skip to Main Content
Υπάρχει δικαίωμα στο θάνατο;

*Προδημοσίευση του άρθρου από τον Τόμο που πρόκειται να δημοσιευτεί με τα Πρακτικά των Εισηγήσεων του Συνεδρίου του Αγίου Σάββα “Τα νέα φάρμακα στην τεχνολογία”

Σε  όλες   τις  καλοκυβερνημένες  πολιτείες έχει ορισθεί  στον  καθένα  και από  μία  εργασία,  που είναι ανάγκη να την κάνει και κανείς  δεν έχει  καιρό να είναι άρρωστος και να νοσηλεύεται όλη του την ζωή. (…)

               Να  μην παραδεχθούμε  λοιπόν  πως αυτής  της γνώμης ήταν και ο Ασκληπιός και πως μονάχα για εκείνους που από τη φύση  ή από την δίαιτα  είχαν  γερά  σώματα,  αν τους συνέβαινε να  πάθουν  καμμιά αρρώστεια  από άλλη αφορμή, για  αυτούς  μόνο και  για αυτές τις κράσεις  έδειξε την ιατρική και έβγαζε από  πάνω τους την αρρώστεια,  για να μην  βλάψει  τα  συμφέροντα  της πολιτείας;  Ενώ  για τα σώματα που ήταν για πάντα αρρωστημένα, δεν αναλάμβανε να παρατείνει τα βάσανα και τη ζωή τους (…) για να φέρουν στον κόσμο και άλλα πλάσματα δυστυχισμένα φυσικά  σαν κι αυτά,  αλλά  νόμιζε  πως δεν  ήταν  ανάγκη  να θεραπεύει ανθρώπους που από την κατασκευή τους  (…)  δεν θα ήταν ωφέλιμοι ούτε για τον εαυτό τους ούτε για την πολιτεία;

ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία, Γ’, 406c, 407d, Μετφ. Γρυπάρη

I. Η ζωή ως Συνταγματική αξία

Η ίδια  η συζήτηση  για την ύπαρξη  ενός  δικαιώματος  στο θάνατο φαίνεται ότι έχει έναν αιρετικό χαρακτήρα, ότι αμφισβητεί τις πτυχές κάποιας  ιδιόμορφης raison  d’ Etat[1].  Αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο στις εποχές έντονου αυταρχικού συγκεντρωτισμού: Στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία  του 19ου  αιώνα,  στην  τσαρική Ρωσία και στις χώρες της Νότιας Αμερικής η ίδια  η απόπειρα  αυτοκτονίας ήταν αξιόποινο  αδίκημα[2],  στη  Γερμανία  η  θηρεσιανή  διάταξη  του 1769 απαγόρευε τον ενταφιασμό του αυτόχειρα[3].

Παρά την έξαρση της συζήτησης γύρω  από το  δικαίωμα στον θάνατο κατά τον 19ο  αιώνα,  η  οποία  αναπτύχθηκε  στην  ευνοϊκή περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ρομαντισμού και του κλασικού φιλελευθερισμού[4], η σύγχρονη νομική επιστήμη περιθωριακά μόνον ασχολείται  με το θέμα. Η κρατούσα άποψη πάντως στην ελληνική θεωρία φαίνεται να αρνείται την ύπαρξη παρόμοιου δικαιώματος, στηριζόμενη είτε στον απόλυτο χαρακτήρα του δικαιώματος στη ζωή, είτε στην ύπαρξη αντίθετου δημόσιου συμφέροντος, είτε στην αντίθεση του με τα χρηστά ήθη. Δικαίωμα στη ζωή και δικαίωμα στον θάνατο[5]. Το δικαίωμα στη ζωή περιγράφεται ως  “απόλυτο  δικαίωμα”, το οποίο, κατά την πλέον ακραία τοποθέτηση, μετατρέπεται σε υποχρέωση: “(κατά) αναπόδραστον συνέπειαν της απολύτου αξίας και προστασίας της ανθρώπινης  ζωής, ο άνθρωπος,  όσον περιέργως και να ηχή τούτο, έχει νομικήν υποχρέωσιν να ζή”[6].

