skip to Main Content
Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 12941/2014: Αγωγή κατά χειρουργού ιατρού για ηθική βλάβη λόγω αφαίρεσης έκτοπου νεφρού που εξελήφθη ως καρκινικός όγκος

ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Αριθμός Αποφάσεως 12941/2014

Πρόεδρος: Νικόλαος Βόκας

Δικαστές: Β. Χατζηπανταζής, Α. Εκκλησίαρχος (Εισηγητής)

Αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης λόγω παράνομης ιατρικής πράξης. Ο παράνομος χαρακτήρας μιας ιατρικής πράξης προκύπτει είτε όταν διαπιστώνεται κάποιο ιατρικό σφάλμα, είτε όταν αυτή διενεργείται χωρίς έγκυρη συναίνεση του ασθενούς. Αναγκαία η λεπτομερής ενημέρωση του ασθενούς και η μετά από αυτήν έγκυρη συναίνεσή του, ώστε να μην υπάρχει παράνομη συμπεριφορά του ιατρού. Αφαίρεση έκτοπου νεφρού που εξελήφθη ως καρκινικός όγκος, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του ασθενούς, κατά την διάρκεια λαπαροσκοπικής ανάταξης βουβωνοκήλης. Μεταγενέστερη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε άλλος νεφρός. Δεν διαπιστώνεται αμέλεια ως προς την παράλειψη διάγνωσης του έκτοπου νεφρού κατά την εγχείρηση. Διαπιστώνεται αμέλεια ως προς την παράλειψη διενέργειας ταχείας βιοψίας, ως προς την παράλειψη της ενημέρωσης του γονέα του ανήλικου ασθενούς, αλλά και ως προς την έλλειψη της συναίνεσης αυτού στην αφαίρεση του έκτοπου νεφρού, δεδομένου και ότι η αφαίρεση του μορφώματος αυτού δεν ήταν αναγκαία, αφού ο ασθενής δεν διέτρεχε άμεσο κίνδυνο από την μη αφαίρεσή του.

……

 2. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσης του, ήλπισε όμως ότι θα το απο φύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε όντως στη συγκεκριμένη περίπτωση (ενδεικτικά ΑΠ 1693/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

3. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δυο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική, ή άλλο ιατρικό κέντρο, αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 α.ν. 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθεί σα συναφώς ειδική πείρα (ΑΠ 1988/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 687/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 687/2013 ό.π., ΑΠ 1226/2007 ΧρΙΔ 2008.324). [Α. Τσαλαπόρτας, «Ιατρική αμέλεια και προβληματισμοί αναφορικά με την αντιμετώπιση της αστικής ιατρικής ευθύνης από τα πολιτικά δικαστήρια της Ελλάδος», σε Ερευνητικό Δίκτυο Α.Π.Θ. (επιμ.), Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική) – Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, εκδ. 2013, σελ. 13 – 14 και εκεί παραπομπές, όπως και ΠολΠρΑθ 260/2014 ΕλλΔνη 2014.525].

4. Ειδικότερα, η ιατρική αμέλεια θεμελιώνεται στο άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 “περί Κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεων της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών», ήδη όμως και στις διατάξεις των άρθρων 2 § 3 εδ. α`, 3 §§ 2 και 3 και 10 §§ 1 και 3 του ν. 3148/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) που εκσυγχρονίζουν και εξειδικεύουν πλέον το ζητούμενο πρότυπο της ορθής ιατρικής συμπεριφοράς, ορίζοντας ότι: «Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης» (2 § 3 εδ. α`), «2. Ο ιατρός ενεργεί με βάση: α) την εκπαίδευση που του έχει παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, την άσκησή του για την απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας και τη συνεχιζόμενη ιατρική του εκπαίδευση, β) την πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την άσκηση της ιατρικής και γ) τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης. 3. Ο ιατρός, κατά την άσκηση της ιατρικής, ενεργεί με πλήρη ελευθερία, στο πλαίσιο των γενικά αποδεκτών κανόνων και μεθόδων της ιατρικής επιστήμης, όπως αυτοί διαμορφώνονται με βάση τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης σύγχρονης επιστημονικής έρευνας. Έχει δικαίωμα για επιλογή μεθόδου θεραπείας, την οποία κρίνει ότι υπερτερεί σημαντικά έναντι άλλης, για τον συγκεκριμένο ασθενή, με βάση τους σύγχρονους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, και παραλείπει τη χρήση μεθόδων που δεν έχουν επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση» (3 §§ 2 και 3), «1. Η άσκηση της ιατρικής γίνεται σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ο ιατρός έχει υποχρέωση συνεχιζόμενης δια βίου εκπαίδευσης και ενημέρωσης σχετικά με τις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς του. … 3. Ο ιατρός οφείλει να αναγνωρίζει τα όρια των επαγγελματικών του ικανοτήτων και να συμβουλεύεται τους συναδέλφους του (10 §§ 1 και 3) (Α. Τσαλαπόρτας, ό.π., σελ. 9). Από τη διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939, σε συνδυασμό με τις λοιπές που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντιθέτως, δεν φέρει καμιά ευθύνη αν ενήργησε σύμφωνα με τους πιο πάνω κανόνες (lege artis), και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεση του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 1693/2013 ό.π., βλ. σχ. και ΑΠ 1009/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1444/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 424/2012 ΧρΙΔ 2012.587). Ευθύνη, όμως, των ιατρών προκύπτει και όταν αυτοί πριν από τη χειρουργική επέμβαση δεν προέβησαν στον απαιτούμενο προεγχειρητικό έλεγχο, ενώ αμέλεια μπορεί να θεμελιωθεί σε εσφαλμένη διάγνωση ή σε λάθη κατά τη διάγνωση, όπως επίσης σε σφάλμα περί την επιλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται βλάβη στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας, είτε διότι επελέγη μέθοδος και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωση (Α. Τσαλαπόρτας, ό.π., σελ. 10). Περαιτέρω, την ευθύνη αυτή του ιατρού, ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει και η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την “προστασία των καταναλωτών”, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών” (παρ. 1), ότι “ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας” (παρ. 2 εδ. β`), ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψη υπαιτιότητας” (παρ. 4 εδ. α`), ότι “για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος” (παρ. 4 εδ. β`) και ότι “μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα” (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 1693/2013 ό.π.), με επακόλουθο και την καθιέρωση νόθου αντικειμενικής ευθύνης του ιατρού, κατά τις ανωτέρω διατάξεις (ΑΠ 687/2013 ό.π., ΑΠ 424/2012 ό.π., ΑΠ 1227/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, έτσι και Α. Τσαλαπόρτας, ό.π., σελ. 11). Ενόψει δε της νόθου αυτής αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα, όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 1693/2013 ό.π., ΑΠ 1227/2007 ό.π., ΠολΠρΑθ 260/2014 ό.π., Α. Τσαλαπόρτας, ό.π., σελ. 11)

5. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής -Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη -που υπογράφηκε στις 4 Απριλίου 1997 στο Οviedo της Ισπανίας, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2619/1998, επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν σχετικής εκ των προτέρων ενημέρωσής του ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται, μπορεί δε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ανακαλέσει ελεύθερα και οποτεδήποτε τη συναίνεσή του. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι η διενέργεια ιατρικών πράξεων, ανεξάρτητα αν αυτές είναι απλές διαγνωστικές ή θεραπευτικές, προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ασθενούς, που πρέπει να δίνεται εκ των προτέρων και αφού ο ασθενής έχει κατάλληλα ενημερωθεί ως προς το σκοπό και τη φύση της ιατρικής πράξης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή ενδεχομένως συνεπάγεται. Ο ήδη ισχύων Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), επανέλαβε ουσιαστικά τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις της Σύμβασης του Οβιέδο και ρύθμισε διεξοδικότερα τα θέματα της συναίνεσης και της ενημέρωσης του ασθενούς, στα άρθρα 11 (για την ενημέρωση) και 12 (για τη συναίνεση), Υπό το πρίσμα αυτών, η ιατρική πράξη που διενεργείται χωρίς την έγκυρη συναίνεση του ασθενούς, ακόμα και αν εκτελείται σύμφωνα με όλους τους κανόνες της ιατρικής παραβιάζει τις προαναφερόμενες διατάξεις του νόμου, καθώς και την τυχόν υπάρχουσα, μεταξύ του γιατρού και του ασθενούς, σύμβαση ιατρικής αγωγής. Ενεργοποιεί, λοιπόν, η αυθαίρετη ιατρική πράξη, την ενδοσυμβατική ευθύνη του ιατρού, ανεξάρτητα αν συνιστά παράβαση κύριας ή παρεπόμενης συμβατικής υποχρέωσης. Επιπλέον, συνιστά και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας (ΑΚ 57), στην ειδικότερη έκφανσή της του δικαιώματος κάθε προσώπου να αυτοκαθορίζεται σε σχέση με τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία του. Στο πλαίσιο αυτής της άποψης ο ασθενής έχει αξίωση αποκατάστασης της ζημίας από κάθε βλάβη στο σώμα και στην υγεία του που συνδέεται αιτιωδώς με την αυθαίρετη ιατρική πράξη, χωρίς να έχει νομική σημασία το γεγονός ότι η πράξη αυτή εκτελέστηκε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής (de lege artis). H παρανομία της πράξης έγκειται στην έλλειψη της συναίνεσης και όχι στην ύπαρξη ιατρικού σφάλματος. Οι σχετικές ζημίες καταρχήν καλύπτονται τόσο από την προϋπόθεση της ύπαρξης πρόσφορης αιτίας, όσο και από τον προστατευτικό σκοπό των κανόνων δικαίου που ιδρύουν την ευθύνη. Οι διατάξεις που επιβάλλουν τη συναίνεση και την ενημέρωση του ασθενούς αποσκοπούν να προστατεύσουν τον ασθενή όχι μόνο από την προσβολή της προσωπικότητάς του, στην ειδικότερη έκφανση της ελευθερίας του να αποφασίζει σχετικά με το σώμα και την υγεία του, αλλά και από τους ίδιους τους κινδύνους για την υγεία του, όταν αυτοί «ενεργοποιούνται» κατά παράβαση ή παράκαμψη της βούλησής του. Ορθότερα, δηλαδή, ο παράνομος χαρακτήρας μιας ιατρικής πράξης που έχει θεραπευτικό σκοπό προκύπτει, είτε όταν διαπιστώνεται κάποιο ιατρικό σφάλμα κατά τη διενέργειά της, είτε όταν αυτή διε- νεργείται χωρίς την έγκυρη συναίνεση του ασθενούς και μάλιστα ανεξάρτητα από την επιτυχή έκβασή της (Α. Τσαλαπόρτας, ό.π., σελ. 8, βλ. και Β. Σακελλαροπούλου, Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η σημασία της συναίνεσης του ασθενούς, εκδ. 2007, σελ. 45). Η δε ενημέρωση θα πρέπει να γίνεται από τον ειδικό κάθε φορά ιατρό. Έτσι, αν ο παθολόγος, που επιλήφθηκε της περίπτωσης, παρέπεμψε τον ασθενή σε εγχείρηση, θα πρέπει ο μεν παθολόγος να ενημερώσει τον ασθενή για τον λόγο για τον οποίο πρέπει να γίνει η εγχείρηση, ο δε χειρουργός για τον τρόπο και τις επιπλοκές της εγχείρησης. Επίσης, ο ασθενής θα πρέπει να ενημερωθεί από το χειρουργό και για τα προβλήματα που τυχόν παρουσιασθούν κατά τη διάρκεια της εγχείρισης, ούτως ώστε να χορηγήσει τη συναίνεσή του. Στις περιπτώσεις που η ανάγκη επέκτασης της χειρουργικής αγωγής προκύπτει κατά τη διενέργεια της επέμβασης, με δεδομένο ότι ο ιατρός κατέβαλε κάθε δυνατή και αναμενόμενη επιμέλεια για τη διάγνωση της ασθένειας, γεννάται το ερώτημα ποια πρέπει να είναι η αναμενόμενη συμπεριφορά του ιατρού, αν μετά την έναρξη της χειρουργικής επέμβασης διαπιστωθεί ότι υφίσταται λόγος επέκτασης της χειρουργικής επέμβασης, για τον οποίο δεν είχε ενημερωθεί και δεν είχε συμφωνήσει ο ασθενής. Η γερμανική νομολογία, που έχει τοποθετηθεί επ’ αυτού, δέχεται ότι επιβάλλεται η επέκταση της χειρουργικής επέμβασης αν υφίσταται άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενούς και χωρίς τη συναίνεσή του, ενώ ο ιατρός οφείλει να απέχει από την επέκταση της χειρουργικής επέμβασης, αν αυτή (επέκταση) δεν είναι αναγκαία (Β. Σακελλαροπούλου, ό.π., σελ. 26 – 27). Κατά τα ανωτέρω και δη λεπτομερώς μετά την ισχύ του ΚΙΔ κατοχυρώνεται πλήρως στην ελληνική νομοθεσία το δόγμα του informed consent που είναι κατά βάση ευνοϊκό για τον ασθενή, καθώς τον απαλλάσσει από την επικέντρωση στο ιατρικό σφάλμα, που είναι εκ των πραγμάτων προνομιακό πεδίο για τον ιατρό. Επίσης, η έμφαση στη συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς είναι η κοινωνικά προτιμητέα λύση, καθώς περιορίζει ταυτόχρονα τόσο τον πατερναλισμό του εσωστρεφούς «γιατρού – μάγου», όσο και την ανωριμότητα του ασθενούς που ετεροκαθορίζεται σε σχέση με το σώμα και την υγεία του (Κ. Φουντεδάκη, ό.π., σελ. 22).

6. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 και 930 § 3 του ΑΚ, προκύπτει ότι δικαιούχος της αποζημίωσης από αδικοπραξία είναι εκείνος που άμεσα ζημιώθηκε από αυτή, δηλαδή το υποκείμενο του δικαιώματος ή του προστατευόμενου συμφέροντος που προσβλήθηκε από την αδικοπραξία, σε περίπτωση δε βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, υποκείμενο του προσβληθέντος δικαιώματος και επομένως αξίωση αποζημίωσης στην έκταση που διαγράφει ο νόμος, έχει το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία από την οποία αυτό ζημιώνεται, δηλαδή δικαιούχος της αποζημίωσης είναι το άμεσο υποκείμενο της προσβολής από αυτή (ΑΠ 243/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 850/2009 ΕφΑΔ 2009.1225). Ωστόσο, από τη διάταξη του άρθρου 930 § 3 ΑΚ συνάγεται ότι αυτός που τραυματίστηκε από αδικοπραξία τρίτου και δέχεται τις αυξημένες περιποιήσεις των γονέων του, ή άλλου στενού συγγενούς του, για την αποκατάσταση της υγείας του δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο ως αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτον που για το σκοπό αυτό θα προσελάμβανε, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδέν ποσό κατέβαλε στους άνω οικείους του (ΑΠ 833/2005 ΕλλΔνη 2006.96, βλ. και ΑΠ 371/2001 ΕλλΔνη 2003.419, ΕφΛαρ 183/2012 Δικογραφία 2012.540, ΕφΑθ 644/2011 ΕλλΔνη 2012.150, Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 2008, § 17 αριθ. 13 και 14, σελ. 257 – 8). Αυτό μπορεί να συμβεί όταν ο τραυματιζόμενος μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο, ή και για όσο χρόνο νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί και αναγκάσθηκε να δεχθεί τις ειδικές υπηρεσίες οικείου του, που προσφέρθηκαν με εγκατάλειψη κάθε άλλης εργασίας στο σπίτι ή επαγγελματικής απασχόλησης, ενώ το ποσό αυτό της αμοιβής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το συνήθως καταβαλλόμενο βάσει σύμβασης σε ξένο πρόσωπο (βλ. σχ. Αθ. Κρητικός, ό.π., § 17 αριθ. 13, σελ. 257, και εκεί παραπομπές σε νομολογία). Και στην περίπτωση αυτή, όμως, δικαιούχος της σχετικής αξίωσης αποζημίωσης παραμένει ο παθών, έστω και αν αυτός δεν κατέβαλε τις σχετικές δαπάνες, και όχι ο τρίτος που παρείχε τις υπηρεσίες του, έστω και αν αυτός υπέστη βλάβη στα περιουσιακά του συμφέροντα, καθώς είναι εμμέσως μόνο ζημιούμενος από τη σε βάρος του οικείου του αδικοπραξία και ως τέτοιος δεν νομιμοποιείται εκτός από τις εξαιρέσεις των άρθρων 928 εδ. β` και 929 εδ. β` ΑΚ που δεν επιδέχονται ανάλογη εφαρμογή (βλ. σχ. ΑΠ 1918/2005 ΕλλΔνη 2006.429, ΑΠ 1582/2001 ΕλλΔνη 2002.704, έτσι και Αθ. Κρητικός, ό.π., § 17 αριθ. 13, σελ. 258). 7. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ «Η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα, ανεξάρτητα από το φύλο, εκτός από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηματικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη, ήτοι στις παροχές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ, είναι δυνατό να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του, δηλαδή στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφόσον η αναπηρία ή παραμόρφωση επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές που προβλέπονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ (ΟλΑΠ 18/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1778/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 746/2012 ΕλλΔνη 2013.997).

8. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αγωγή τους (πρώτη συνεκδικαζόμενη), όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις έγγραφες προτάσεις τους και με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, αναφορικά με από παραδρομή σφάλματα του ιστορικού αυτής, ισχυρίζονται ότι στις 18.7.2007 ο πρώτος από αυτούς υποβλήθηκε σε λαπαροσκοπική ανάταξη της αριστερής βουβωνοκήλης από τον πρώτο εναγόμενο χειρουργό, που τελούσε σε σχέση ελεύθερης συνεργασίας με τη δεύτερη εναγόμενη, στο υποκατάστημα (ιατρικό κέντρο) που η τελευταία διατηρεί στη Θεσσαλονίκη. Ότι στη διάρκεια της επέμβασης ο πρώτος εναγόμενος δεν περιορίστηκε στο προγραμματισμένο χειρουργείο, αλλά, από αμέλειά του, για τους εκεί αναλυτικά αναφερόμενους λόγους (προεγχειρητικούς και διεγχειρητικούς), αφαίρεσε το μοναδικό έκτοπο νεφρό του πρώτου από αυτούς, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι επρόκειτο για κακοήθη όγκο, χωρίς μάλιστα να ζητηθεί η συναίνεση από το δεύτερο από αυτούς υπό την ιδιότητα του ασκούντος τη γονική μέριμνα του τότε ανηλίκου πρώτου από αυτούς για μια τέτοια αφαίρεση και ενώ δεν υπήρχε άμεσος κίνδυ νος ζωής του τελευταίου. Ότι μετά από αυτό ο ίδιος άρχισε να υποβάλλεται τακτικά σε αιμοκαθάρσεις, οι οποίες σταμάτησαν μετά τη δεύτερη μεταμόσχευση νεφρού στην οποία υποβλήθηκε την 1.2.2011, με δότη το δεύτερο ενάγοντα πατέρα του, καθώς η πρώτη τέτοια επέμβαση στις 11.10.2007, με πτωματικό μόσχευμα, ήταν ανεπιτυχής, ενώ, παρά τη δεύτερη αυτή επιτυχημένη μεταμόσχευση, η ζωή του συνεχίζει να διαφέρει σημαντικά από αυτήν ενός συνομηλίκου του, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, όντας ο ίδιος Α.Μ.Ε.Α., με ποσοστό αναπηρίας μεγαλύτερο του 70%. Ότι η κατάσταση της υγείας του ήταν τέτοια, που κατά τις αναλυτικά αναφερόμενες χρονικές περιόδους, ο πατέρας και η αναφερόμενη θεία του υποκατέστησαν αφενός τις υπηρεσίες που θα παρείχε σε αυτόν αποκλειστική νοσοκόμος, οι οποίες αποτιμώνται συνολικά στο ποσό των 46.600,00 ευρώ, και αφετέρου τις υπηρεσίες που θα του παρείχε οικιακή βοηθός, οι οποίες αποτιμώνται συνολικά στο ποσό των 135.350,00 ευρώ, ενώ για ιατρικές δαπάνες και έξοδα μετάβασης του ιδίου, όπως και των αναγκαίων συνοδών του (πατέρα και θείας), τόσο στην ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή, όπως και ειδικού νεφρολόγου στην αλλοδαπή, όπου υποβλήθηκε στη δεύτερη μεταμόσχευση νεφρού, κατέβαλε το συνολικό ποσό των 31.113,52 ευρώ. Ότι από την παραπάνω σε βάρος του αδικοπραξία έχει υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας κρίνει εύλογο να λάβει χρηματική ικανοποίηση ποσού 3.000.000,00 ευρώ, από το οποίο επιφυλάσσεται κατά ποσό 44,00 ευρώ για το οποίο η σχετική αξίωση έχει ήδη εισαχθεί ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, ενώ παράλληλα διατηρεί και αξίωση για αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ ποσού 1.500.0, 00 ευρώ, καθόσον, εξαιτίας της αναπηρίας του απώλεσε την προοπτική της επαγγελματικής σταδιοδρομίας στο άθλημα της καλαθοσφαίρισης, όπου επιδιδόταν ήδη κατά το χρόνο του ζημιογόνου συμβάντος, όντας αρχηγός της ομάδας καλαθοσφαίρισης παίδων του «..». Ότι εκτός του πρώτου ενάγοντος, ζημιωθείς είναι και ο δεύτερος από αυτούς, που απαιτήθηκε να προσφέρει ένα νεφρό του στον πρώτο ενάγοντα υιό του, υφιστάμενος ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας κρίνει εύλογο να λάβει το ποσό των 350.000,00 ευρώ, από το οποίο επιφυλάσσεται κατά ποσό 44,00 ευρώ για το οποίο η σχετική αξίωση έχει ήδη εισαχθεί ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, διατηρώντας και αυτός αξίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ ποσού 150.000,00 ευρώ, αλλά υφιστάμενος και συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία συνολικού ποσού 2.169,61 ευρώ, για εργαστηριακούς ελέγχους, συνεχόμενους με την αφαίρεση του νεφρού στην οποία υποβλήθηκε. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, αφού με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις τους που προκατατέθηκαν, παραδεκτά, κατά τις διατάξεις των άρθρων 223, 295 και 297 ΚΠολΔ, περιόρισαν τα αιτούμενα ποσά χρηματικής ικανοποίησης και αποζημίωσης κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, στα ποσά των 1.0. 000,00 ευρώ και 587.136,00 ευρώ αντίστοιχα για τον πρώτο από αυτούς και στα ποσά των 100.000,00 ευρώ και 97.800,00 ευρώ αντίστοιχα για το δεύτερο από αυτούς, ζητούν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στον πρώτο από αυτούς το συνολικό ποσό των 1.799.999,00 ευρώ και στο δεύτερο από αυτούς το συνολικό ποσό των 199.996,00 ευρώ, σε αμφότερους με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, όπως επίσης και να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του πρώτου εναγόμενου, διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, κύρια και παρεπόμενα, η αγωγή αυτή φέρεται αρμοδίως ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 18, 22, 35 και 37 ΚΠολΔ), και, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις υπ’ αριθ. 2 – 7 ανωτέρω της παρούσας, είναι ορισμένη και νόμιμη, μόνο αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται εκεί και σε εκείνες των άρθρων 346, 481, 926 ΑΚ, 74 περ. 1, 907, 908 § 1 περ. δ` και 1047 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη υπ’ αριθ. 6 ανωτέρω της παρούσας, παρά τα όσα περί του αντιθέτου αιτιώνται οι εναγόμενοι και αναλυτικά ο πρώτος από αυτούς, νομίμως ο πρώτος ενάγων διώκει τα ποσά που θα κατέβαλε σε αποκλειστική νοσοκόμα και σε οικιακή βοηθό, τις υπηρεσίες των οποίων υποκατέστησαν, χωρίς καταβολή οποιασδήποτε αμοιβής, ο πατέρας του και η αναφερόμενη θεία του, ως προς τα οποία δεν είναι εμμέσως, αλλά αμέσως ζημιωθείς ο ίδιος. Νομίμως αναζητεί δε και τα έξοδα μετακίνησης σε άλλη πόλη, τόσο τα δικά του, όσο και των επικαλούμενων συνοδών του, η παρουσία των οποίων κρινόταν απαραίτητη, όχι μόνο στην ημεδαπή, αλλά και στην αλλοδαπή (βλ. αντί άλλων Αθ. Κρητικός, ό.π., § 17 αριθ. 17 και 19, σελ. 259 επ.). Επίσης, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη υπ’ αριθ. 7 ανωτέρω της παρούσας, παρά τα όσα περί του αντιθέτου αιτιώνται οι εναγόμενοι και αναλυτικά ο πρώτος από αυτούς, νομίμως ο πρώτος ενάγων διώκει αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, χωρίς να απαιτείται να επικαλεστεί ανικανότητα για εργασία που ασκούσε πριν την επίδικη αδικοπραξία, καθόσον αυτός βρισκόταν τότε σε τέτοια ηλικία που, παρά την ήδη συστηματική ενασχόλησή του με τον αθλητισμό και σε ομάδα καλαθοσφαίρισης παίδων πρόδρομο γνωστής ανδρικής ομάδας του ίδιου αθλήματος, καθιστά αδύνατη την προβολή αξίωσης αποζημίωσης διαφυγόντων κερδών κατ’ άρθρο 929 ΑΚ. Αντίθετα, αναφορικά με το δεύτερο ενάγοντα, όπως βάσιμα ισχυρίζονται αμφότεροι οι εναγόμενοι, η αγωγή, υπό τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, είναι απορριπτέα για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης αναφορικά με αυτόν (βλ. αρχή σκέψης υπ’ αριθ. 6 ανωτέρω), διότι δεν επιχειρεί να θεμελιώσει τις αξιώσεις του παρουσιάζοντας εαυτόν ως άμεσο υποκείμενο προσβολής του πρώτου εναγόμενου, προστηθέντος από τη δεύτερη εναγόμενη, αλλά αποκλειστικά στις έμμεσες επενέργειες που είχε σε βάρος του η επικαλούμενη αμελής και χωρίς την απαιτούμενη συναίνεση συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου έναντι του πρώτου ενάγοντος υιού του. Επομένως, πρέπει αυτή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν μόνο αναφορικά με τον πρώτον ενάγοντα.

