skip to Main Content

Άρειος Πάγος

Ε΄ Ποινικό Τμήμα

Αριθμ. 1732/2005

 

 Αντιπρόεδρος: Νικόλαος Γεωργίλης

Εισηγητής: Αθανάσιος Μπρίλλης

Δικαστές: Νικόλαος Γεωργίλης, Δημήτριος Κιτρίδης, Αθανάσιος Μπρίλλης, Γεώργιος Ναυπλιώτη, Πολύκαρπος Βούλγαρη.

Αντιεισαγγελέας: Φώτης Μακρής

Δικηγόροι:Ιωάννης Ηρειώτης, Δημήτριος Παπαδημητρίου –

 

Ιατρός εντεταγμένος στο ΕΣΥ είναι, κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του νόμου 1397/1983, μόνιμος δημόσιος υπάλληλος. Παθητική δωροδοκία (δωροληψία) ιατρού, στοιχειοθετείται και διά της α) απαιτήσεως δώρων ή ανταλλαγμάτων, που δεν δικαιούται, για μελλοντική ενέργεια και β) ενέργεια αναγομένη στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από τον νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή τις οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή σχέση ή την φύση της υπηρεσίας. Αρκεί η απαίτηση των δώρων ή ανταλλαγμάτων και δεν απαιτείται και καταβολή  αυτών. Καταδίκη για δωροδοκία ιατρού εντεταγμένου στο ΕΣΥ που απαίτησε από ασθενή, χρηματική αμοιβή για την πραγματοποίηση χειρουργικής επέμβασης, αναγομένη στα καθήκοντά του. Δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι ο ιατρός πραγματοποίησε την χειρουργική επέμβαση και δεν έλαβε την αμοιβή που απαίτησε, λόγω απροθυμίας του ασθενούς να την προσφέρει αλλά και λόγω της πληροφόρησής του για υφιστάμενο κίνδυνο επ΄ αυτοφόρου συλλήψεώς του. Απόρριψη του εκ του άρθρου 510 παρ 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, λόγου αναιρέσεως για την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 235 του ΠΚ, κατά της καταδικαστικής αποφάσεως εις βάρος του ιατρού.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Γεωργίλη, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Πολύκαρπο Βούλγαρη, Δημήτριο Κιτρίδη και Αθανάσιο Μπρίλλη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Π. Κ. του Δήμου, κατοίκου Λάρισας, που παρέστη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Ιωάννη Ηρειώτη και Δημήτριο Κοντογιάννη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 924/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.

Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 8 και 15 Μαρτίου 2004 αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 610/2004.