Το δικαίωμα στη ζωή φαίνεται να είναι το πλέον αυτονόητο από αυτά που καθιερώνει  η έννομη τάξη,  η άσκηση  του οποίου μάλιστα αποτελεί την  βάση και την προϋπόθεση για την απόλαυση όλων των υπολοίπων δικαιωμάτων[7]. Για αυτόν το λόγο, σε διεθνή κείμενα αναφέρεται ως “φυσικό  δικαίωμα”[8] και από τμήμα της θεωρίας υποστηρίζεται[9] ότι η κατοχύρωση  του στο Σύνταγμα έχει αναγνωριστικό και όχι διαπλαστικό χαρακτήρα.  Πέραν του ότι οι θέσεις αυτές αντανακλούν φυσικοδικαιικές απόψεις περί προσυνταγματικών και υπερσυνταγματικών αρχών,  οι οποίες δεν βρίσκουν  έρεισμα στην ελληνική συνταγματική τάξη[10], διαψεύδονται και από την ιστορική  εμπειρία,  η  οποία αποδεικνύει  την ιστορική σχετικότητα  και  τις  διαβαθμίσεις  της  προστασίας  του αγαθού[11].  Η προστασία της  ζωής,  όπως  και η κατοχύρωση όλων των δικαιωμάτων, αποτελεί αντίθετα ιστορική κατάκτηση, η οποία αποτελεί επακόλουθο της ανάδειξης της σε  πρωταρχική “αξία”, αναγνωρισμένη από τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις.

Μολονότι, επομένως, υλικό αντικείμενο του δικαιώματος  είναι  η ζωή ως βιολογικό φαινόμενο,  αυτή  προστατεύεται συνταγματικά, όπως γίνεται αντιληπτή  και “σημασιολογείται”  κοινωνικά[12].  Το  Σύνταγμα, δηλαδή, δεν αντιμετωπίζει τη ζωή “νατουραλιστικά”, αλλά αξιολογικά, προστατεύει τη ζωή του ανθρώπου ως “προσώπου”  κοινωνικά καθορισμένου, “ως μέλους του κοινωνικού  συνόλου”  (Σ  25  παρ.1)  και όχι ως απλού βιολογικού όντος.

Το ότι δεν προστατεύονται αυτές καθ’ εαυτές οι βιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, αλλά η ζωή ως “αξία” [13]προκύπτει ανάγλυφα από το γεγονός ότι η έννομη τάξη θεωρεί ότι ο θάνατος[14] έχει επέλθει, ακόμη και εάν η καρδιακή λειτουργία δεν έχει διακοπεί ακόμη οριστικά, αρκεί να έχει σταματήσει ανεπίστρεπτα η εγκεφαλική δραστηριότητα,  μέσω της οποίας και εξατομικεύεται και “προσωποποιείται”  ο άνθρωπος.

Αυτή  η “αξιακή”,  και όχι νατουραλιστική,  συνταγματική κατοχύρωση της ζωής  έχει  πολλαπλές  συνέπειες  ως  προς  την  εφαρμογή  και την ερμηνεία των σχετικών προστατευτικών διατάξεων του 5  παρ.2 Σ. Αφ’ ενός η προστατευτική  λειτουργία  του  δικαιώματος  στη  ζωή  θα  πρέπει να εναρμονίζεται με τις άλλες βασικές αξίες,  όπως η ανθρώπινη αξία και η ελευθερία που αποτελούν,  μετά  την  θετικοποίηση  τους, θεμελιώδεις συνταγματικές  κατευθυντήριες  και  ερμηνευτικές  αρχές  με δεσμευτικό κανονιστικό  περιεχόμενο[15].   Αφ’ ετέρου  προβάλλει  η  αναγκαιότητα  να λαμβάνονται  κάθε  φορά  υπ’ όψη   για  την  οροθέτηση  της  περιμέτρου εφαρμογής  του[16]  οι  σχετικές  κυρίαρχες  κοινωνικά  αντιλήψεις, όπως διαμορφώνονται από την  ιστορική ισορροπία που  έχει δημιουργηθεί κάθε

φορά ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα.