9. Ο πρώτος εναγόμενος, με τις έγγραφες προτάσεις του, που προκατατέθηκαν εμπρόθεσμα και στις οποίες αναφέρθηκαν οι πληρεξούσιες Δικηγόροι του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, πέραν της αιτιολογημένης άρνησης της αγωγής, ισχυρίζεται, επικουρικά, για την περίπτωση ευθύνης του, ότι ο πρώτος ενάγων, ως τότε ανήλικος, βαρύνεται με το συντρέχον πταίσμα που επέδειξε ο πατέρας του ως νόμιμος αντιπρόσωπός του, καθόσον ενώ σε προηγούμενη επέμβαση που είχε υποβληθεί το ίδιο έτος (2007) είχαν συστήσει σε εκείνον να ελέγξει τη λειτουργία των νεφρών του ήδη πρώτου ενάγοντος υιού του, αυτός παρέλειψε να ενημερώσει τον ίδιο (πρώτο εναγόμενο) για την περίσταση αυτή, μη ενημερώνοντας έτσι επαρκώς τον ίδιο για την προεγχειρητική κατάσταση υγείας του πρώτου ενάγοντος. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται παραδεκτά και συνιστά νόμιμη ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, κατά το συνδυασμό των άρθρων 214 και 300 ΑΚ. Επίσης, με τις ίδιες προτάσεις ισχυρίζεται, ομοίως για την περίπτωση αμέλειάς του, ότι συντρέχει περίπτωση υποθετικής αιτιότητας, καθόσον το μοναδικό νεφρό του πρώτου ενάγοντος βρισκόταν ήδη κατά το χρόνο της επέμβασης σε προχωρημένο στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας που θα καθιστούσε επιβεβλημένη, σε σύντομο χρονικό διάστημα, τη μεταμόσχευση νεφρού. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται ομοίως παραδεκτά, ωστόσο, ως ένσταση καταλυτική της επικαλούμενης αιτιώδους συνάφειας (χαρακτηρίζεται δε ως ένσταση, διότι, έστω και επικουρικά, διατυπώνεται υπό την αποδοχή της αρχικής κατάφασης της αιτιότητας) είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με την προκρινόμενη από το παρόν Δικαστήριο άποψη, κατά τα διαλαμβάνομενα στη σκέψη υπ’ αριθ. 2 ανωτέρω της παρούσας. Ακόμα, ο ίδιος εναγόμενος με τις αυτές προτάσεις προβάλλει και αίτημα επίδειξης των εγγράφων που αφορούν τις εξετάσεις στις οποίες ο πρώτος ενάγων είχε υποβληθεί προεγχειρητικά σε άλλη κλινική της Θεσσαλονίκης, πριν την επίδικη επέμβαση. Ωστόσο, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, προεχόντως διότι δεν γίνεται η δέουσα επίκληση ότι οι ενάγοντες κατέχουν τα αιτούμενα έγγραφα (ΑΠ 2095/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 2007.162, ΑΠ 953/2002 ΕλλΔνη 2003.1310, ΕφΛαρ 50/2013 Δικογραφία 2013.112, ΕφΑθ 673/2009 ΕλλΔνη 2009.1474, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ Ι, εκδ. 2012, 451 αριθ. 7), αλλά και διότι δεν προσδιορίζονται αυτά με τη δέουσα σαφήνεια, αφού δεν εξειδικεύεται η προέλευση των εγγράφων αυτών (από ποια κλινική). Από την πλευρά της η δεύτερη εναγόμενη, με τις έγγραφες προτάσεις της, που προκατατέθηκαν εμπρόθεσμα και στις οποίες αναφέρθηκε η πληρεξούσια Δικηγόρος της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, πέραν της αιτιολογημένης άρνησης της αγωγής, ομοίως όπως ο πρώτος εναγόμενος, επικαλείται ότι συντρέχει περίπτωση υποθετικής αιτιότητας, ισχυρισμός που είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος κατά το σκεπτικό που ήδη εκτέθηκε κατά την αξιολόγηση της προβολής του από τον πρώτο εναγόμενο. Ωστόσο, το πρώτον με την προσθήκη επί των προτάσεών της προβάλλει και ένσταση συντρέ- χοντος πταίσματος κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, με περιεχόμενο όμοιο με την αντίστοιχη ένσταση του πρώτου εναγόμενου, η οποία πρέπει να απορριφθεί κατ’ άρθρο 269 § 1 εδ. α` ΚΠολΔ ως απαραδέκτως προβαλλόμενη, δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε κατ’ άρθρο 237 § 3 εδ. β` ΚΠολΔ προς αντίκρουση κάποιας αντένστασης των εναγόντων (βλ. αντί άλλων Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ Ι, εκδ. 2012, 269 αριθ. 4). Μετά ταύτα, πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα μόνο η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος που παραδεκτά υποβλήθηκε από την πλευρά του πρώτου εναγόμενου. 

14. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το μήνα Ιούλιο του έτους 2007, ο γεννημένος στις 24.11.1992 πρώτος ενάγων, επισκέφθηκε με το δεύτερο ενάγοντα πατέρα του (η μητέρα του είχε αποβιώσει από καρκίνο στις 19.1.2001) τον πρώτο εναγόμενο χειρουργό, προκειμένου να συζητήσουν για την υποβολή του πρώτου σε επέμβαση αριστερής βουβωνοκήλης. Η επέμβαση προγραμματίστηκε να γίνει λαπαροσκοπικά στις 18.7.2007 στις εγκαταστάσεις του «Δ.», γενικής κλινικής που λειτουργεί ως υποκατάστημα της δεύτερης εναγόμενης στη Θεσσαλονίκη, με την οποία ο πρώτος εναγόμενος τελούσε σε καθεστώς ελεύθερης συνεργασίας, χειρουργώντας και νοσηλεύοντας ασθενείς του στα χειρουργεία και τους θαλάμους νοσηλείας της κλινικής αυτής, κάνοντας χρήση του ιατρικού κλπ. εξοπλισμού της, όπως και του νοσηλευτικού, παραϊατρικού και βοηθητικού προσωπικού της, υπό τις γενικότερες οδηγίες της ως προς το χρόνο, τόπο κλπ. παροχής των υπηρεσιών του, ενεργώντας προς διεκπεραίωση υποθέσεων και εξυπηρέτηση των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων και αυτής. Στις 17.7.2007 ο πρώτος ενάγων υποβλήθηκε στις τυπικές για μια τέτοια επέμβαση προεγχειρητικές εξετάσεις, στις οποίες δεν συμπεριλαμβανόταν υπερηχογράφημα ή έστω ακτινογραφία στην περιοχή της αριστερής βουβωνικής χώρας ή την εκεί ευρύτερη περιοχή (βλ. ιδίως από 17.7.2007 παραπεμπτικό εισαγωγής ασθενή), ενώ στο σχετικό ιστορικό, όπως καταγράφηκε την ίδια ημέρα από την Καρδιολόγο Ε.Κ. στην τελευταία σελίδα του «φύλλου πορείας ασθενούς», σημειώθηκε τόσο ότι είχε χειρουργηθεί για κάταγμα του αριστερού αντιβραχίου, όσο και ότι ανέφερε αλλεργία σε φάρμακο, χωρίς να γνωρίζει σε ποιο. Την ίδια ημέρα (17.7.2007) ο δεύτερος ενάγων, υπό την ιδιότητα του μοναδικού φορέα της γονικής μέριμνας του ανηλίκου πρώτου ενάγοντος, υπέγραψε «δήλωση συγκατάθεσης σε εγχειρίσεις ή ιατρικές πράξεις», με την οποία έδωσε τη συγκατάθεσή του για τη χειρουργική πράξη της «περιεσφ(ιγμένης) βουβωνοκήλης αριστερά» με αναγραφόμενο είδος και σκοπό επέμβασης «λαπαροσκοπική αποκατάσταση βουβωνοκήλης». Στις 18.7.2007 έγινε εισαγωγή του πρώτου ενάγοντος στο χειρουργείο με αριθμό «9» της παραπάνω κλινικής, περί ώρα 10.00` ξεκίνησε η νάρκωσή του από την Αναισθησιολόγο Θ. Σ. και περί ώρα 10.15` ο πρώτος εναγόμενος, με βοηθό τον επίσης Χειρουργό Χ. Ο., αφετηρίασαν την προγραμματισμένη λαπαροσκοπική επέμβαση (βλ. ιδίως από 18.7.2007 δελτίο αναισθησίας για τους παραπάνω χρόνους). Αφού έγινε λεπτομερής έλεγχος της περιτοναϊκής κοιλότητας, διαπιστώθηκε η ύπαρξη λοξής βουβωνοκήλης αριστερά. Ακολούθησε ανάταξη του σάκου της κήλης, διατομή του περιτοναίου και παρασκευάστηκε το οπίσθιο τοίχωμα του βουβωνικού πόρου. Τότε διαπιστώθηκε ύπαρξη ευμεγέθους μορφώματος πλησίον του έσω βουβωνικού στομίου οπισθοπεριτοναϊκά με επέκταση στην ελάσσονα πύελο (βλ. ιδίως από 17.7.2007 «πρακτικό εγχείρισης» που συνέταξε ο ίδιος ο ήδη πρώτος εναγόμενος). Η θέση και η εικόνα του μορφώματος, που ήταν πολυλοβωτό, όπως αυτό ήταν ορατό μέσω του λαπαροσκοπίου, το οποίο έχει δυνατότητα μεγέθυνσης έως 16 φορές, προβλημάτισε τον πρώτο εναγόμενο, που ζήτησε τη συνδρομή του εμπειρότερου και ειδικότερου Χειρουργού Ουρολόγου Π. Λ., ομοίως συνεργαζόμενου με τη δεύτερη εναγόμενη και ευρισκόμενου εκεί τότε. Καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα διενέργειας κάποιας διαγνωστικής εξέτασης με άλλα τεχνικά μέσα πλην του λαπαροσκοπίου (όπως μηχάνημα υπερήχων ή αξονικό ή μαγνητικό τομογράφο), εντός του συγκεκριμένου χειρουργείου, μια πρώτη εκτίμηση ότι ενδεχομένως να ήταν όγκος από έκπτωτο όρχι, δεν υιοθετήθηκε, διότι ο πρώτος εναγόμενος είχε διαπιστώσει προεγχειρητικά ότι και οι δύο όρχεις του πρώτου ενάγοντος βρίσκονταν στη φυσιολογική τους θέση. Μια δεύτερη εκτίμηση ήταν ότι ενδεχομένως επρόκειτο για μάζα – όγκο από τη σπερματοδόχο κύστη, η οποία, ομοίως, απορρίφθηκε, λόγω του νεαρού της ηλικίας του πρώτου ενάγοντος. Επειδή το μόρφωμα βρισκόταν σε επαφή με τα λαγώνια αγγεία, συνεκτιμώντας και πως όταν αρχικά το ακούμπησαν μεμία λαβίδα η «αντίδραση» ήταν διαφορετική από έναν τυπικό όγκο, που νιώθει κανείς ότι είναι σκληρός και έχει αντίσταση (βλ. ιδίως για την περίσταση αυτής της «αντίδρασης» την ένορκη μαρτυρική κατάθεση του Χ. Ο., όπως εμπεριέχεται στα ../2012 πρακτικά και απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης), ο πρώτος εναγόμενος εκτίμησε τελικά ότι επρόκειτο για σύμπλεγμα κακοήθων λεμφοειδών αδένων (βλ. ιδίως τις προτάσεις του για την εκτίμηση αυτή). Μολονότι δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του πρώτου ενάγοντος από τη μη αφαίρεση του μορφώματος (π.χ. αιμορραγία αυτού), ο πρώτος εναγόμενος δεν προέβη σε καμία ενημέρωση του δεύτερου εναγόμενου για το εύρημα του μορφώματος, ούτε πολύ περισσότερο ότι γενικά μια βιοψία μπορεί να εκτελεστεί τόσο με τη μέθοδο της εξαγωγής ενός όγκου συνολικά (excision biopsy), όσο και με τη μέθοδο της ταχείας βιοψίας (με λήψη «δείγματος» από τον όγκο), εκ των οποίων ο ίδιος προέκρι- νε την πρώτη μέθοδο, και δεν έλαβε την αναγκαία για την αφαίρεση του μορφώματος συναίνεσή του, ιατρική πράξη στην οποία ο ίδιος είχε αποφασίσει να προ- βεί. Παραμένοντας έτσι εντός του χειρουργείου, μετά από παρασκευή του μορφώματος (ως τέτοιας νοούμενης της προετοιμασίας αυτού για εξαγωγή), προέβη σε συνολική αφαίρεσή του λαπαροσκοπικά, αντί να διενεργήσει ταχεία βιοψία, προς επιβεβαίωση της παραπάνω εκτίμησής του. Αμέσως, μετά την εξαγωγή του μορφώματος ο Π. Λ., που βρισκόταν και πάλι εντός του χειρουργείου, ζήτησε από τον πρώτο εναγόμενο να του επιτρέψει να κάνει μια τομή σε αυτό με νυστέρι, όπως και έγινε, οπότε και στην περιφέρεια αυτού διαπίστωσε ότι υπήρχαν ανατομικά στοιχεία, που έδιναν την εντύπωση ατροφικών νεφρικών καλύκων και έτσι υποψιάστηκε ότι επρόκειτο για έκτοπο νεφρό. Κατόπιν τούτου, δεδομένου και ότι ήταν ανέφικτη ιατρικά η εκεί άμεση αυτομεταμόσχευση του αφαιρεθέντος μορφώματος – νεφρού, αυτό απεστάλη για παθολογοανατομική εξέταση, και έχοντας πλέον, περί ώρα 13.00`, ολοκληρωθεί η διαδικασία του χειρουργείου, ο μεν πρώτος εναγόμενος αναζήτησε το δεύτερο ενάγοντα για να τον ενημερώσει σχετικά, ενώ ο πρώτος ενάγων διακομίστηκε στο τμήμα αξονικού τομογράφου της ίδιας κλινικής για τέτοιο απεικονιστικό έλεγχο της ευρύτερης περιοχής. Ο πρώτος εναγόμενος ενημέρωσε το δεύτερο ενάγοντα ότι είχε προβεί στην αφαίρεση του άνω μορφώματος, ότι αυτό προέκυψε ότι ήταν νεφρό, συμπληρώνοντας ότι και με ένα νεφρό μπορεί να ζήσει κάποιος. Μετά από λίγο, όμως, και αφού στην αξονική τομογραφία άνω – κάτω κοιλίας και οπισθοπεριτοναϊκού χώρου, που είχε ήδη υποβληθεί ο πρώτος ενάγων, δεν απεικονίστηκαν νεφρά και διαπιστώθηκε απουσία παθολογικώς διογκωμένων λεμφαδένων, ο πρώτος εναγόμενος κάλεσε το δεύτερο ενάγοντα στο γραφείο του και τον ενημέρωσε ότι το νεφρό που αφαιρέθηκε ήταν το μοναδικό νεφρό του πρώτου ενάγοντος. Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής Θ. Ζ. που εξέτασε το νεφρό αυτό στο παθολογοανατομικό εργαστήριο του «Δ.», στην από 24.7.2007 έκθεση ιστολογικής εξέτασης που συνέταξε σχετικά καταγράφει τα ακόλουθα: «Μακροσκοπική περιγραφή: Ανώμαλο με πολυοζώδη επιφάνεια μόρφωμα φαιόχροο διαστάσεων 8,5 Χ 6,5 Χ 5 εκ. το οποίο κατά τις πολλαπλές διατομές εμφανίζει καστανόφαιη χροιά, σύσταση ελαστική και πολυοζώ- δη όψη με μορφολογία που ομοιάζει με νεφρικό παρέγχυμα χωρίς όμως τυπική διάκριση φλοιώδους – μυελώδους μοίρας. Σε περιφερική θέση ανευρίσκεται σχισμοειδής ανώμαλος χώρος προφανώς παραμορφωμένη νεφρική πύελος που καταλήγει σε μικρό σωληνοειδές μόρφωμα, προφανώς τμήμα ουρητήρα. Σε παρακείμενη περιφερική θέση ανευρίσκεται κύστη διαμέτρου 0,7 εκ. με ελαφρά κιτρινωπό λεπτόρρευστο υγρό. Επίσης συναποστέλλεται επίμηκες λιπώδες τεμάχιο μήκους 14 εκ. μέσα στο οποίο αναγνωρίζεται τμήμα προφανώς λεπτού αγγείου μήκους 2,5 εκ. – Μικροσκοπικά ευρήματα: Παρατηρείται δομή νεφρικού παρεγχύματος. Διάσπαρτα παρατηρούνται μικρής έκτασης εστίες με διηθήσεις του υποστρώματος με λεμφοκύτταρα και πλασμοκύτταρα, μερικές φορές με ήπια ατροφία ουροφόρων σωληναρίων και ήπια ίνωση, ενώ σπανιότερα παρατηρείται ίνωση γύρω από νεφρικά σωμάτια ή ουλοποιημένα νεφρικά σωμάτια. Η κύστη που περιγράφεται μακροσκοπικά επενδύεται από έντονα αποπλατυσμένα ατροφικό επιθήλιο. Στην πύελο παρατηρούνται εστιακές αραιές λεμφοπλασματικές διηθήσεις. Σε τομές από το λιπώδες τεμάχιο αναγνωρίζεται πράγματι αγγείο με δομή λεπτής αρτηρίας. – Συμπέρασμα: Πρόκειται για έντονα ανώμαλα ανεπτυγμένο έκτοπο νεφρό με εστιακές ήπιες πυελονεφριτιδικές αλλοιώσεις και παρουσία μικρής απλής φλοιϊκής κύστης. Δεν παρατηρούνται στοιχεία ενδεικτικά «διπλού» νεφρού. Δεν παρατηρείται κακοήθης νεοπλασματική εξεργασία». Για το ίδιο νεφρό συντάχθηκε η από 11.2.2011 παθολογοανατομική έκθεση της Α. Π., Διευθύντριας στο Ιστοπαθολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «..», που είχε οριστεί αρχικά μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κατόπιν αίτησης του πρώτου εναγόμενου για διερεύνηση του όλου περιστατικού, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα: «ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Σε πρώτο χρόνο παραλήφθηκαν 10 τομές αιματοξυλίνης ………………… – 4. Συμπεράσματα: Πρόκειται για εξαιρετικά σπάνια περίπτωση συγγενούς μονήρους νεφρού στην πύελο. Το ανώμαλο σχήμα του νεφρού, όπως και το μικρό μέγεθός του, άρα η συνολική μακροσκοπική του εμφάνιση, παρέκλιναν σημαντικά από το φυσιολογικό. Πρόκειται δηλαδή για ένα νεφρό που έχει έντονα ανώμαλη και υπολειπόμενη ανάπτυξη. Συνυπάρχουν αλλοιώσεις χρόνιας πυελονεφρίτιδας, καθώς και αλλοιώσεις που υποδηλώνουν ισχαιμία, προφανώς λόγω ανεπαρκούς αιμάτωσης/αγγείωση, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Η ανάπτυξη διαφόρων παθολογικών καταστάσεων σε έκτοπο νεφρό στην ελάσσονα πύελο αποτελεί συχνό φαινόμενο, με πολύ αυξημένη πιθανότητα κατάληξης σε νεφρική ανεπάρκεια, όπως προκύπτει από τη βιβλιογραφία». Υπό τα άνω μακροσκοπικά και μικροσκοπικά δεδομένα, διαπιστούμενα μετά την εξαγωγή του έκτοπου δυσπλαστικού νεφρού του πρώτου ενάγοντος, δεν προκύπτει ότι ο μέσος συνετός χειρουργός μπορούσε λαπαροσκοπικά να διαγνώσει, ή έστω να πιθανολογήσει σε υψηλό βαθμό, ότι το μόρφωμα που εντόπισε επρόκειτο για έκτοπο νεφρό. δεν μπορεί να καταφαθεί έλλειψη τη δέουσας επιμέλειας αναφορικά με τη λαπαροσκοπική διάγνωση. Μπορεί, δηλαδή, με βάση το μακροσκοπικό δεδομένο ότι «Σε περιφερική θέση ανευρίσκεται σχισμοειδής ανώμαλος χώρος προφανώς παραμορφωμένη νεφρική πύελος που καταλήγει σε μικρό σωληνοειδές μόρφωμα, προφανώς τμήμα ουρητήρα» (βλ. την άνω έκθεση του Θ. Ζ.) και το μικροσκοπικό δεδομένο για «μεγάλου μεγέθους αγγείο (προφανώς νεφρική φλέβα)» (βλ. την άνω έκθεση του Δ. Μ.), να δύναται να εικάσει κανείς ότι αυτά ως αγγεία, ανατομικά στοιχεία νεφρού, ήταν ορατά λαπαροσκοπικά (με τη δυνατότητα μεγέθυνσης που προσφέρει η μέθοδος αυτή), κάτι που δεν αρνήθηκε ακόμα και ο μάρτυρας των εναγομένων Παιδοχειρουργός – Παιδοουρολόγος Π. Α., ερωτώμενος ειδικά για το αμέσως προαναφερόμενο μικροσκοπικό δεδομένο (βλ. σελ. 27 πρακτικών), ωστόσο το κρίσιμο δεν είναι η εκτίμηση μετά το συμβάν και με το μόρφωμα καθαρισμένο εξωτερικά και ορατό στο σύνολό του, αλλά αυτό που πραγματικά είδε ο πρώτος εναγόμενος προτού αποφασίσει την εξαγωγή του και προτού ξεκινήσει τη διαδικασία της αφαίρεσης. Αξίζει να σημειωθεί σχετικά ότι ακόμα και ο μάρτυρας των εναγόντων Ι. Γ. δεν υπήρξε κατηγορηματικός ότι ο πρώτος εναγόμενος έσφαλε που δεν διέγνωσε λαπαροσκοπικά ότι το μόρφωμα αυτό ήταν έκτοπος νεφρός. Αντικειμενικά, πάντως, το οπτικό υλικό που είχε στη διάθεσή του ο πρώτος εναγόμενος (γεννημένος το έτος 1954), το είχαν όχι μόνο ο νεότερος βοηθός του Χ. Ο. (γεννημένος το έτος 1964), αλλά ο εμπειρότερος αυτού και περισσότερο εξειδικευμένος στην κρίσιμη περιοχή Χειρουργός Ουρολόγος Π. Λ. (γεννημένος το έτος 1945), χωρίς κανένας από όλους αυτούς να είχε κάποια υπόνοια για το ενδεχόμενο έκτοπο νεφρού, μέχρι τουλάχιστον ο πρώτος εναγόμενος να αποφασίσει την εκτομή του, ούτε μάλιστα κάποιος από αυτούς έκρινε ότι θα έπρεπε να διευρυνθεί το πεδίο εξέτασης με το λαπαροσκόπιο για να ελεγχθεί η ύπαρξη αριστερού νεφρού στη φυσιολογική οπισθοπεριτοναϊκή του θέση……………….. Η δε αιτιώμενη από τον πρώτο ενάγοντα οφειλόμενη υποβολή του σε υπερηχογράφημα, ή ακόμα και απλή ακτινογραφία στην κρίσιμη περιοχή πριν τη διενέργεια της λαπαροσκοπικής ανάταξης βουβωνοκήλης, δεν αποδεικνύεται, ιδίως καθώς δεν υποστηρίζεται με την προσκόμιση από την πλευρά του εγγράφων για ύπαρξη σχετικών κατευθυντήριων γραμμών, ενώ ακόμα και ο Ι. Κ., θείος του πρώτου ενάγοντος και Καθηγητής Πνευμονολογίας στο Α.