Α φ ο ύ  ά κ ο υ σ ε

Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 8-3-2004 και 15-3-2004 ταυτόσημες αιτήσεις του κατηγορουμένου Π. Κ. του Δήμου, για αναίρεση της με αριθ. 924/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. Κατά το άρθρο 235 του ΠΚ (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του νόμου 2802/2000), τιμωρείται με την προβλεπόμενη από αυτό ποινή, ο υπάλληλος που απαιτεί ή δέχεται η προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα που δεν δικαιούται ή την υπόσχεση τέτοιων δώρων ή ανταλλαγμάτων για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντά του ή ανάγεται στην υπηρεσία του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπόμενου εγκλήματος της (παθητικής) δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται όπως, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13α΄και 263Α΄ του ΠΚ, α) τα δώρα ή ανταλλάγματα που δεν αρμόζουν σ’ αυτόν, να δίδονται ή και να υπάρχει υπόσχεση τούτων, για μελλοντική ή τελειωμένη ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ή μέλλουσα ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια και β) η ενέργεια ή παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας (Ολ ΑΠ 6/1998, Ολ ΑΠ 1778/1993). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 1397/1983 «περί Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ)», οι εντεταγμένοι στο σύστημα αυτό ιατροί είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί και απαγορεύεται να ασκούν την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα ή οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα εκτός από αυτά που έχουν σχέση με συγγραφική ή καλλιτεχνική δραστηριότητα και να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή ιδιωτική θέση. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδέιξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ’ είδος αναφερόμενων σ’ αυτή αποδεικτικών μέσων, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Π. Κ. από δεκαπενταετίας περίπου προσφέρει τις υπηρεσίες του ως ιατρός χειρουργός – ωτορινολαρυγγολόγος στο ενταγμένο στο Εθνικό Σύστημα Υγείας νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία Α. Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας και ως ενταγμένος και ο ίδιος στο ΕΣΥ έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 13α΄ του ΠΚ. Κατά την 1-11-1999 ο κατηγορούμενος, μετά από σύσταση του συναδέλφου του ιατρού Σταύρου Πατέρα προς τον 30ετή τότε μουσικό το επάγγελμα (πιανίστα) και ήδη ιερέα Γ. Σ. (μηνυτή), δέχθηκε τον τελευταίο στο ιατρείο του Νοσοκομείου Λάρισας, για να εξετάσει τη δυνατότητα αποτελεσματικής χειρουργικής επέμβασης στο ρινικό διάφραγμα του, γιατί η φυσική διάπλαση αυτού του διαφράγματος δυσχέραινε την αναπνευστική λειτουργία του ασθενούς. Μετά την εξέταση του Γ. Σ. ο κατηγορούμενος δεν τον ενημέρωσε στο ιατρείο του Νοσοκομείου, όπως θα ήταν αναμενόμενο, για τη γνώμη του ως προς το πρόβλημα υγείας που εκείνος αντιμετώπιζε, αλλά τον κάλεσε στο διάδρομο του Νοσοκομείου, σε σημείο που δεν μπορούσαν να ακούσουν αυτά που επρόκειτο να του πει, ούτε ο πατέρας του ασθενούς που τον συνόδευε, ούτε κάποιος άλλος από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Νοσοκομείου. Εκεί του είπε ότι η χειρουργική επέμβαση μπορούσε να γίνει από αυτόν σύντομα (εντός τριημέρου) στο Νοσοκομείο. Επειδή, όμως, πέρα από τη δυσπλασία του ρινικού διαφράγματός του έπρεπε να ευθυγραμματιστεί για αισθητικούς λόγους και η καμπυλότητα της μύτης του με ταυτόχρονη πλαστική χειρουργική επέμβαση απόξεσης της καμπύλης (κυρτώματος) των ρινικών οστών θα έπρεπε να του καταβάλει ποσό 500.000 δραχμών. Το ποσό αυτό το ζήτησε ως μη οφειλόμενη και απαγορευμένη (παράνομη) αμοιβή του ιδίου, προσθέτοντας ότι στην εγχείρηση θα μετείχε και ο διευθυντής της Ω.