαστικές αποφάσεις[28]) η κλινική δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηρισθεί ως προστήσασα τον ιατρό, διότι αφενός δεν υφίσταται σχέση εξάρτησης, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ και αφετέρου (στην περίπτωση σχέσης ελεύθερης συνεργασίας ιατρού με την κλινική) κύριος της υπόθεσης είναι αποκλειστικά ο ιατρός, που συμβάλλεται με τον ασθενή και αντλεί μόνος αυτός τις ωφέλειες της ιατρικής πράξης.[29] Κατά την εν λόγω άποψη πρέπει να αποκλειστεί η ευθύνη της κλινικής για πταίσμα του ιατρού, δεδομένου ότι αυτός, εκ των πραγμάτων κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων, δεν είναι δυνατό να δεχθεί δεσμευτικές οδηγίες ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης εκ μέρους του των ιατρικών περιστατικών. Επομένως, εφόσον, κατά τη σχετικά υποστηριζόμενη άποψη, δεν συντρέχει το κριτήριο της δεσμευτικής εξάρτησης του ιατρού, ως δράστη της αδικοπραξίας, δεν υφίσταται και σχέση πρόστησης μεταξύ αυτού και της κλινικής.[30]

 

  1. ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΠΡΟΣΤΗΣΗΣ ΜΕ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ

 

Σύμφωνα με άλλη άποψη, που υποστηρίχθηκε στη θεωρία[31], μεταξύ ιατρού και κλινικής υφίσταται σχέση πρόστησης, παρότι δεν είναι δυνατή η παροχή διαταγών και οδηγιών στον ιατρό όσον αφορά το αμιγώς ιατρικό κομμάτι των υπηρεσιών του. Κατά την άποψη αυτή, ο βαθμός εξάρτησης είναι αδιάφορος και αρκεί, για τον χαρακτηρισμό του ιατρού ως προστηθέντος της κλινικής, το γεγονός ότι η τελευταία ανέλαβε ολόκληρο τον κίνδυνο δράσης του πρώτου, με το δικαίωμα να του παρέχει γενικές οδηγίες και κατευθύνσεις, χωρίς να επεμβαίνει στην τεχνική άσκηση της εργασίας του. Ως γενικές οδηγίες και κατευθύνσεις νοούνται εν προκειμένω, από την ανωτέρω υποστηριζόμενη άποψη, ο καθορισμός του τόπου και των όρων της εργασίας, γεγονότα που αρκούν για να θεωρηθεί ο ιατρός προστηθείς της κλινικής. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι δεν συμβιβάζεται με τις αρχές της καλής πίστης, η κλινική να κερδοφορεί, εκμεταλλευόμενη την παροχή ιατρικών υπηρεσιών εκ μέρους του ιατρού και παρά ταύτα να μην ευθύνεται για τα σφάλματά τους. Επιπροσθέτως επισημαίνεται από την ως άνω άποψη, καίτοι αυτό δεν συγκαταλέγεται, κατά τα ανωτέρω, στη ratio του άρθρου 922 ΑΚ, ότι η κατάφαση της ευθύνης της κλινικής θα έχει ως συνέπεια αυτή να προβαίνει με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια στην επιλογή ιατρού.

Ως αντίλογος στη διεύρυνση του κριτηρίου της εξάρτησης προβάλλεται (από την άποψη που αρνείται τη σχέση πρόστησης, λόγω αδυναμίας εφαρμογής του κριτηρίου της εξάρτησης), ότι οι ιατροί δεν παίρνουν ούτε γενικές οδηγίες για τον τρόπο άσκησης της εργασίας τους (δεδομένου ότι το ιατρικό σφάλμα λαμβάνει χώρα κατά τη διάγνωση και τη θεραπεία, ήτοι δραστηριότητες για τις οποίες ο κύριος της υπόθεσης δεν νοείται να δώσει οδηγίες), ενώ ο τόπος και ο χρόνος της εργασίας δεν αποτελούν παρά το πλαίσιο αυτής.[32]

Κατά της άποψης περί διεύρυνσης του κριτηρίου της εξάρτησης προβάλλεται, περαιτέρω, ότι αυτή εν προκειμένω δεν ξεπερνά τις σχετικές ερμηνευτικές δυσχέρειες, εφόσον, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ είναι η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, μόνη η εξάρτηση με την έννοια οδηγιών, ως προς τον τόπο και τον χρόνο, δεν αρκεί για την κατάφαση σχέσης εξάρτησης του ιατρού από την κλινική.[33]

 

  1. ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΠΡΟΣΤΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΤΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ

 

Σύμφωνα με την (κατά τα ανωτέρω) κρατούσα πλέον στη θεωρία άποψη (ότι η πρόστηση κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ δεν προϋποθέτει σχέση εξάρτησης μεταξύ του προστήσαντος και του προστηθέντος, αλλά κρίσιμο είναι το κριτήριο της ένταξης της δραστηριότητας του προστηθέντος στο πεδίο της δράσης του προστήσαντος), εφόσον ο ιατρός εντάσσεται στον κύκλο δραστηριότητας της κλινικής, η οποία με την εργασία του διευρύνει αυτόν (τον κύκλο δραστηριότητάς της) και τη δυνατότητα κερδών της, υφίσταται μεταξύ τους σχέση πρόστησης κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ.[34]

Κρίσιμο εν προκειμένω θεωρείται ότι η δραστηριότητα του ιατρού εντάσσεται στο πεδίο δράσης και κινδύνων της κλινικής και συνακόλουθα αυτή πρέπει να επωμίζεται τους σχετικούς κινδύνους. Η άποψη αυτή συνάδει τόσο με τη ratio του άρθρου 922 ΑΚ, ήτοι ότι ο κύριος της υπόθεσης πρέπει να ευθύνεται για τις πράξεις του ενδιάμεσου προσώπου, εφόσον αποκομίζει οφέλη από αυτή, όσο και με τα σύγχρονα δεδομένα στον τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας.