Δεν είναι νοητή, επομένως, ούτε η μονολιθική ιδεολογική ενότητα[17] του Συντάγματος, αλλά ούτε και η αφηρημένη ιεράρχηση των επιμέρους δικαιωμάτων. Κατά  συνέπεια,  όλα  τα δικαιώματα, ακόμη και το δικαίωμα στο πρωταρχικό αγαθό της ζωής, είναι νομικά ισότιμα και ισοδύναμα μεταξύ τους,  από τυπική άποψη  ως προϊόν της ίδιας συντακτικής βούλησης,  από ουσιαστική άποψη, λόγω της κοινής συμβολής τους στην κοινωνική ολοκλήρωση  και στην  θεσμική απορρόφηση των συγκρούσεων[18].

Ενώ, όμως, δεν μπορεί να γίνει, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, μία αφηρημένη a priori ποιοτική σύγκριση και κατάταξη των συνταγματικών δικαιωμάτων,  επιβάλλεται η εξατομικευμένη στάθμιση  τους σε περίπτωση μεταξύ τους  σύγκρουσης.  Η  συγκεκριμένη αυτή αξιολόγηση,  έχοντας ως αφετηρία την αποδοχή της  ισοτιμίας  των  συνταγματικών  διατάξεων και λαμβάνοντας υπ’ όψη  τις  ρητά  διατυπωμένες  συνταγματικές επιφυλάξεις και εξαιρέσεις  και  τις  θεμελιώδεις  συνταγματικές  αρχές (ανθρώπινη αξία,  ελευθερία,  ισότητα),  πρέπει  να  στηρίζεται  σε αντικειμενικά δεδομένα,  όπως εμφανίζονται  στην  υπό  κρίση  περίπτωση:  Αφ’ ενός θα πρέπει να  σταθμίζονται  τα  συγκρουόμενα  συμφέροντα,  τα υλικά αγαθά δηλαδή τα  οποία  διακυβεύονται,   με  την  βοήθεια   της  αρχής  της αναλογικότητας και εν όψει πάντοτε των πραγματικών συνθηκών της συγκυρίας[19].  Αφ’ ετέρου όμως  θα  πρέπει  να  λαμβάνεται  υπ’ όψη και η ιστορική αξιολόγηση των αγαθών αυτών, το πώς δηλαδή αντιμετωπίζονται την συγκεκριμένη  στιγμή  από την  κυρίαρχη  κοινωνική  αντίληψη[20]. Το παράδειγμα  της  άμβλωσης είναι χαρακτηριστικό. Αποτελεί κλασσική περίπτωση σύγκρουσης της προστατευτικής λειτουργίας  του δικαιώματος στη  ζωή και της ελευθερίας αυτοκαθορισμού και αυτοδιάθεσης της μητέρας. Τα δύο έννομα αγαθά (η ελευθερία και η  ζωή)  έχουν ισότιμη συνταγματική κατοχύρωση  και η στάθμιση  μεταξύ τους δεν είναι δυνατή, παρά μόνον αν ληφθεί υπ’ όψη το πώς  αξιολογούνται κάθε φορά κοινωνικά.

Το γεγονός ότι η ζωή ως  συνταγματικό αγαθό καθορίζεται από τις κοινωνικές αντιλήψεις,  διευρύνει το εύρος  της  συνταγματικής προστασίας   που  της  αναλογεί.  Σήμερα,   λόγω  των  κινδύνων  που συνεπάγονται  οι  εξελίξεις  των  βιοϊατρικών  επιστημών,  η  ζωή  δεν προστατεύεται πλέον μόνο στο επίπεδο του μεμονωμένου  ατόμου, αλλά και στο  επίπεδο του ανθρώπινου  είδους[21].

ΙΙ. Το δικαίωμα στον θάνατο ως συνταγματικό δικαίωμα

Η θεμελίωση ενός δικαιώματος στον θάνατο δεν μπορεί να αναζητηθεί στο άρθρο 5  παρ.2Σ.  Λόγω της διατύπωσης  που έχει το άρθρο αυτό,  δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κατοχυρώνει μία συμμετρική, αρνητική ελευθερία του δικαιώματος στη ζωή, ελευθερία,  δηλαδή, επιλογής του θανάτου[22].