Ρ.Λ. Κλινικής του Νοσοκομείου λόγω της δυσκολίας της και αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτός θα έδινε μέρος της αμοιβής και στο συνάδελφό του μετά τον οποίο ερχόταν ο ίδιος στην ιεραρχία του ιατρικού προσωπικού της ίδιας κλινικής. Ο Γ. Σ. αντέλεξε ότι δεν διαθέτει τέτοιο χρηματικό ποσό, ούτε έχει σχετική υποχρέωση και ο κατηγορούμενος μείωσε την απαίτησή του σε 300.000 δρχ. αρχικά και τελικά σε 200.000 δρχ., στο οποίο ποσό συμφώνησε και ο ενδιαφερόμενος υπό την πίεση της ανάγκης αποκατάστασης της υγείας του. Τη συνομιλία του δε με τον κατηγορούμενο την ανακοίνωσε αμέσως στον πατέρα του που τον ανέμενε σε παρακείμενο χώρο του Νοσοκομείου. Το γεγονός όμως ότι αναγκάστηκε ο κατηγορούμενος να μειώσει τις παράνομες χρηματικές του απαιτήσεις του από 500.000 σε 200.000 δραχμές, λόγω των αντιδράσεων του ασθενούς, ώθησε αυτόν (κατηγορούμενο) να μεταθέσει διαδοχικά τη σειρά χειρουργικής επέμβασής του σε μεταγενέστερους χρόνους, ως εκδήλωση δυσμένειας προς τον ασθενή. Έτσι παρήλθε όχι μόνο το τριήμερο, αλλά πέρα από τρεις εβδομάδες χωρίς να προσδιορίζει ο κατηγορούμενος (που είχε αναλάβει την επέμβαση και όφειλε να συνεργασθεί σ ‘ αυτό με το Διευθυντή της Κλινικής του Νοσοκομείου) χρόνο εισαγωγής του Γ. Σ. στο Νοσοκομειο για να χειρουργηθεί (χειρουργήθηκε στις 28/11/1999). Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Γ. Σ. και τον πατέρα του που κατέφυγαν στο Διευθυντή του Νοσοκομείου, ιατρό Λ., στον οποίο κατήγγειλαν όλα όσα προηγήθηκαν με τον κατηγορούμενο. Ο Διευθυντής του Νοσοκομείου τους συνέστησε για το ζήτημα της αξίωσης του κατηγορουμένου προς λήψη χρημάτων να ζητηθεί η επέμβαση της Αστυνομικής Αρχής (Τμήματος Ασφαλείας Λάρισας), στην οποία ακολούθως εκείνοι απευθύνθηκαν κατά τις 22/11/1999. Η Διεύθυνση του Τμήματος Ασφαλείας Λάρισας προσημείωσε τους αριθμούς 20 χαρτονομισμάτων των 10.000 δραχμών το καθένα, με σκοπό να δοθούν από τον Γ. Σ. στον κατηγορούμενο, αν ο τελευταίος τα απαιτούσε πριν ή μετά τη χειρουργική επέμβαση, ενώ διέθεσε και την Ανθ/μο Αθ. Β για να υποδύεται τη μνηστή του ασθενούς Γ. Σ να καταστεί πιο ασφαλής η βεβαίωση του εγκλήματος με την επ’ αυτοφώρω σύλληψη του κατηγορουμένου. Αυτό δεν κατορθώθηκε όμως, επειδή ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε, προφανώς από πληροφόρηση του προσωπικού του Νοσοκομείου τις προς τις Αρχές (Νοσοκομείου και Αστυνομίας) κινήσεις του μηνυτή και του πατέρα του, οι οποίοι σημειωτέον απείλησαν απροκάλυπτα ότι θα προσφύγουν όπου μπορούν για την κωλυσιεργία του κατηγορουμένου και ενώπιον του (βλ. ένορκες καταθέσεις τους) και γι’ αυτό όχι μόνον δεν αξίωσε στη συνέχεια την καταβολή του ποσού των 200.000 δραχμών αλλά επί πλέον αντέδρασε έντονα όταν ο Γ. Σ. του επισήμανε μήπως η καθυστέρηση εισαγωγής του στο χειρουργείο είχε σχέση με το ότι δεν είχε λάβει (ο κατηγορούμενος) το ποσό που απαίτησε (200.000 δραχμές). Το ότι αυτή ήταν η αιτία της μη εμμονής του κατηγορουμένου στην αξίωσή του καταβολής του ποσού των 200.000 δραχμών προκύπτει όχι μόνον από τις ένορκες καταθέσεις του μηνυτή και του πατέρα του Δ. Σ., αλλά και τις ένορκες καταθέσεις των δυο αστυνομικών που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του μηνυτή στο χώρο του Νοσοκομείου από 22/11/1999 μέχρι την τελευταία εξέταση του ασθενούς (κατά το στάδιο της ανάρρωσης) από τον κατηγορούμενο στο ιατρείο της συζύγου του, όπου τον κάλεσε για έλεγχο του τραύματός του μετεγχειρητικά. Οι αστυνομικοί αυτοί Αθ. Βουρλάκη και Ν. Ροπόκης στις προανακριτικές ένορκες καταθέσεις τους, αποσπάσματα των οποίων αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο προς υποβοήθηση της μνήμης των μαρτύρων (και τα οποία επιβεβαίωσαν), καταθέτουν τα εξής για το ζήτημα της μη εξακολούθησης του κατηγορουμένου να απαιτεί το ποσό