Π.Θ., εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας κατηγορίας ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης στις 28.5.2012, υποστήριξε ότι «πριν την εγχείρηση ο προεγχειρητικός έλεγχος ήταν αυτός που γίνεται συνήθως» και ως εκ τούτου, μόνο ως μέτρο εξαιρετικής πρόνοιας θα μπορούσε να γίνει τέτοιος προεγχειρητικός έλεγχος. Ενδέχεται στη διάρκεια της επέμβασης κατά την αποκοπή της νεφρικής φλέβας ή της νεφρικής αρτηρίας ή αμφοτέρων με τις οποίες αιματώνονταν ο μοναδικός νεφρός του πρώτου ενάγοντος να υπήρξε αιμορραγία (κάτι που αρνούνται όχι μόνο ο πρώτος εναγόμενος, αλλά και όλοι οι λοιποί παρευρισκόμενοι εντός του χειρουργείου κατά τον κρίσιμο χρόνο και δη ο Χ. Ο., η Θ. Σ. και ο Π. Λ., τόσο στην προδικασία, όσο και στην κύρια διαδικασία ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο δε τελευταίος από αυτούς και στην ………/2013 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Σ.), μια τέτοια αιμορραγία να συντέλεσε στη χρονική έκταση παραμονής του πρώτου ενάγοντος εντός του χειρουργείου, να υποψίασε τον Π. Λ. ότι επρόκειτο για κάποιο έκτοπο όργανο και να τον έκανε να ζητήσει να προβεί σε τομή του μορφώματος αμέσως μετά την αφαίρεσή του. Ωστόσο, μια τέτοια περίσταση δεν παραλλάσσει νομικά την ευθύνη του πρώτου εναγόμενου, διότι αντικειμενικά μετά την όποια τέτοια αποτομή δεν υπήρχε πλέον η δυνατότητα αποκατάστασης του αγγείου, αφού επρόκειτο για επέμβαση διενεργούμενη από συνήθη χειρουργική ομάδα και σε τυπικό χειρουργείο και όχι για επέμβαση διενεργούμενη από μεταμοσχευτική ομάδα και σε χειρουργείο με τέτοια υποδομή. Περαιτέρω, ότι κατά τη διάρκεια της επέμβασης ο πρώτος ενάγων δεν αντιμετώπιζε κάποιον άμεσο κίνδυνο από τη μη αφαίρεση του κρίσιμου μορφώματος, συνάγεται ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων Ι. Γ., ο οποίος επιβεβαιώνεται προεχόντως από τις μαρτυρίες των αυτοπτών Π. Λ. και Χ. Ο. ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι αυτοί κατέθεσαν σχετικά ο μεν πρώτος ότι «Αν τον έκλεινε, άμεσο κίνδυνο δεν θα είχε ο ασθενής, αλλά θα είναι νέα επιβάρυνση από ένα δεύτερο χειρουργείο και με κινδύνους από την αναισθησία π.χ.» ο δε δεύτερος ότι «Κίνδυνος από αιμορραγία αν γέμιζε αίμα η κοιλιά ή αν έχει διάτρηση, με αυτήν την άποψη δεν είχε άμεσο κίνδυνο» ……………Πολύ περισσότερο επιβαλλόταν η διενέργεια ταχείας βιοψίας ενόψει της αξιολόγησης του πρώτου εναγόμενου ότι το κρίσιμο μόρφωμα συνιστούσε «σύμπλεγμα κακοήθων λεμφοειδών αδένων». Συγκεκριμένα, μπορεί στις περισσότερες περιπτώσεις «ύποπτων όγκων» να ακολουθείται από χειρουργούς η πρακτική της άμεσης αφαίρεσης του «ύποπτου όγκου» (γίνεται λόγος ακριβέστερα για «ύποπτο όγκο», καθόσον μόνο η ιστοπαθολογική εξέταση μπορεί να επιβεβαιώσει την εκτίμηση του χειρουργού ότι το «τυχαίο» εύρημα στη διαδικασία μιας άλλης επέμβασης συνιστά καρκινικό όγκο), αλλά αυτό δεν συνίσταται ιατρικά όταν πρόκειται για περιπτώσεις «ύποπτων λεμφαδένων» όπου μετά την επιβεβαίωση της βιοψίας με δείγμα μέρους ακολουθείται κατά κανόνα φαρμακευτική αγωγή. Αυτό άλλωστε επιμαρτύρησαν ενώπιον του παραπάνω ποινικού Δικαστηρίου ο Ι. Κ. και ο Δ. Ψ., με τον πρώτο να καταθέτει ότι: «Λέγανε ότι μπορεί να είναι μπλοκ λεμφαδένων, άρα το πιο πιθανό ήταν να ήταν λέμφωμα, το οποίο όμως δεν χρειάζεται χειρουργείο και αντιμετωπίζεται με φάρμακα, άρα δεν θα έπρεπε να το αφαιρέσει και αφαιρείται μόνο υπό συγκεκριμένους όρους» και το δεύτερο να καταθέτει: «Αν π.χ. είναι λέμφωμα δεν το βγάζεις, για αυτό το λόγο κάνεις μία βιοψία για να μην βάλεις ταμπέλα» (βλ. αντίστοιχα σελ. 13 και 21 των αυτών ως άνω ../2012 πρακτικών). Η κρίση αυτή δεν κλονίζεται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ούτε από όσα κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι μάρτυρες των εναγομένων Π. Α. και Α. Α., καθώς αμφότεροι προσπάθησαν να αποφύγουν να απαντήσουν άμεσα και κατηγορηματικά όταν ερωτήθηκαν ειδικά σχετικά με το αν προηγείται η φαρμακευτική της χειρουργικής προσέγγισης επί «μπλοκ λεμφαδένων» (βλ. αντίστοιχα σελ. 28 – 29 και 42 – 43 των ταυτάριθμων με την παρούσα πρακτικών). Επίσης, από την πλευρά των εναγομένων δεν δόθηκε καμία πειστική εξήγηση για το λόγο που παραλείφθηκε η ενημέρωση του δεύτερου ενάγοντος, ως πατέρα του ανηλίκου πρώτου ενάγοντος, για το εύρημα του μορφώματος, με ειδικότερη ανάπτυξη των μεθόδων βιοψίας (συνολική αφαίρεση ή ταχεία βιοψία) και έτσι προχώρησε η αφαίρεση αυτού χωρίς καμία σχετική συναίνεση, παρά, όπως προαναφέρθηκε, την ανυπαρξία άμεσου κινδύνου, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο για μια και την αυτή επέμβαση, αφού η αφαίρεση του μορφώματος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «επιπλοκή» της λαπαροσκοπικής επέμβασης, αλλά επρόκειτο για δύο διαφορετικές επεμβάσεις, με διαφορετικά αντικείμενα. Ο δε ουσιαστικά διερευνώμενος ισχυρισμός του πρώτου εναγόμενου περί συντρέχοντος πταίσματος λόγω μη ενημέρωσής του από το δεύτερο ενάγοντα περί σύστασης που είχε δεχθεί σε προηγούμενη χειρουργική επέμβαση του υιού του πρώτου ενάγοντος να ελέγξει τη λειτουργία των νεφρών του, δεν υποστηρίζεται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Α) Αποδεικνύεται αβάσιμη η επίκληση αμέλειας του πρώτου εναγόμενου εξαιτίας μη υποβολής του πρώτου ενάγοντος σε υπερηχογράφημα ή έστω μια απλή ακτινογραφία από τις οποίες θα διαγιγνωσκόταν ότι είχε μόνο ένα νεφρό, πριν τη διενέργεια της κρίσιμης λαπαροσκοπικής επέμβασης, διότι καμία από τις εξετάσεις αυτές δεν ήταν υποδεικνυόμενη από τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές και έτσι η παράλειψη μιας τέτοιας εξέτασης, ως μέτρο εξαιρετικής επιμέλειας, δεν μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια ενός μέσου συνετού χειρουργού. Β) Ομοίως ουσιαστικά αβάσιμη, για τους αναλυτικά προαναφερόμενους λόγους, είναι η αγωγική αιτίαση ότι ο πρώτος εναγόμενος ήταν αμελής ως μέσος συνετός χειρουργός, επειδή δεν διέγνωσε ότι το ευμέγεθες μόρφωμα που διαπίστωσε πλησίον του έσω βουβωνικού στομίου οπισθοπεριτοναϊκά με επέκταση στην ελάσσονα πύελο, κατά την ανάταξη της αριστερής λοξής βουβωνοκήλης του πρώτου ενάγοντος, ήταν έκτοπος νεφρός, ενώ και η ειδικότερη αιτίαση περί αμέλειας λόγω μη διενέργειας διεγχειρητικά υπερήχου ή άλλης απεικονιστικής εξέτασης, είναι αβάσιμη κατ’ ουσίαν, διότι προέκυψε ότι δεν μπορούσε να διενεργηθεί τέτοια εξέταση στο συγκεκριμένο χειρουργείο όπου βρισκόταν ο πρώτος ενάγων. Γ) Αντίθετα, βασίμως ισχυρίζεται ο πρώτος ενάγων ότι ο πρώτος εναγόμενος βαρύνεται με αμέλεια λόγω αφαίρεσης του παραπάνω μορφώματος χωρίς προηγούμενη διενέργεια ταχείας βιοψίας με βελόνα, αφενός διότι είναι ιατρικά εσφαλμένη η θεώρηση του πρώτου εναγόμενου ότι η επιλογή της μεθόδου αυτής θα ενείχε μεγαλύτερο κίνδυνο διασποράς από τη συνολική αφαίρεση του μορφώματος, και αφετέρου διότι κατά τους παραδεδεγμένους ιατρικούς κανόνες συνίσταται οι περιπτώσεις λεμφαδένων να προσεγγίζονται το πρώτον φαρμακευτικά και όχι χειρουργικά. Η αμέλεια αυτή συνέχεται με το ζημιογόνο αποτέλεσμα της αφαίρεσης του νεφρού, καθόσον σε περίπτωση που είχε διενεργηθεί η ταχεία βιοψία θα διαπιστωνόταν η ύπαρξη νεφρικού παρεγχύματος και όχι λεμφαδένων με επακόλουθο, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τη ματαίωση της αφαίρεσης και τη μη πρόκληση της επίδικης σωματικής βλάβης του πρώτου ενάγοντος. Επιπροσθέτως, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος ως μέσος συνετός χειρουργός είχε έναν επιπρόσθετο λόγο να επιλέξει τη μέθοδο της ταχείας βιοψίας με βελόνα, ακριβώς ενόψει της δυσκολίας του να καταλήξει στην προκρινόμενη εκδοχή και δεδομένης της αδυναμίας επανόρθωσης που ενέχει η συνολική χειρουργική αφαίρεση. Δ) Επίσης, ο πρώτος εναγόμενος βαρύνεται για την αφαίρεση του μορφώματος χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του δεύτερου ενάγοντος ως γονέως του ανηλίκου πρώτου ενάγοντος και ενώ δεν συνέτρεχε άμεσος κίνδυνος από τη μη αφαίρεση, καθόσον το ενδεχόμενο κινδύνου από τη διαδικασία μιας μελλοντικής δεύτερης επέμβασης δεν συνιστά άμεσο κίνδυνο. Ειδικότερα, πρόκειται για περίπτωση πλήρους έλλειψης συναίνεσης, διότι η αφαίρεση του μορφώματος συνιστά επέμβαση διαφορετική από την ανάταξη της βουβωνοκήλης, για την οποία υπήρχε σχετική συναίνεση, και δεν πρόκειται για διενέργεια μιας και αυτής επέμβασης με ανεπαρκή συναίνεση. Επιπροσθέτως, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν υπό στοιχείο γ` ανωτέρω, σε κάθε περίπτωση, η συναίνεση δεν μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη, όχι μόνο διότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στην ημεδαπή ο οποιοσδήποτε γονέας πληροφορείται ότι ο ανήλικος υιός του έχει ύποπτο όγκο θέλει μια δεύτερη γνώμη – μια επιβεβαίωση περί αυτού, αλλά πολύ περισσότερο διότι ο δεύτερος ενάγων έπρεπε να συμφωνήσει και για τη μέθοδο βιοψίας που θα ακολουθούσε ο πρώτος εναγόμενος, δηλαδή με ταχεία βιοψία ή με αφαίρεση του όλου μορφώματος, εκδοχή που δεν θα προέκρινε ένας γονέας, ακριβώς διότι οι συνέπειες επί ιατρικού λάθους θα ήταν ανεπανόρθωτες (όπως και πράγματι συνέβη), ενόψει της οριστικότητας της αφαίρεσης, ιδίως μάλιστα δεν θα προέκρινε στην περίπτωση που ο πρώτος εναγόμενος τηρούσε πλήρως το καθήκον ενημέρωσης του δεύτερου ενάγοντος και του ανέπτυσσε και τον προηγούμενο δικό του προβληματισμό. Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις υπ’ αριθ. 2 – 5 ανωτέρω της παρούσας, η υποκειμενική ευθύνη του πρώτου εναγόμενου, στην οποία στηρίζεται η αντικειμενική ευθύνη της προστήσασας αυτόν δεύτερης εναγόμενης, θεμελιώνεται αφενός σε ιατρική του αμέλεια και αφετέρου στη διενέργεια της αφαίρεσης του κρίσιμου μορφώματος χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του δεύτερου ενάγοντος ως γονέα – νομίμου εκπροσώπου του ανηλίκου πρώτου ενάγοντος, ενώ δεν συνέτρεχε άμεσος κίνδυνος που να καθιστούσε αυτήν (αφαίρεση) άμεσα επιβεβλημένη. Η δε ένσταση συντρέχοντος πταίσματος που παραδεκτά προβλήθηκε από την πλευρά του πρώτου εναγόμενου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