 

ΙΙΙ. Η ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

 

  1. ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΠΡΟΣΤΗΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΠΕΡΙ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ

 

Η νομολογία, υιοθετώντας την άποψη της θεωρίας περί διεύρυνσης του κριτηρίου εξάρτησης, παγίως, δέχεται σχέση πρόστησης κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ μεταξύ ιατρού και ιδιωτικής κλινικής, με την αιτιολογία ότι αρκεί για το χαρακτηρισμό της κλινικής ως προστήσασας τον ιατρό «μία χαλαρή έστω εξάρτησή του» από την κλινική ως προς τον τόπο και τους όρους εργασίας, εφόσον η παροχή ειδικών οδηγιών δεν είναι δυνατή, αφού ο ιατρός είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις ενδεχόμενες αυτές ειδικές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης.

Η νομολογία καταφάσκει ουσιαστικά τη σχέση πρόστησης ιατρού και ιδιωτικής κλινικής, με την αιτιολογία ότι εφόσον η τελευταία χρησιμοποιεί τρίτους ιατρούς για τη διεύρυνση των εργασιών της και την επίτευξη του σκοπού της, εκμεταλλεύεται την εργασία τους και αποκερδαίνει από αυτούς, εισπράττοντας από τους ασθενείς της νοσήλια κλπ., είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα τους και επομένως πρέπει να είναι υπεύθυνη και για τα σφάλματά τους.[35] Ως επιπλέον επιχειρήματα, υπέρ της ευθύνης της κλινικής λόγω της διεύρυνσης της δραστηριότητάς της, έχουν προβληθεί από τη νομολογία: α) το γεγονός ότι η ίδια η κλινική κρίνει ως ασφαλιστέο κίνδυνο, με ασφάλιση αστικής ευθύνης, τη δραστηριότητα του ιατρού[36] και β) ότι η ευθύνη της κλινικής συμβιβάζεται και με τις αρχές της καλής πίστης, ώστε να προβαίνει με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια στην επιλογή των ιατρών, με τους οποίους πρόκειται να συνεργασθεί.[37] Το τελευταίο επιχείρημα ωστόσο δεν συγκαταλέγεται, όπως εξάλλου προαναφέρθηκε, στη ratio του άρθρου 922 ΑΚ.

Η νομολογία, καταφάσκοντας την ύπαρξη σχέσης πρόστησης ιδιωτικής κλινικής και ιατρού κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ, ερμηνεύοντας και διαμορφώνοντας αναλόγως το κριτήριο της εξάρτησης, προκειμένου να συνάδει με τα σύγχρονα δεδομένα, αποδέχεται κατ΄ ουσίαν έμμεσα την κρατούσα στη θεωρία κατά τα ανωτέρω άποψη, σύμφωνα με την οποία η κλινική, που αντλεί οφέλη από τη δραστηριότητα του ιατρού, πρέπει να επιβαρύνεται με την ανόρθωση των προκαλούμενων από την εν λόγω δραστηριότητα ζημιών τρίτων, ευθυνόμενη για τους κινδύνους που προκύπτουν από αυτή.

Η ανωτέρω πάγια θέση της νομολογίας, περί διεύρυνσης του κριτηρίου της εξάρτησης, συνάδει και με την έτερη, επίσης πάγια, θέση της, αναφορικά με το ορισμένο της θεμελιούμενης στο άρθρο 922 ΑΚ αγωγής. Γίνεται δεκτό ότι εφόσον στο ιστορικό της αγωγής αναφέρεται η «αναμφίβολα γνωστή έννοια της πρόστησης», θεωρείται ότι με αυτή προβάλλονται τα χαρακτηριστικά γεγονότα για την εξειδίκευση και την περιγραφή της εν λόγω έννοιας, στα οποία συγκαταλέγονται και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σχετικά με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του. Η νομολογία αρκείται επομένως στην αναφορά μόνον της σχέσης πρόστησης, χωρίς να απαιτείται εξαντλητική εξειδίκευση των ουσιωδών γεγονότων που τη συνθέτουν. Η δε συγκεκριμενοποίηση των βασικών γνωρισμάτων της, τα οποία αναφέρονται στην αγωγή, γίνεται δεκτό ότι μπορεί να γίνει με βάση τα περιστατικά που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, ακόμα και εάν δεν επικαλείται αυτά ο ενάγων.[38]

Σε συμφωνία με τα ανωτέρω δεν απαιτείται να προσδιορίζονται στην αγωγή, προκειμένου αυτή να κριθεί ορισμένη, ονομαστικά τα πρόσωπα της ιδιωτικής κλινικής, που παρείχαν τις υπηρεσίες τους. Κατά τη νομολογία, αυτό αποτελεί ενδεχομένως ζήτημα απόδειξης, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί θέμα αοριστίας της αγωγής, καθόσον συνυπεύθυνος με τα ανωτέρω πρόσωπα είναι ο ιατρός και επομένως η δική του αδικοπρακτική συμπεριφορά αρκεί για να στηρίξει αυτοτελώς την ευθύνη της ιδιωτικής κλινικής από τη μεταξύ τους σχέση πρόστησης, λαμβανομένου υπόψη και του ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 922 και 926 εδ. β` ΑΚ δεν αίρεται η ευθύνη του προστήσαντος, αν δεν είναι γνωστό ποιος από τους τυχόν περισσότερους προστηθέντες προκάλεσε την ζημία.[39]

 

  1. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

 

  1. a. ΑΠ 1418/2017[40]

Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1418/2017 του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης υπ΄ αριθ. 1948/2015 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Ο εναγόμενος ιατρός, μαιευτήρας – γυναικολόγος, κρίθηκε ότι βαρύνεται με αμέλεια για το θάνατο υστερότοκου, επειδή, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, παρέλειψε να ενεργήσει σύμφωνα με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο από την ιατρική επιστήμη καθήκον μέριμνας και επιμέλειας και να αντιμετωπίσει το περιστατικό, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός, κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, αλλά και με βάση την εμπειρία του, την ικανότητά του και τις γνώσεις του και ειδικότερα, δεν προέβη με την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις ταχύτητα στη διάγνωση της ατονίας της μήτρας της, που είναι η συνηθέστερη και συχνότερη αιτία αιμορραγίας μετά τον τοκετό, με επακόλουθο η υστερότοκος να υποστεί μεθαιμορραγικό shock και ανεπανόρθωτες βλάβες των ζωτικών της οργάνων (εγκεφάλου, καρδιάς, νεφρών κ.α.) και εν τέλει να καταλήξει, με αιτία θανάτου την πολυοργανική ανεπάρκεια λόγω αιμορραγίας. Ο θάνατος της υστερότοκου έλαβε χώρα στην κλινική της δεύτερης εναγομένης, η οποία λειτουργούσε ως μαιευτικό και χειρουργικό κέντρο, διαθέτουσα προς τούτο την απαραίτητη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κλπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό. Ο εναγόμενος ιατρός συνδεόταν μαζί της με σχέση ελεύθερης συνεργασίας και διενεργούσε στους χώρους της τοκετούς, σε επίτοκες που παρακολουθούσε στο ιατρείο του, από τις οποίες εισέπραττε ατομικά αμοιβή. Ο ιατρός ήταν ενταγμένος στο πρόγραμμα της κλινικής, η οποία καθόριζε και τους γενικούς όρους, που αφορούσαν το τοκετό και την μετά από αυτόν παρακολούθηση και περίθαλψη, παρέχοντας σε αυτόν γενικού περιεχομένου οδηγίες ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του. Η κλινική εισέπραττε χωριστή αμοιβή από τις επίτοκες, για τις υπηρεσίες που τους προσέφερε, ωφελούμενη από την εν λόγω δραστηριότητα, επεκτείνοντας τον επαγγελματικό κύκλο δράσης της και συνακόλουθα τα κέρδη της. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά κρίθηκε ότι υφίστατο σχέση πρόστησης, κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ, μεταξύ του ιατρού και της ιδιωτικής κλινικής, και ότι για το λόγο αυτό ευθύνεται και η τελευταία, αντικειμενικά και εις ολόκληρον με τον ιατρό, για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν τα μέλη της οικογένειας της υστερότοκου, εφόσον ο θάνατός της οφείλονταν σε αμελή συμπεριφορά του ιατρού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και στο πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσης συνεργασίας.

 

β. ΕφΔωδ 168/2019[41]

Ο ασθενής είχε υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης γαστρικού δακτυλίου και πραγματοποίησης λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής. Εξαιτίας υπαίτιων παραλείψεων του εναγομένου ιατρού – χειρουργού, σε σχέση με τη μετεγχειρητική του πορεία, απεβίωσε. Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι ο εναγόμενος ιατρός, παρόλο που είχε σαφείς ενδείξεις για την κακή μετεγχειρητική πορεία του ασθενή, εφόσον αυτός παρουσίαζε πυρετική κίνηση και υπήρχε υποψία διαφυγής από το στόμαχο, με κίνδυνο δημιουργίας λοίμωξης, από έλλειψη προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, με κριτήριο τον μέσο συνετό ιατρό της ειδικότητάς του, δεν προέβλεψε τη δυσμενή εξέλιξη της υγείας του ασθενή και δεν προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες, με αποτέλεσμα να προκληθεί αιτιακά ο θάνατός του. Κρίθηκε ότι ο εναγόμενος ιατρός δεν αξιολόγησε σωστά τα συμπτώματα που παρουσίασε μετεγχειρητικά ο ασθενής (πυρετός, εκχύσεις, πόνος, γενικευμένη αδυναμία), τα οποία συνηγορούσαν στην ύπαρξη ανοικτής οπής στον στόμαχο και λοίμωξης του ασθενή και χορήγησε σε αυτόν εξιτήριο για να επιστρέψει στην οικία του, ενώ όφειλε, κατά κοινή ιατρική γνώση, την οποία κατείχε ως χειρουργός – ιατρός, λαμβάνοντας υπόψη την ήδη βεβαρυμμένη κατάσταση της υγείας του (σακχαρώδης διαβήτης, στεφανιαία νόσος, αρτηριακή υπέρταση κ.α.) να παρατείνει την παραμονή του στο ελεγχόμενο περιβάλλον της κλινικής. Με δεδομένο ότι ο εναγόμενος – ιατρός παρείχε τις ιατρικές του υπηρεσίες στο χώρο της επίσης εναγομένης κλινικής, κάνοντας χρήση, στο πλαίσιο της λειτουργίας αυτής των κτιριακών, μηχανολογικών και λοιπών εγκαταστάσεων (χειρουργεία, μηχανήματα, δωμάτια νοσηλείας), όπως και του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού της, καθώς και των παρεχόμενων στον ιατρό από την κλινική συναφών διευκολύνσεων, έγινε δεκτό ότι υπήρχε μία σχέση χαλαρής εξάρτησης του ιατρού από την κλινική ως προς τον τόπο, το χρόνο και τους όρους εργασίας και επομένως υφίστατο μεταξύ τους σχέση πρόστησης κατ’ άρθρο 922 ΑΚ.

 

Δ. Η ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΧΕΣΗ

 

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

 

Προϋπόθεση της σχέσης πρόστησης κατά τα άρθρα 334 ΑΚ και 922 ΑΚ, όπως προαναφέρθηκε, είναι η ύπαρξη αιτιώδους σχέσης μεταξύ της πράξης του προστηθέντος και του χώρου δράσης και κινδύνου του προστήσαντος (η πράξη του βοηθού εκπλήρωσης, κατ΄ άρθρο 334 ΑΚ, να έγινε κατά την εκπλήρωση της παροχής και η πράξη του προστηθέντος, κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ, να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε αναθέσει ο προστήσας).

Στο πλαίσιο της ευθύνης της κλινικής από τη σχέση πρόστησης με τον ιατρό, ανακύπτει το δυσχερές ζήτημα έως ποιου σημείου της ιατρικής παρακολούθησης εξακολουθεί να υφίσταται ευθύνη της, ήτοι να υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ της πράξης του προστηθέντος ιατρού και του χώρου δράσης και κινδύνου της. Το σχετικό ζήτημα εκ των πραγμάτων καλείται να αντιμετωπίσει η νομολογία.