των 200.000 δραχμών από το μηνυτή: α) Η πρώτη «Την ώρα αυτή (της άρνησης του κατηγορουμένου προς το μηνυτή μήπως το ζήτημα της καθυστέρησης χειρούργησής του ήταν χρηματικό) ένιωσα ότι με κάποιο άγνωστο σε μένα τρόπο ο γιατρός κατάλαβε ότι παρακολουθούσαμε την υπόθεση» και β) ο δεύτερος «Ήταν φανερό ότι κάτι είχε υποψιαστεί (ο κατηγορούμενος) εκτός και αν περίμενε να του βάλει από μόνος του τα χρήματα ο Σ. (μηνυτής)». Με βάση αυτά τα περιστατικά θεμελιώνεται από αντικειμενική και υποκειμενική άποψη το αδίκημα της δωροδοκίας, εφόσον ο κατηγορούμενος ως ιατρός του Νοσοκομείου Λάρισας ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. α΄ Π.Κ. και κατά την άσκηση των καθηκόντων του απήτησε από τον ασθενή Γ. Σ. για την προς τον τελευταίο παροχή των οφειλομένων ιατρικών υπηρεσιών του (χειρουργικής επέμβασης στο οστικό τμήμα της ρινικής κοιλότητας του ασθενούς) παρανόμως ως αμοιβή (δώρο), με δήλωση του προς τον ασθενή που περιήλθε σ’ αυτόν, το ποσό των 500.000 δραχμών, το οποίο λόγω αντιρρήσεων του ασθενούς περιόρισε διαδοχικώς μέχρι το ποσό των 200.000 δραχμών, είναι δε χωρίς έννομη επιρροή το ότι δε συντελέσθηκε η καταβολή, αφού δεν αποτελεί αυτή στοιχείο του αδικήματος (άρθρο 235 Π.Κ.), τόσο μάλλον που η ματαίωση της καταβολής δεν οφείλεται σε μεταστροφή της βούλησης του κατηγορουμένου, αλλά οφείλεται για με το πρώτο εικοσαήμερο (από 2 έως 22/11/1999) σε απροθυμία του ασθενούς να προσφέρει το ποσό εξαιτίας και της γενόμενης μετάθεσης του χρόνου της χειρουργικής επέμβασης, για δε το υπόλοιπο δεκαπενθήμερο σε πληροφόρηση του κατηγορουμένου για τον υφιστάμενο κίνδυνο της επ’ αυτοφώρω σύλληψής του με τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι η γνωμάτευση για την ανάγκη δαπάνης πλαστικής χειρουργικής επέμβασης έγινε από αυτόν προς τον μηνυτή αλλά αναφερόταν σε επέμβαση ιδιώτη γιατρού, ο οποίος ισχυρισμός προτάθηκε για πρώτη φορά με την απολογία του στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου αυτού Δικαστηρίου, είναι αβάσιμος καθ’ όσον όπως και ο ίδιος κατηγορούμενος ομολογεί, η χειρουργική επέμβαση στον μηνυτή συντελέσθηκε στο Νοσοκομείο της Λάρισας στις 28/1/1999 και επιτεύχθηκε ταυτοχρόνως τόσο το θεραπευτικό αποτέλεσμα της ευθυγράμμισης του ρινικού διαφράγματος, όσο και το αισθητικό αποτέλεσμα της απάλειψης της μικρής δυσμορφίας (κυρτώματος) με απόξεση του πάνω μέρους του ρινικού οστού, με μόνη τη συνεισφορά των νοσοκομειακών γιατρών (και του ιδίου του κατηγορουμένου), αυτό δεν ήταν μέσα στα πλαίσια των συνηθισμένων καθηκόντων αυτού και των συναδέλφων του (βλ. απολογίες του) και το αποτέλεσμα ήταν άψογο. ’λλωστε θα ήταν έξω από κάθε μορφή λογικής συνέπειας και ιατρικής δεοντολογίας να ανέφερε ο κατηγορούμενος τη δυνατότητα πρόσθετης χειρουργικής επέμβασης στον μηνυτή, μεταγενέστερα, από ιδιώτη πλαστικό χειρούργο, όταν μπορούσαν τα ίδια αποτελέσματα να επέλθουν με μια και μόνον επέμβαση είτε στο Νοσοκομείο χωρίς οικονομική επιβάρυνση του μηνυτή είτε εκτός Νοσοκομείου με ενιαία δαπάνη, χωρίς την υποβολή στους πόνους και τους κινδύνους δυο χειρουργικών επεμβάσεων. Σημειώνεται ότι η αξιοπιστία του μηνυτή, ως προς το σκέλος της κατάθεσής του ιδιαίτερα που αφορά την απαίτηση για δωροληψία του κατηγορουμένου προς αυτόν δεν έχει τεθεί σε αμφιβολία ούτε από τους μάρτυρες (κατηγορίας και υπερασπίσεως) ούτε από κανένα άλλο στοιχείο της αποδεικτικής διαδικασίας. Τέλος ο κατηγορούμενος, λόγω της μόρφωσής του και της μακράς προϋπηρεσίας του στο Δημόσιο Νοσοκομείο γνώριζε ότι δεν εδικαιούτο να λάβει χρήματα από τον μηνυτή Γ. Σ. για τις ιατρικές υπηρεσίες του που είχε ανάγκη ο μηνυτής και επιδίωξε να του καταβάλει ο τελευταίος το ως άνω μη οφειλόμενο χρηματικό ποσό, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του ασθενούς από αθέμιτη φιλοκέρδεια.

Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, με βάση τις παραπάνω παραδοχές, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της (παθητικής) δωροδοκίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 235 ΠΚ (όπως ίσχυε πριν από την τελευταία αντικατάστασή του με το ν. 2802/2000) και αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α΄ ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13α, 263Α και 235 ΠΚ (όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το ν. 2802/2000), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα η απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια προσδιορίζει ότι ο αναιρεσείων ιατρός ήταν ενταγμένος στο ΕΣΥ και υπηρετούσε το Α. Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας ως χειρουργός- ωτορινολαρυγγολόγος, και άρα υπάλληλος, ότι στα καθήκοντά του αναγόταν η προαναφερόμενη χειρουργική επέμβαση τόσο στο ρινικό διάφραγμα όσο και στο κύρτωμα των ρινικών οστών του μηνυτή, καθώς και ότι για να προβεί στην εν λόγω χειρουργική επέμβαση ζήτησε παράνομα από το μηνυτή Γ. Σ. να του καταβάλει αρχικά το ποσό των 500.000 δραχμών, το οποίο, μετά την προβολή αδυναμίας καταβολής του από τον τελευταίο, περιόρισε τελικά σε 200.000 δρχ, ποσό στο οποίο συμφώνησε ο μηνυτής. Ουδεμία δε αντίφαση υπάρχει μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού, από το συνδυασμό αυτών, προκύπτει σαφώς ότι το χρηματικό ποσό των 200.000 δραχμών, το οποίο τελικά ζήτησε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, αφορούσε την προαναφερόμενη χειρουργική επέμβαση τόσο στο ρινικό διάφραγμα, όσο και στο κύρτωμα των ρινικών οστών του μηνυτή. Τέλος, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που, υπό την επίκληση του λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, είναι απαράδεκτες, αφού ο ’ρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τις παραδοχές αυτής και δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι των κρινόμενων αιτήσεων, με τις αντίθετες προς τα παραπάνω αιτιάσεις τους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 8-3-2004 και 15-3-2003 αιτήσεις του Π. Κ. του Δήμου, για αναίρεση της με αριθ. 924/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια δέκα (210) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 2005. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Σεπτεμβρίου 2005.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσίευση: ΤΝΠ ΔΣΑ (Ισοκράτης)

Back To Top