15. Περαιτέρω, από τα αυτά ως άνω, υπ’ αριθ. 14 της παρούσας παραδεκτά λαμβανόμενα υπόψη αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Εξαιτίας της παραπάνω αφαίρεσης του μοναδικού έκτοπου νεφρού του πρώτου ενάγοντος, αυτός παρέμεινε νοσηλευόμενος στο «Δ.» κατά το χρονικό διάστημα από τις 18.7.2007 έως τις 23.7.2007 υπό διαδικασία τεχνητού νεφρού, ενώ ειδικά και κατά χρονικό διάστημα από τις 20.7.2007 μέχρι τις 23.7.2007 είχε εκδηλώσει και αλλεργική δερματοπάθεια, ως αντίδραση στην απότοκη της αφαίρεσης λαμβανόμενη φαρμακευτική αγωγή, η οποία δερματοπάθεια, καθιστούσε επίπονη την όποια επαφή με το δέρμα του. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ήταν αναγκαία η διαρκής υποστήριξή του, ιδίως λόγω της άσχημης ψυχικής του κατάστασης, αλλά και της ανηλικότητάς του, υποστήριξη η οποία δεν ανατέθηκε σε αποκλειστική νοσοκόμο, αλλά ανέλαβε και εκτέλεσε επί εικοσιτετραώρου βάσεως με υπερένταση των δυνάμεών του ο πατέρας του, ενώ σε περίπτωση που γινόταν πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου, θα απαιτούταν η καταβολή ποσού τουλάχιστον 80,00 ευρώ ημερησίως, ήτοι συνολικά (80,00 ευρώ / ημέρα Χ 5 ημέρες =) 400,00 ευρώ. Ενόψει των περιστάσεων υπό τις οποίες έγινε η αφαίρεση του μοναδικού νεφρού του πρώτου ενάγοντος και της ηλικίας του, δόθηκε απόλυτη προτεραιότητα στην αναζήτηση πτωματικού μοσχεύματος για αυτόν και έτσι κλήθηκε για την πραγματοποίηση τέτοιας μεταμόσχευσης στο Λ. Νοσοκομείο… στις 11.10.2007. Η μεταμόσχευση πραγματοποιήθηκε την ημέρα εκείνη, ωστόσο εν τέλει, παρά τη συνεχιζόμενη παραμονή του πρώτου ενάγοντος στο παραπάνω νοσοκομείο, απέτυχε και υποβλήθηκε σε νεφρεκτομή του μοσχεύματος στις 30.11.2007. Ωστόσο, λόγω ενδονοσοκομειακής λοίμωξης και λευκοπενίας, παρέμεινε εκεί νοσηλευόμενος, υπό καθεστώς τεχνητού νεφρού, μέχρι τις 30.12.2007. Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τις 11.10.2007 έως τις 30.12.2007, ήταν και πάλι αναγκαία ως άνω η παροχή υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμου …………….. (80,00 ευρώ / ημέρα Χ 80 ημέρες =) 6.400,00 ευρώ. Στις 18.2.2008 έγινε εισαγωγή του πρώτου ενάγοντος στο «Δ.» προς αντιμετώπιση μηνιγγοεγκεφαλίτιδας από κυτταρομεγαλο-ιό (CMV), ενώ παράλληλα είχε προσβληθεί από βακτηραιμία και σταφυλόκοκκο, άπαντα εξαιτίας της ανοσοκαταστολής στην οποία είχε υποβληθεί για την προηγούμενη μεταμόσχευση. Στις 6.3.2008 εξήλθε από τη γενική αυτή κλινική της δεύτερης εναγόμενης, έχοντας και για αυτό το χρονικό διάστημα, για τους ίδιους λόγους, την ανάγκη αδιαλλείπτων υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμου, τις οποίες …………………(80,00 ευρώ / ημέρα Χ 18 ημέρες =) 1.440,0 ευρώ. Σύντομα, στις 19.3.2008, επανεισήχθη στο ίδιο ιατρικό κέντρο, όπου και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τις 8.4.2008, λόγω λευκοπενίας, που εξελίχθηκε σε παροδική απλαστική αναιμία και οξεία περικαρδίτιδα, όντας σε πλήρη απομόνωση και φορώντας διαρκώς μάσκα προστασίας, δεχόμενος νυχθημερόν τις αυτές αναγκαίες υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμου από τους αυτούς προαναφερόμενους συγγενείς του, οι οποίες αποτιμώνται ………… ποσό των (80,00 ευρώ / ημέρα Χ 20 ημέρες =) 1.600,00 ευρώ. Στην ίδια γενική κλινική της δεύτερης εναγομένης επανεισήχθη: α) στις 19.5.2008, για χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, εμπύρετο λοίμωξη, απόστημα τομής δεξιού λαγονίου βόθρου, λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό σε ύφεση, β) στις 23.5.2008, για χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου υπό τεχνικό νεφρό, εμπύρετο με ρίγος, γ) στις 13.10.2008, για χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου υπό αιμοκάθαρση – δυσλειτουργία “fistula”, δ) στις 26.8.2009, για χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου υπό αιμοκάθαρση – εύκολη κόπωση, καταβολή, νοσηλευόμενος την καθεμία από τις παραπάνω φορές για μία (1) ημέρα και δεχόμενος κάθε φορά τις αυτές συνεχείς αναγκαίες υπηρεσίες …………….(80,00 ευρώ / ημέρα Χ 4 ημέρες =) 320,00 ευρώ. Την 1.2.2011 υποβλήθηκε σε νέα (δεύτερη) μεταμόσχευση νεφρού στο Παρίσι, στην Κλινική J. του Ομίλου Νοσοκομείου ….N., με δότη το δεύτερο ενάγοντα πατέρα του, νοσηλευόμενος εκεί μέχρι τις 18.2.2011, εμφανίζοντας ως επιπλοκές, μεταξύ άλλων, διαρροή ούρων λόγω υπερδιούρησης, λοίμωξη ουροποιητικού με citrobacterkoseri και enterococcusfaecalis, και σύγχυση (τις δύο πρώτες μετεγχειρητικές ημέρες). Κατά την έξοδό του, συστήθηκε η παραμονή στο Παρίσι επί τρίμηνο περίπου και προκειμένου να του χορηγηθεί θεραπεία με ανοσοσφαιρίνες, η οποία συντελέστηκε με επανεισαγωγές του στην ίδια κλινική τρεις φορές και δη κατά τα χρονικά από τις 3 έως τις 6 Μαρτίου 2011, από τις 6 έως τις 9 Απριλίου 2011 και από τις 27 έως τις 30 Απριλίου 2011. Αποδεικνύεται έτσι ότι οι παραπάνω υπηρεσίες που προσέφεραν στον πρώτο ενάγοντα με υπερένταση των δυνάμεών τους (ως παροχή επί 24ώρου βάσεως και εκτός της Θεσσαλονίκης τις περισσότερες ημέρες) ο πατέρας και η προαναφερόμε- νη θεία του, σε περιόδους νοσηλείας του συνεχόμενες αιτιωδώς με την αφαίρεση του μοναδικού νεφρού του, αποτιμώνται στο συνολικό ποσό των (400,00 + 6.400.0 + 1.440,00 + 1.600,00 + 320,00 + 2.080,00 =) 12.240.0 ευρώ. Αντίθετα, δεν σχηματίζεται η αναγκαία δικανική πεποίθηση ότι ήταν αναγκαία η παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών με υπερένταση των δυνάμεων των ανωτέρω συγγενών του για τις ημέρες που ο πρώτος ενάγων δεν νοσηλευόταν σε νοσηλευτικό ίδρυμα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, είτε υπό μορφή υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμου κατά τις λοιπές αιτούμενες ημέρες (ήτοι κατά ημέρες παραμονής του στο Παρίσι, αλλά εκτός νοσοκομείου), είτε υπό μορφή υπηρεσιών οικιακής βοηθού (στην οικία του στη Θεσσαλονίκη), καθ’ όλες τις επίδικες χρονικές περιόδους. Επίσης, για τις άνω μεταβάσεις του πρώτου ενάγοντος στην Αθήνα, για την πρώτη μεταμόσχευση (ανεπιτυχή), όσο και στο Παρίσι, για τη δεύτερη μεταμόσχευση (επιτυχή), όπως και τους αναγκαίους προμεταμοσχευτικούς ελέγχους του ιδίου και του δότη πατέρα του, αλλά και ομοίως αναγκαίους μετεγχειρητικούς ελέγχους, καταβλήθηκαν: Α) για αεροπορικά εισιτήρια …….. =) 6.313,00 ευρώ, Β) για αεροπορικά εισιτήρια του πρώτου ενάγοντος και του πατέρα του, για προμεταμοσχευτικό έλεγχο από τον Ειδικό Νεφρολόγο Ι. Μ., …..554,96 ευρώ, Γ) για διαμονή αυτών στο ξενοδοχείο ….. Δ)………… Ε)…………. ΣΤ)…………. Z)……………. Η)……….. Θ)……….. Ι)………. … Συνακόλουθα, οι κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 929 και 930 ΑΚ αξιώ σεις του πρώτου ενάγοντος είναι συνολικού ποσού (12.240,00 + 21.775,44 + 3.969,38 =) 37.984,82 ευρώ.