 

ΙΙ. Η ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ

 

Η ευθύνη της κλινικής από σχέση πρόστησης με τον ιατρό προϋποθέτει ότι αυτός χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις και το προσωπικό της για τη διενέργεια της ζημιογόνου ιατρικής πράξης. Η ευθύνη από την πρόστηση καλύπτει και το απόλυτα αναγκαίο στάδιο της αποθεραπείας, όπως είναι και το μετεγχειρητικό στάδιο χειρουργικής επέμβασης.[42] Κρίσιμο ωστόσο είναι το πότε έλαβε χώρα η ζημιογόνος συμπεριφορά του ιατρού. Εάν οι πλημμελείς πράξεις (ή παραλείψεις) του ιατρού έλαβαν χώρα μετά την έξοδο του ασθενούς από την κλινική, δεν υφίσταται ευθύνη της τελευταίας από σχέση πρόστησης, όπως εξάλλου συνάδει και με τη ratio των διατάξεων των άρθρων 334 ΑΚ και 922 ΑΚ, δεδομένου ότι η ευθύνη της κλινικής καταφάσκεται επειδή ο ιατρός εντάσσεται στον κύκλο δραστηριότητάς της, κατά τα προαναφερόμενα.

H ύπαρξη αιτιώδους σχέσης μεταξύ της ζημιογόνου πράξης του ιατρού και του χώρου δράσης και κινδύνου της κλινικής αποτελεί ζήτημα απόδειξης. Το αποδεικτικό μέσο που παίζει κύριο ρόλο στις δίκες περί ιατρικής ευθύνης είναι η πραγματογνωμοσύνη. Ο διορισμένος από το δικαστήριο (ιατρός) πραγματογνώμονας πρέπει να γνωμοδοτήσει, πέραν του εάν υφίσταται ζημία του ασθενούς, συνδεόμενη αιτιωδώς με αμελή συμπεριφορά του ιατρού, και περί του εάν η τελευταία έλαβε χώρα ενώ ο ιατρός έκανε χρήση των εγκαταστάσεων και του προσωπικού της κλινικής, προκειμένου (σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα) να αποδειχθεί ότι υφίσταται σχέση πρόστησης μεταξύ τους και συνακόλουθα ευθύνη της κλινικής.

 

ΙΙΙ. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

 

α. ΑΠ 259/2021[43]

Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 259/2021 του Αρείου Πάγου έγινε δεκτή αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης υπ΄ αριθ. 2491/2018 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Ο ασθενής υπεβλήθη σε αφαίρεση όγκου του λάρυγγα με laser (και όχι με ολική λαρυγγεκτομή), στις 8-7-2006, από τον εναγόμενο ιατρό – ωτορινολαρυγγολόγο. Εξήλθε από την κλινική στις 9-7-2006. Από τις 19-7-2006 άρχισε να δυσκολεύεται στην αναπνοή του και στις 24-7-2006, όταν η δύσπνοια επιδεινώθηκε, επισκέφθηκε τον εναγόμενο ιατρό στο ιατρείο του και εν τέλει στις 28-7-2006 απεβίωσε από ασφυξία. Κρίθηκε ότι ο εναγόμενος ιατρός, αναφορικά με την επιλογή της θεραπείας, ενήργησε σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, όπως θα ενεργούσε ο μέσος συνετός γιατρός ωτορινολαρυγγολόγος. Ωστόσο επέδειξε αμέλεια κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, αφού σύμφωνα με τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης έπρεπε κατά την έξοδο του ασθενούς από το νοσοκομείο, μετά την επέμβαση, να του χορηγήσει, εκτός από αντιβίωση, και κορτιζόνη. Η κορτιζόνη έχει αντιφλεγμονώδη – αποιδηματική δράση και θα είχε συντελέσει αποτελεσματικά στην αποτροπή του οιδήματος, που τελικά έφραξε τον λάρυγγα του ασθενούς και του προκάλεσε την ασφυξία. Ενόψει τούτων, κρίθηκε ότι, εφόσον η αμέλεια του θεράποντος ιατρού έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα, που συνέχισε να παρακολουθεί τον ασθενή μετά την έξοδό του από την κλινική, οι υπαίτιες παραλείψεις του «δεν συνδέονται με την προηγηθείσα επέμβαση και νοσηλεία του ασθενούς, ούτε είναι συναφείς και αμέσως συνεχόμενες με την επέμβαση που προηγήθηκε στο χώρο της κλινικής, αφού η επέμβαση αυτή εκτελέστηκε άρτια και σύμφωνα με του κανόνες της ιατρικής επιστήμης». Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι οι παραλείψεις του εναγομένου ιατρού έλαβαν χώρα κατά την παροχή πρόσθετων ιατρικών υπηρεσιών και στο πλαίσιο επιπλοκής, που εμφάνισε ο ασθενής λόγω της αμελούς συμπεριφοράς του ιατρού μετά την έξοδο από την κλινική και επομένως δεν υφίστατο «εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της κλινικής, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται η τελευταία για τις ανωτέρω παραλείψεις του θεράποντος ιατρού».

 

β. ΑΠ 1429/2012[44]

Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1429/2012 του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης υπ΄ αριθ. 2373/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Η ασθενής έπασχε από εκφυλιστική σπονδιολίσθηση των 03-04 και 05 σπονδύλων, για την αντιμετώπιση της οποίας υπεβλήθη σε επέμβαση. Την ίδια ημέρα της επέμβασης διαπιστώθηκε επιδείνωση της νευρολογικής της εικόνας στα κάτω άκρα, τα οποία παρουσίαζαν σχεδόν πλήρη αδυναμία κίνησης, ήτοι συμπτώματα «ιππουριδικής συνδρομής». Η ασθενής υπεβλήθη σε νέα επέμβαση και στη συνέχεια παρέμεινε νοσηλευόμενη στην κλινική για χρονικό διάστημα δύο μηνών. Συνεπεία της επέμβασης υπέστη μόνιμη και βαριά σωματική βλάβη, που την κατέστησε ανάπηρη. Κρίθηκε ότι η προκληθείσα στην ασθενή σωματική βλάβη οφείλεται σε παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά του θεράποντος ιατρού της, ο οποίος, με την ιδιότητα του ορθοπεδικού χειρουργού, παρέλειψε να ενεργήσει σύμφωνα με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο από την ιατρική επιστήμη καθήκον μέριμνας και επιμελείας. Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό ότι η ιππουριδική συνδρομή, την οποία εμφάνισε η ασθενής αμέσως μετά την πρώτη επέμβαση, είναι γνωστή στη επιστήμη και τη διεθνή ιατρική πρακτική, ως αποτελούσα την πλέον σοβαρή, από την άποψη των δυσμενών συνεπειών που μπορεί να έχει για τον ασθενή, μετεγχειρητική επιπλοκή των επί της σπονδυλικής στήλης χειρουργικών επεμβάσεων. Απαιτεί δε από τον χειρούργο – θεράποντα ιατρό του ασθενούς εγρήγορση, συνεχή παρακολούθηση και άμεσες ενέργειες προς αντιμετώπισή της, αφού οποιαδήποτε καθυστέρηση οδηγεί σε βαρύτατες και μη αναστρέψιμες νευρολογικές βλάβες. Ωστόσο εν προκειμένω ο εναγόμενος ιατρός καθυστέρησε στις προσήκουσες για την ασθενή ιατρικές πράξεις, με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν σε αυτή μόνιμες νευρολογικές βλάβες. Κρίθηκε ότι η ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ιατρού εκδηλώθηκε κατά την άσκηση των ιατρικών καθηκόντων και υπηρεσιών, που προσέφερε στο, επίσης εναγόμενο, νοσοκομείο (νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου) και επομένως αυτό ευθυνόταν εις ολόκληρον με τον εναγόμενο ιατρό, δεδομένου ότι υφίστατο εν προκειμένω σχέση πρόστησης κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ.

 

  1. E. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Η παροχή ιατρικών υπηρεσιών από ιδιωτικές κλινικές έχει ιδιαίτερα διευρυνθεί, λόγω και της αυξανόμενης πλέον τάσης σύναψης ασφαλιστικών συμβολαίων υγείας. Η διεύρυνση της δραστηριότητας των ιδιωτικών κλινικών συνεπάγεται για αυτές αυξημένα κέρδη. Ωστόσο, η παροχή ιατρικών υπηρεσιών από ιατρούς ενέχει κινδύνους, τους οποίους θα ήταν ανεπιεικές να επωμίζονται εξ ολοκλήρου οι ίδιοι και εν τέλει η ασφαλιστική τους εταιρεία. Η παράλληλη ευθύνη ιατρού και ιδιωτικής κλινικής, η οποία, ως κερδοφορούσα επιχείρηση, είναι οικονομικά πιο εύρωστη και επίσης ασφαλίζεται για την κάλυψη των σχετιζόμενων με τη δραστηριότητά της κινδύνων, παρέχει στους ασθενείς ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον ιατρό. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι η ιατρική ευθύνη νομολογιακά διαμορφώνεται κυρίως ως αδικοπρακτική, στο πλαίσιο της οποίας παρέχεται η δυνατότητα επιδίκασης και χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης.

Η νομολογία, προσπαθώντας αφενός να μην απέχει εντελώς από το κριτήριο της εξάρτησης και αφετέρου να μη οδηγηθεί σε ανεπιεικείς λύσεις, καταφάσκει στη συντριπτικής της πλειοψηφία τη σχέση πρόστησης ιατρού και κλινικής κατ΄ άρθρο 922 ΑΚ, με την αιτιολογία ότι η τελευταία κερδοφορεί από την εργασία των ιατρών, διευρύνοντας τον κύκλο εργασιών της. Επομένως έμμεσα (η νομολογία) αποδέχεται, παρότι δεν το αναφέρει ρητά, ότι κρίσιμο δεν είναι το κριτήριο της εξάρτησης, ως προς το οποίο εκ των πραγμάτων οι απαιτούμενες από αυτή (τη νομολογία) προϋποθέσεις (τόπος, χρόνος, κλπ.) πάντα θα συντρέχουν, αλλά η ένταξη της δραστηριότητας του ιατρού στο πεδίο δράσης και κινδύνων της κλινικής, σύμφωνα και με την κρατούσα πλέον στη θεωρία άποψη.

Η νομολογία καλείται να επιλύσει και το έτερο δυσχερές ζήτημα αναφορικά με τη σχέση πρόστησης ιατρού και κλινικής, ήτοι αυτό της αιτιώδους σχέσης μεταξύ της πράξης του ιατρού και του χώρου δράσης και κινδύνου της κλινικής. Κρίσιμο εν προκειμένω είναι το χρονικό σημείο, κατά το οποίο έλαβαν χώρα οι ζημιογόνες πράξεις ή οι παραλείψεις του ιατρού, ήτοι εάν αυτές έγιναν ενώ ο ιατρός έκανε χρήση των εγκαταστάσεων και του προσωπικού της κλινικής. Αν αποδειχθεί ότι οι ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις έλαβαν χώρα μετά την έξοδο του ασθενούς από την κλινική, δεν υφίσταται ευθύνη της από σχέση πρόστησης με τον ιατρό.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα προαναφερόμενα αποτελούν παράδειγμα προσαρμογής του δικαίου στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα.[45] Η ερμηνεία του δικαίου πρέπει να ακολουθεί την αναπόφευκτη, με την πάροδο των ετών, αλλαγή και εξέλιξη των συνθηκών. Τα νέα δεδομένα, ιδίως στο χώρο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, στον οποίο εντάσσονται και οι ιδιωτικές κλινικές, οδήγησαν ορθά τη θεωρία στο να ξεπεράσει το κριτήριο της εξάρτησης. Αντιστοίχως λειτούργησε και η νομολογία, καίτοι αυτό δεν αναφέρεται ρητά στις δικαστικές αποφάσεις. Ουσιαστικά λοιπόν τόσο η θεωρία, όσο και η νομολογία, καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα, καταφάσκοντας τη σχέση πρόστησης μεταξύ ιδιωτικής κλινικής και ιατρού και συνακόλουθα την αστική ευθύνη της κλινικής σε περίπτωση ιατρικής αμέλειας.

 

 

[1] Σύμφωνα με το άρθρο 1 (Ορισμός κλινικής) του ν. 4600/2019 (Εκσυγχρονισμός πλαισίου ιδιωτικών κλινικών) «1. Ιδιωτική κλινική είναι η υγειονομική μονάδα στην οποία παρέχονται υπηρεσίες υγείας και νοσηλείας ασθενών, σύμφωνα με τις παραδεδεγμένες σύγχρονες αντιλήψεις και μεθόδους της ιατρικής επιστήμης. 2. Υπηρεσίες υγείας σε εξωτερικούς ασθενείς μπορεί να παρέχονται από τα τμήματα που διαθέτει η ιδιωτική κλινική, σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας της. Τα εργαστήρια, τα φαρμακεία και οι μονάδες της κλινικής λογίζονται ως τμήματα αυτής.»

[2] Σταθόπουλος Μιχ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018 (Ε΄ έκδοση), σ. 423 και 428.

[3] Βλ. σχετικά ενδεικτικά Αγαλλοπούλου Π., Η σημασία της συναίνεσης του τραυματισμένου σε χειρουργική επέμβαση, σε Αφιέρωμα στον Αλ. Λιτζερόπουλο, 1985, τόμος Α΄, σ. 29 επ.· Αναπλιώτη–Βαζαίου Ειρ., Γενικές Αρχές Ιατρικού Δικαίου, Αθήνα, Αφοι Π. Σάκκουλα, 1993, σ. 38 επ.· Ανδρουλιδάκη–Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς. Συμβολή στη διακρίβωση της αστικής ιατρικής ευθύνης, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 1993· Βάρκα–Αδάμη Α., Βιοηθική και Δίκαιο, ΕλλΔνη 43/2002, σ. 663 επ. και ειδικότερα σ. 665 επ.· Βιδάλη Τ., Βιοδίκαιο, πρώτος τόμος: Το Πρόσωπο, Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σ. 41· Δουγαλή Ζ., σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 12, σ. 138 επ.·Κανελλοπούλου–Μπότη Μ., Ιατρική Ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 1999· της ίδιας, σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 11, σ. 122 επ.· Καράμπελα Λ, Η σημασία και η αξία της συναίνεσης στην ιατρική πράξη, ΠοινΧρ ΛΗ/1988, σ. 337 επ.· Κατσαντώνη Α., Αι ιατρικαί θεραπευτικαί επεμβάσεις και η σημασία της συναινέσεως του ασθενούς, ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 65 επ.· Κότσιανου Στ., Ιατρική Ευθύνη, Θεσσαλονίκη, 1977, σ. 150 επ.· Κουτσελίνη Α./Μιχαλοδημητράκη Μ., Ιατρική Ευθύνη, Γενικά και ειδικά θέματα ιατρικής αμέλειας και ιατρικής ευθύνης, Αθήνα, Gutenberg, 1984, σ. 47 επ.· Λάτσιου Χ., σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 15, σ. 198· Λιούρδη Κ., Ιατρική Ποινική Ευθύνη, Γενικές έννοιες και Ειδικά ζητήματα, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ. 59 επ.· Μάλλιου Ε., Το Ανθρώπινο Γονιδίωμα, Γενετική Έρευνα και προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, σ. 220 επ.· Παπαζήση Θ., Συναίνεση ως προϋπόθεση σύννομης παροχής υπηρεσιών υγείας, Digesta 2004, σ. 444 επ.· Πελλένη–Παπαγεωργίου Α., Ιατρική Αστική Ευθύνη και Συναίνεση του Ασθενούς, Αθήνα, Αντ. Σάκκουλα, 2016· Σακελλαροπούλου Β., ό.π. (σημ. 2), σ. 19 επ.· Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2003 και ειδικότερα σ. 174 επ.· της ίδιας, «Η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς» σύμφωνα με το νέο Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), Ο νέος Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005): Βασικές ρυθμίσεις (νομική, ιατρική και κοινωνιολογική προσέγγιση), σε Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής 1, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2006, σ. 13 επ.· της ίδιας, Η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σ. 17· Φραγκουδάκη Ε., Η νομική μεταχείριση των εφαρμογών της βιογενετικής – Ιδίως από πλευράς ιδιωτικού δικαίου, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 2008, σ. 25 επ.· Ψαρούδα–Μπενάκη Α., Το ιατρικό καθήκον διαφωτίσεως του ασθενούς ως προϋπόθεσις της συναινέσεώς του, ΠοινΧρ ΚΔ/1974, σ. 641 επ.

[4] Πρβλ. και ΑΠ 424/2012, ΝΟΜΟΣ, ΧρΙΔ 2012, σ. 587, όπου γίνεται απλή μνεία ότι η διενέργεια ιατρικής πράξης προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ασθενούς, κατόπιν πλήρους ενημέρωσής του.

[5] Κανελλοπούλου–Μπότη Μ., Ιατρική Ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, ό.π. (σημ. 3), σ. 50.

[6] Βλ. ενδεικτικά Τσαλαπόρτα Α., Ιατρική αμέλεια και προβληματισμός αναφορικά με την αντιμετώπιση της αστικής ιατρικής ευθύνης από τα πολιτικά δικαστήρια της Ελλάδος, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σ. 7.

[7] Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σελ. 429-430· ΑΠ 1683/2014, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1429/2012, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1288/2010, ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 550/2019, ΝΟΜΟΣ.

[8] Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σελ. 430.

[9] Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σ. 431, 437, 444 και 461, όπου παραπομπή σε ΑΠ 763/2014, ΝΟΜΟΣ. Βλ. και ΕφΛαρ 57/2019 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2020, σ. 89, ΝΟΜΟΣ.

[10] Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σ. 431-432, 455· ΑΠ 586/2013 ΝΟΜΟΣ· ΜονΕφΠατρ 279/2021 ΝΟΜΟΣ. Πρβλ. Λασκαρίδη Εμμ., Η θεωρία των συμφερόντων ως μέθοδος ερμηνείας του ενοχικού δικαίου, Αθήνα, Αντ. Σάκκουλας, 2020, σ. 65, κατά τον οποίο το προστατευόμενο συμφέρον συνίσταται στην εμπιστοσύνη, που δείχνει κανείς στον αντισυμβαλλόμενό του, τόσο κατά τη σύναψη, όσο και κατά την εκπλήρωση της σύμβασης.