16. Περαιτέρω, από τα αυτά ως άνω, υπ’ αριθ. 14 της παρούσας παραδεκτά λαμβανόμενα υπόψη αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Όταν, το καλοκαίρι του έτους 2007, κατά τα ήδη δεκτά γενόμενα, αφαιρέθηκε ο μοναδικός έκτοπος νεφρός του πρώτου ενάγοντος, αυτός είχε ολοκληρώσει την Τρίτη, γ` τάξη, του Γυμνασίου και είχε συμμετάσχει στο πρωτάθλημα καλαθοσφαίρισης παίδων της Ε.ΚΑ.Σ.Θ. της αγωνιστικής περιόδου 2006 – 2007 ως παίκτης με την αντίστοιχη ομάδα του «..» Θεσσαλονίκης, στην ανδρική ομάδα καλαθοσφαίρισης του οποίου είχε σταδιοδρομήσει με επιτυχία, όντας και αρχηγός αυτής, ο δεύτερος ενάγων πατέρας του, έχοντας μάλιστα ο τελευταίος και συμμετοχές με την εθνική ομάδα ανδρών. Η αθλητική αυτή σταδιοδρομία του πρώτου ενάγοντος, την οποία αυτός επιθυμούσε να ακολουθήσει, διακόπηκε άμεσα με το επίδικο ζημιογόνο συμβάν. Έκτοτε (18.7.2007), δεδομένης και της ανεπιτυχούς πρώτης μεταμόσχευσης του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2007, μέχρι την επιτυχή δεύτερη μεταμόσχευση το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2011, πέραν των περιπτώσεων νοσηλείας που εκτέθηκαν αναλυτικά στη σκέψη υπ’ αριθ. 15 ανωτέρω της παρούσας, υποβαλλόταν τακτικά (3 – 4 φορές την εβδομάδα) σε αιμοκάθαρση, με παράλληλη λήψη πολλαπλών φαρμάκων και με τήρηση αυστηρής δίαιτας, λόγω της συγκεκριμένης πάθησής του. Μετά τη δεύτερη επιτυχή μεταμόσχευση, έχει βελτιωθεί το επίπεδο ζωής του, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο (7/2007 – 2/2011), παραμένοντας, όμως, σημαντικά κατώτερο από εκείνο των συνομηλίκων του. Αυτό συμβαίνει διότι, όχι μόνο απαιτείται η τακτική, ανά δεκαπενθήμερο παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας του, αλλά απαιτείται η χρόνια λήψη φαρμάκων τόσο ανοσοκατασταλτικών (Prograf και Cell-cept), αναγκαίων για τη μη απόρριψη του μοσχεύματος, όσο και για την αντιμετώπιση της αναιμίας (Mircera, Aranesp) που εμφανίζεται ως συνοδός της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας του μοσχεύματος (βλ. ιδίως τις από 7.9.2012, 20.12.2012 και 6.11.2013 ιατρικές γνωματεύσεις Νεφρολόγων υπηρετούντων στη Χειρουργική Κλινική Μεταμοσχεύσεων του … «..», για τη χρόνια χορήγηση των άνω φαρμάκωνΕξάλλου, όπως για όλους όσους έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση ζωτικού οργάνου, μόνο στατιστικές εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν για το προσδόκιμο ζωής του, χωρίς να μπορεί κανείς να προδικάσει αυτό. Εξαιτίας της υποβολής του σε μεταμόσχευση νεφρού χαρακτηρίζεται ως πρόσωπο με αναπηρία σε ποσοστό 80% και ενόψει της άνω κατάστασης της υγείας του, κατόπιν ειδικής διαδικασίας (χωρίς εξετάσεις), έχει εγγραφεί ως φοιτητής Παιδαγωγικού Τμήματος. Ωστόσο, ήδη κατά το χρόνο του ζημιογόνου συμβάντος (18.7.2007), παρά την έλλειψη εξωτερικής εμφανούς συμπτωματολογίας, το μοναδικό νεφρό του πρώτου ενάγοντος ήταν έστω και σε μικρή τότε ακόμα έκταση παθολογικό, με ίνωση πολύ μικρού βαθμού και μικρής έκτασης ισχαιμία, εμφάνιζε και ήπιες πυελονεφριτιδικές αλλοιώσεις, ενώ υπήρχε και νεφρική ανεπάρκεια, που σταδιακά, σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, θα κατέληγε σε τέτοιας μορφής ανεπάρκεια που θα απαιτούσε μεταμόσχευση νεφρού. αλλοιώσεις ήπιες). Το ενδεχόμενο χρόνιας πυελονεφρίτιδας είναι κρίσιμο για τη διακρίβωση της τότε αληθούς κατάστασης της υγείας του πρώτου ενάγοντος, καθόσον, κατά την Φ21/2361/5.10.1993 Απόφαση του Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ Β` 819/7.10.1993) «Κανονισμός εκτίμησης βαθμού αναπηρίας», η χρόνια πυελονεφρίτιδα καταλήγει σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και αρτηριακή υπέρταση, με τα πρόσωπα αυτά να χαρακτηρίζονται ανάπηροι σε ποσοστό 55 – 67% εφόσον δεν πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση, και σε ποσοστό 67 – 80% εφόσον πάσχουν και από αρτηριακή υπέρταση. Πλην όμως στην εξέταση του Θ. Ζ. δεν καταγράφεται με σαφήνεια η ύπαρξη χρόνιας πυελονεφρίτιδας και ο πρώτος ενάγων δεν παρουσίαζε τα χαρακτηριστικά κλινικά της ευρήματα, ήτοι καταβολή, ανορεξία, μικρό πυρετό, πολυδιψία και πολυουρία, όπως αυτά καταγράφονται στην παραπάνω ΥΑ. Έτσι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο πρώτος ενάγων έπασχε όντως και από χρόνια πολυνεφρίτιδα, τουλάχιστον υπό τις προϋποθέσεις που αυτή θα μπορούσε κατά τις ισχύουσες νομικές διατάξεις να θεωρηθεί ως μορφή αναπηρίας, το κρίσιμο καλοκαίρι του έτους 2007. Περαιτέρω, ο Γ. Ε., Καθηγητής Νεφρολογίας του Α.Π.Θ., και ο Γ. Γ., Χειρουργός – Ουρολόγος, στο σχετικό μέρος της νεφρολογικής – ουρολογικής εκτίμησης της από 20.4.2011 έκθεσης ιατρικής πραγματογνωμοσύνης – γνωμοδότησης που συνέταξαν, ο πρώτος των οποίων επαναλαμβάνει την εκτίμησή του αυτή και στην …………/20.12.2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Σ., αναφέρονται σε ύπαρξη χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας και δη 3ου σταδίου του πρώτου ενάγοντος, ενώ με τις εκτιμήσεις τους συμφωνεί και η Νεφρολόγος Σ. Σ. στην από 20.12.2013 γνωμοδότησή της, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη της ύψος του πρώτου ενάγοντος τόσο 170 εκ., όπως έκαναν οι Ε. – Γ., όσο και 175 εκ., όπως έκανε ο Ι. Γ.. ……………Σύμφωνα, λοιπόν, με την παραπάνω κατηγοριοποίηση, με τιμή κάθαρσης είτε 64,2 ml/min είτε 81,7 ml/min που υποστηρίζει ο Ι. Γ., ο πρώτος ενάγων εντάσσεται στο δεύτερο στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας, με τη διαφορά ότι με την πρώτη τιμή είναι στα κατώτερα όρια του σταδίου (εγγύς του 3ου σταδίου), ενώ με τη δεύτερη τιμή είναι στα υψηλότερα όρια του σταδίου (εγγύς του 1ου σταδίου). Σε κάθε περίπτωση, όμως, όπως προαναφέρθηκε, αυτός ήδη εμφάνιζε νεφρική ανεπάρκεια, τουλάχιστον 2ου σταδίου. Επίσης, το ότι σύμφωνα με την όλη κατάσταση του μοναδικού νεφρού του πρώτου ενάγοντος, το αναμενόμενο ήταν, σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, αυτός να εκδηλώσει χρόνια νεφρική ανεπάρκεια που θα απαιτούσε μεταμόσχευση νεφρού, συνάγεται ιδίως από τις καταθέσεις αμφοτέρων των μαρτύρων που εξετάστηκαν από την πλευρά των εναγομένων, η κατάθεση των οποίων ενισχύεται από την ανωτέρω κοινή εκτίμησή των Γ. Ε. – Γ. Γ., που επαναλαμβάνεται και στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση που δόθηκε από τον πρώτο από αυτούς. Η δικαστική αυτή κρίση δεν αναιρείται από τα διαλαμβανόμενα ιδίως στην από 7.11.2011 γνωμοδότηση του Ι. Γ., καθόσον από το όλο περιεχόμενό της συνάγεται ότι κατατείνει στην αμφισβήτηση ειδικά της εκτίμησης ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε εντός χρονικού διαστήματος 2 – 3 ετών, και όχι ότι αυτό θα συνέβαινε γενικά κάποτε στο μέλλον. Η συνθήκη αυτή, οι όροι της οποίας υπήρχαν ήδη κατά το χρόνο του ζημιογόνου συμβάντος, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη γίνει δεκτά στις σκέψεις υπ’ αριθ. 2 και 8 ανωτέρω της παρούσας, δεν αποτελεί λόγο καταργητικό της ευθύνης των εναγομένων. Ωστόσο, καθώς συνιστά μια μελλοντική βάσιμη προσδοκία (σε αρνητική εκδοχή), συνεκτιμάται στον υπολογισμό των αξιώσεων του πρώτου ενάγοντος που ομοίως στηρίζονται στις άλλως βάσιμες προσδοκίες του για το μέλλον, ήτοι στις αξιώσεις αυτού κατά τις διατάξεις των άρθρων 931 και 932 ΑΚ, καθόσον δεν μπορεί να γίνει επιλεκτική συνεκτίμηση μόνο των θετικών προσδοκιών του παθόντος. Η κατά τα ανωτέρω δεκτή γενόμενη κατάσταση της υγείας του πρώτου ενάγοντος θα επηρεάζει μόνιμα και αρνητικά την επαγγελματική – οικονομική του εξέλιξη, καθώς πέραν του τερματισμού της σταδιοδρομίας του στην καλαθοσφαίριση, ενόψει αυτής (κατάστασης), που και κατά τις νομικές διατάξεις τον καθιστά ανάπηρο σε ποσοστό 80% (βλ. την προαναφερόμενη ΚΥΑ Φ 11321/οικ./10219/688/2012), ακόμα και να ασκήσει κάποιο επάγγελμα στο μέλλον θα υπάρχουν περιορισμοί κατά την άσκησή του, συνεχόμενοι ακριβώς με την κατάσταση της υγείας του, ενώ θα υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να χρειαστεί να σταματήσει αυτό, λόγω επιδείνωσης της υγείας του. Συνακόλουθα, η αναπηρία του θα αναδίδει και στο μέλλον αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, συνιστάμενες στην αδυναμία εκτέλεσης κάποιων επαγγελματικών δραστηριοτήτων (ιδίως αθλητικών, όπως θα επιθυμούσε ο ίδιος) και στη δυσχέρεια εκτέλεσης άλλων, οι οποίες (επιπτώσεις) συνιστούν ένα μέγεθος οικονομικό, αυτοτελές, που απορρέει από αυτήν καθεαυτήν την αναπηρία που προκλήθηκε σε αυτόν, σε κάθε περίπτωση μη δυνάμενο να υπολογιστεί και έτσι μη δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο αποζημίωσης κατ’ άρθρο 929 ΑΚ, ενώ παράλληλα αποτελεί και μέγεθος διακριτό από τον κατ’ άρθρο 932 ΑΚ καλυπτόμενο ψυχικό πόνο. Επίσης, η αναπηρία αυτή θα έχει αρνητικές συνέπειες και στην κοινωνική του εξέλιξη, αφού οι ίδιοι περιορισμοί από τη μεταμόσχευση θα αναδίδουν αρνητικές συνέπειες στην όλη κοινωνική του ζωή. Αφού, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι η ως άνω κατάσταση της υγείας του πρώτου ενάγοντος θα επιδράσει αρνητικά ιδίως στο οικονομικό, αλλά και στο κοινωνικό του μέλλον, αυτός έχει βάσιμη αξίωση για καταβολή χρηματικής παροχής κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, η οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τις συνέπειες της παραπάνω αναπηρίας και τις λοιπές ως άνω εκτεθείσες συντρέχουσες περιστάσεις και προαναφερόμενη ειδική συνθήκη (αρνητική), ιδίως δε ότι ο ενάγων είναι γεννημένος το έτος 1992, ανέρχεται στο ποσό των 50.000,00 ευρώ. Τέλος, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η αφαίρεση του μοναδικού έκτοπου νεφρού του πρώτου ενάγοντος και του βαθμού του πταίσματος του υποκειμενικά ευθυνόμενου πρώτου εναγόμενου (όπως οι περιστάσεις αυτές αναλυτικά εκτέθηκαν στη σκέψη υπ’ αριθ. 14 ανωτέρω της παρούσας), της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, της ηλικίας του πρώτου ενάγοντος κατά το χρόνο του ζημιογόνου συμβάντος, της στενοχώριας και θλίψης που αυτός δοκίμασε, αλλά και θα συνεχίζει να δοκιμάζει στο μέλλον, από τη σωματική βλάβη και δη την αναπηρία που υπέστη, με τις επιπτώσεις που εκτέθηκαν στη σκέψη υπ’ αριθ. 15 ανωτέρω της παρούσας, αλλά και προηγουμένως στην ίδια σκέψη (υπ’ αριθ. 16), συνεκτιμωμένης και της ειδικής συνθήκης που περιγράφηκε στη σκέψη αυτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει βάσιμη αξίωση κατά των εναγομένων για χρηματική ικανοποίηση ποσού 150.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, χωρίς στο ποσό αυτό να υπολογίζεται το ποσό των 44,00 ευρώ, για το οποίο έχει επιφυλαχθεί για άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων και το οποίο ήδη του έχει επιδικαστεί με την 13548/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε βάρος του (ήδη πρώτου ενάγοντος), ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η έφεση που ο εκεί κατηγορούμενος και εδώ πρώτος εναγόμενος άσκησε κατά της αμέσως προαναφερόμενης απόφασης απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την 7073/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης (χωρίς να προκύπτει η άσκηση αναίρεσης κατ’ αυτής).

17. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, και δεδομένου ότι λόγω της ερημοδικίας τόσο της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης της δεύτερης συνεκδικαζόμενης υπόθεσης, όσο και του παρεμπιπτόντως εναγόμενου της τρίτης συνεκδικαζόμενης υπόθεσης, θεωρούνται ομολογημένοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί των εκεί προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος και παρεμπιπτόντως ενάγουσας, που αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται η ομολογία (άρθρα 271 § 3, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 29 του ν. 3994/25.7.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 § 1 ΚΠολΔ), και αναφορικά με αυτές (λοιπές συνεκδικαζόμενες υπόθεσεις) δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως προς την ουσία των συνεκδικαζομένων υποθέσεων (δεδομένου ότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη υπ’ αριθ. 8 ανωτέρω της παρούσας, η αγωγή έχει ήδη απορριφθεί για νομικούς λόγους αναφορικά με το δεύτερο ενάγοντα): Α) Η πρώτη συνεκδικαζόμενη κύρια αγωγή πρέπει, αφού απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη υπ’ αριθ. 14 ανωτέρω της παρούσας, η ένσταση συνυπαιτιότητας που πρότεινε παραδεκτά μόνο ο πρώτος εναγόμενος, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των (37.984,82 ευρώ περιουσιακή ζημία + 50.000,00 ευρώ αποζημίωση 931 ΑΚ + 150.000,00 ευρώ χρηματική ικανοποίηση =) 237.984,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η παρούσα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το αναφερόμενο στο διατακτικό ποσό, κατά το οποίο το Δικαστήριο κρίνει ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον πρώτο ενάγοντα. Ωστόσο, το αίτημα περί απειλής προσωπικής κράτησης σε βάρος του πρώτου εναγόμενου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, ιδίως συνεκτιμωμένου ότι πέραν της μη ειδικής αμφισβήτησης της φερεγγυότητάς του, αυτός έχει προβεί σε ασφάλιση της αστικής του ευθύνης, ήδη έχει ασκήσει σχετική παρεμπίπτουσα αγωγή, που είναι η δεύτερη συνεκδικαζόμενη, και το επιδικαζόμενο ποσό, ακόμα και με συνυπολογισμό τόκων και δικαστικών εξόδων, εκτιμάται ότι δεν θα υπερβεί το ποσό της ασφαλιστικής του κάλυψης των 500.000,00 ευρώ, ακόμα και στην περίπτωση που δεν γίνει άμεση καταβολή, με επακόλουθο να παρίσταται βέβαιο ότι θα ικανοποιηθεί η επιδικαζόμενη απαίτηση του πρώτου ενάγοντος. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 178 § 1 και 191 § 2 ΚΠολΔ, λόγω της μερικής νίκης και ήττας, οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή ανάλογου μέρους των δικαστικών εξόδων του πρώτου ενάγοντος, που υπέβαλε σχετικό παρεπόμενο αίτημα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας …

Back To Top