[11] Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σ. 424, 442, 448, 467 και 473.

[12] Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σ. 467.

[13] Γεωργίου Κ., Η ευθύνη ιατρικής κλινικής, ως προστήσασας, από ιατρικό σφάλμα, ΝοΒ 2012, σ. 838-839· Καυκάς Κ., Ενοχικόν Δίκαιον (ερμηνεία κατ΄ άρθρον), Ειδικό Μέρος, τόμος Β΄ (άρθρα 730-946), 1975, Αφοι Π. Σάκκουλα, σ. 794-795· ΑΠ 2/2020, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 93/2019, ΧρΙΔ 2019, σ. 671,  ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 780/2019, ΝΟΜΟΣ, ΧρΙΔ 2019, σ. 757· ΑΠ 218/2018, ΝΟΜΟΣ· ΜονΕφΚρητ 23/2021, ΝΟΜΟΣ· ΜονΕφΠειρ 377/2021, ΝΟΜΟΣ· ΜονΕφΑθ 6711/2020, ΝΟΜΟΣ.

[14] ΑΠ 47/2020, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 224/2020, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 394/2020, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 706/2020, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 218/2018, ΝΟΜΟΣ.

[15] Γεωργιάδης Απ., Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Αθήνα, Π.Ν. Σάκκουλας, 2014, σ. 679 επ., με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία· Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σ. 453, 467 επ., με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία (AΠ 1226/2007, ΝΟΜΟΣ, ΧρΙΔ 2008, σ. 324, ΕφΘεσ 717/2009, Αρμ 2010, σ. 640, ΕφΑθ 382/2006, ΕλλΔνη 2008, σ. 561, ΕφΑθ 2879/2003, ΕλλΔνη 2004, σ. 1448, ΕφΑθ 197/1988, ΑρχΝ 1988, σ. 14)· Τσολακίδης Ζ., Ευθύνη για ενέργειες βοηθών εκπλήρωσης και προστηθέντων, Αθήνα, Αντ. Σάκκουλας, 2008, σ. 266 επ., με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία (ΕφΝαυπλ 465/2002, ΕΕργΔ 2003, σ. 480, ΕφΛαρ 431/2000, ΕλλΔνη 2001, σ. 502).

[16] Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σ. 453, παραπομπή 66.

[17] ΑΠ 181/2011, ΤΝΠΔΣΑ· ΠΠρΑθ 611/2014, ΝΟΜΟΣ.

[18] ΑΠ 824/2020, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 93/2019, ΝΟΜΟΣ, ΧρΙΔ 2019, σ. 671, βλ. contra Λασκαρίδης Εμμ., ό.π. (σημ. 10), σ. 65, κατά τον οποίο ο κύριος της υπόθεσης δεν πρέπει να ευθύνεται για το πταίσμα του βοηθού εκπλήρωσης που πραγματοποιήθηκε «ευκαιριακά», εφόσον το άρθρο 334 AK αποσκοπεί στην προστασία άλλου συμφέροντος (το προστατευόμενο συμφέρον συνίσταται στο συλλογικό συμφέρον εμπιστοσύνης, που δείχνει κανείς στον αντισυμβαλλόμενό του, τόσο κατά τη σύναψη, όσο και κατά την εκπλήρωση της σύμβασης) από αυτό που στην πραγματικότητα θίγεται από τη συμπεριφορά του βοηθού εκπλήρωσης.

[19] ΑΠ 780/2019, ΝΟΜΟΣ, ΧρΙΔ 2019, σ. 757· ΑΠ 337/2010, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 331/2010, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1507/2005, ΕλλΔνη 2006, σ. 92· ΑΠ 959/2004, ΕλλΔνη 2004, σ. 1602, ΑΠ 926/ 2004, ΕλλΔνη 2005, σ. 1659.

[20] ΑΠ 780/2019 ό.π. (σημ. 19).

[21] ΑΠ 1227/2007, ΝΟΜΟΣ.

[22] Σύμφωνα με το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 «Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης, και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγειών.»

[23] Τσαλαπόρτας Α., ό.π. (σημ. 6), σ. 9.

[24] Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλιδάκη–Δημητριάδη Ισμ., ό.π. (σημ. 3), σ. 175· Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό μέρος, Αθήνα–Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 1999, σ. 244· Ζέπου Π., Η ευθύνη του ιατρού, ΝοΒ 21/1973, σ. 2 επ. · Πολίτη Χ., Η κατανομή του βάρους της απόδειξης, Δ 18/1987, σ. 406· Σταθόπουλο Μιχ., σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 300 αρ. 33· Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, ό.π. (σημ. 3), σ. 351 επ.· της ίδιας, Θέματα αστικής ιατρικής ευθύνης σε περίπτωση γέννησης ατόμου με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία (wrongful life), Digesta 2004, σ. 475.

[25] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2115/2019, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1478/2018, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 418/2018, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 853/2017, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1187/2017, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 427/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1067/2015, ΝΟΜΟΣ· ΣτΕ 1123/2013 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 633/2014 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1683/2014 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1009/2013 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 726/2012, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012, σ. 892, ΕΕμπΔ 2013, σ. 316, ΝΟΜΟΣ· ΣτΕ 2463/1998, ΕΔΔΔ 2000, σ. 617, ΠειρΝομολ 1998, σ. 349· ΔΕφΑθ 771/2013, ΝΟΜΟΣ· ΕφΘεσ 2384/2005, ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 828/2005, ΠειρΝομ 2005, σ. 446· ΕφΑθ 4495/2002, ΔΕΕ 2004, σ. 204· ΔΕφΑθ 160/2001, ΔΔίκη 2003, σ. 506· ΕφΑθ 197/1988, ΑρχΝ 1988, σ. 139, ΕλλΔνη 1988, σ. 1239· ΔΕφΠειρ 864/2004, ΔΔίκη 2006, σ. 796.

[26] ΑΠ 427/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 974/2014, NOMOΣ· ΑΠ 1988/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 687/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 181/2011, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1362/2007, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1226/2007, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 121/2002, ΝΟΜΟΣ· ΕφΘεσ 2085/2020, ΝΟΜΟΣ· ΕφΚερκ 213/2000, ΝΟΜΟΣ.

[27] Γεωργίου Κ., ό.π. (σημ. 13), σ. 838 επ.

[28] ΑΠ 847/2006, ΝοΒ 2006, σ. 1700· ΠΠρΑθ 6285/2011, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με τις οποίες δεν υφίσταται σχέση πρόστησης μεταξύ κλινικής και ιατρών, που συνδέονταν με την κλινική με σχέση ελεύθερης συνεργασίας, με την αιτιολογία ότι αυτοί σε καμία υπόδειξη, έλεγχο ή οδηγία υπόκειντο από την κλινική, αλλά εκτελούσαν τις ιατρικές πράξεις στους πελάτες τους και εισέπρατταν την αμοιβή τους, χωρίς της διαμεσολάβηση της κλινικής και χωρίς να δέχονται από αυτή, κατά την άσκηση των ιατρικών τους καθηκόντων, εντολή, έλεγχο ή οδηγία, ως προς τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής αυτών.

[29] Γεωργίου Κ., ό.π. (σημ. 13), σ. 844.

[30] Γεωργίου Κ., ό.π. (σημ. 13), σ. 841 και 843.

[31] Καυκάς Κ., ό.π. (σημ. 13), σ. 798-799.

[32] Γεωργίου Κ., ό.π. (σημ. 13), σ. 841.

[33] Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σ. 467 επ.

[34] Σταθόπουλος Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σ. 471.

[35] ΑΠ 259/2021 ΝΟΜΟΣ·ΑΠ 418/2018, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1478/2018, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1399/2017, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1683/2014, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1988/2013, ΝΟΜΟΣ, Αρμ 2014, σ. 1225· ΑΠ 1429/2012, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1429/2012, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1362/2007, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1270/1989 ΕλλΔνη 1991, σ. 765, ΕΕΝ 1990, σ. 502· ΕφΑθ 190/2019, ΝΟΜΟΣ· ΕφΔωδ 168/2019, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 23/2016, ΝΟΜΟΣ· ΕφΛαρ 217/2014, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015, σ. 53· ΕφΘεσ 2579/2013, ΧρΙΔ 2016, σ. 420· ΕφΘεσ 692/2010, Αρμ 2011, σ. 1473· ΠολΠρΘεσ 5352/2020, ΝΟΜΟΣ· ΠολΠρΘεσ 12605/2019, ΠειρΝομ 2021, σ. 65· ΠολΠρΑθ 260/2014, ΕλλΔνη 2014, σ. 525· ΜΠρΘεσ 537/2019, ΕλλΔνη 2020, σ. 179· ΠΠρΡόδου 91/2018, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 11595/2017, Αρμ 2017, σ. 1137· ΠΠρΑθ 893/2016, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 427/2015 ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΝαυπλίου 16/2015, Αρμ 2017, σ. 31· ΠΠρΑθ 43/2015, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 453/2015, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 1324/2015, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 1595/2015, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 2383/2015, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 2733/2015, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 2862/2015, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΛαρ 56/2014, Αρμ 2015, σ. 1490· ΠΠρΑθ 260/2014, ΕλλΔνη 2014, σ. 523· ΠΠρΑθ 611/2014, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 3000/2014, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΘεσ 12941/2014, Αρμ 2016, σ. 40· ΠΠρΑθ 2911/2013, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 3627/2013, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 3669/2013, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 5739/2013, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 2421/2012, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 6285/2011, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 689/2011, ΝΟΜΟΣ.

[36] ΑΠ 1478/2018, ΝΟΜΟΣ· ΕφΛαρ 217/2014, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015, σ. 53, πρβλ. Σταθόπουλο Μιχ., ό.π. (σημ. 2), σ. 430, κατά τον οποίο ο προστήσας έχει περισσότερο από τους προστηθέντες την ευχέρεια να καλύπτει τη ζημία του από τα λάθη των προστηθέντων, ασφαλιζόμενος σε ασφαλιστική εταιρεία και μετακυλίοντας το κόστος της ασφάλισης στην τιμή των προϊόντων που προσφέρει ή επιρρίπτοντας ευθέως και χωρίς ασφάλιση στο καταναλωτικό κοινό τη ζημία μέσω της τιμής των προϊόντων.

[37] ΑΠ 1270/1989, ΕλλΔνη 1991. 765, ΕΕΝ 1990, σ. 502.

[38] ΑΠ 866/2017, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1198/2009, ΔΕΕ 2009, σ. 1361· ΑΠ 191/2008, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1224/2008, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1226/2007, ΧρΙΔ 2008, σ. 324· ΑΠ 1507/2005, ΕλλΔνη 2006, σ. 94· ΕφΑθ 1175/2019 ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 3237/2010, ΔΕΕ 2010, σ. 1315· ΕφΘεσ 1524/2009, ΕπισκΕμπΔ 2009, σ. 1017· ΕφΘεσ 1053/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009, σ. 735· ΕφΘεσ 762/2009, ΔΕΕ 2009, σ. 1364· ΕφΘεσ 761/2009, ΔΕΕ 2010, σ. 703· ΕφΘεσ 759/2009, ΔΕΕ 2009, σ. 1221· ΠΠρΑθ 169/2016, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 1324/2015, ΝΟΜΟΣ.

[39] ΑΠ 181/2011 ΝΟΜΟΣ, ΧρΙΔ 2011, σ. 664.

[40] ΑΠ 1418/2017, ΝΟΜΟΣ.

[41] ΕφΔωδ 168/2019, ΝΟΜΟΣ.

[42] ΑΠ 687/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 181/2011, ΧρΙΔ 2011, σ. 664· ΑΠ 1362/2007, ΕλλΔνη 2007, σ. 1351· ΠΠρΑθ 611/2014, ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 3000/2014, ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 5413/2018 ΝΟΜΟΣ.

[43] ΑΠ 259/2021, ΝΟΜΟΣ.

[44] ΑΠ 1429/2012, ΝΟΜΟΣ.

[45] Πρβλ. Λασκαρίδη Εμμ., ό.π. (σημ. 18), σ. 10, 15, 45 επ., 504.

Back To Top