Ακριβώς λόγω της ελλείψεως  ειδικής  διάταξης,  εφαρμοστέα  είναι η γενική διάταξη του 5 παρ. 1Σ, η οποία κατοχυρώνει το δικαίωμα ανάπτυξης της  προσωπικότητας και έχει επικουρική μεν εφαρμογή, αναμφισβήτητο όμως  κανονιστικό περιεχόμενο[23]. Παρ’ όλες τις  διχογνωμίες σχετικά με την κανονιστική πυκνότητα της ελευθερίας αυτής, είναι αναντίρρητο  ότι  καθιερώνει  υποχρέωση του κράτους για σεβασμό των επιλογών του ατόμου σε σχέση με τον αυτοκαθορισμό του. Το αντίστοιχο ατομικό δικαίωμα αφορά όλες τις πλευρές προσωπικής αυτοδιάθεσης, άρα και την απόφαση για την αυτοκαταστροφή[24], την τελική και πλέον προσωπική απόφαση του καθενός[25]. Από το γενικό αυτό  δικαίωμα   απορρέει μία διττή αξίωση απέναντι στο κράτος, θετικού και αρνητικού περιεχομένου: αξίωση αφ’ ενός για αποχή από επεμβάσεις που θα θίγουν την προσωπικότητα και αφ’ ετέρου για λήψη θετικών μέτρων  για την ανάπτυξη της.  Η συνταγματική προστασία συμπληρώνεται από την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ. Από τις δύο αυτές πλευρές της αξίωσης κρίσιμη είναι επί του  προκειμένου ζητήματος η αρνητική.  Στην πραγματικότητα,  το δικαίωμα επί της προσωπικότητας δεν σημαίνει  ότι η  τελευταία  είναι  “αντικείμενο” εξουσίασης, αλλά απλώς  ότι αναγνωρίζεται στον  φορέα  του  εξουσία  απόκρουσης ξένης δραστηριότητας,  που  θίγει το  πρόσωπο  και  τις  βιοτικές επιλογές του[26].

Η γενική αυτή ρήτρα προστασίας που θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 1 συμπληρώνει    τα συνταγματικά κενά  που προκύπτουν από  την μη ειδική ρύθμιση  επί μέρους δικαιωμάτων και λειτουργεί επομένως ως “γενικό δικαίωμα ελευθερίας”[27].  Προσφέρει έτσι συνταγματική κάλυψη σε βιοτικά συμφέροντα που τελούν μεν σε σχέση με την ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά και διατηρούν την  σχετική  αυτονομία  τους,  προστατεύοντας ίδια και αυτοτελή έννομα αγαθά,  που θα μπορούσαν να  ρυθμίζονται με άλλες, ειδικές   συνταγματικές   διατάξεις.

Το δικαίωμα  στον  θάνατο  δεν είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστό,  ειδικό δικαίωμα, αλλά πρόκειται για ιδιαίτερη πλευρά, εκδήλωση του γενικού δικαιώματος επί της προσωπικότητας[28],  όπως και τα ανάλογα “δικαιώματα”  στο όνομα, στην  τιμή και  στην “εικόνα” του προσώπου[29].   Ο όρος  “δικαίωμα στον  θάνατο” έχει την έννοια της ειδικής αξίωσης, απόρροιας της εν γένει προστασίας που καθιερώνει το 5 παρ. 1 και καλύπτει όλες τις ψυχικές, σωματικές και κοινωνικές πτυχές της ύπαρξης του ατόμου. Είναι προφανές ότι η αξίωση αυτή έχει  αποκλειστικά αμυντικό περιεχόμενο. Συνίσταται, δηλαδή, αφ’ ενός στην  απόκρουση των κρατικών  επεμβάσεων που θα ματαίωναν την πρόθεση  του προσώπου  να θέσει τέρμα στη ζωή του και αφ’ ετέρου στην άρση των ποινικών ευθυνών  τρίτων,  οι οποίοι  βοήθησαν  προς την κατεύθυνση  αυτή.   Πρόκειται  πάντοτε  για  αξίωση που κατατείνει αποκλειστικά στην απόκρουση της αντίθετης κρατικής  παρέμβασης και σε καμία περίπτωση δεν κατοχυρώνει  θετική   υποχρέωση  τρίτου, κρατικού οργάνου ή  γιατρού (πολύ   περισσότερο  εάν  αυτός   έχει  σχετικό  συνειδησιακό πρόβλημα) να επιφέρει τον θάνατο. Διατυπώνεται βέβαια και η άποψη ότι το άρθρο 5  παρ. 1 Σ δεν μπορεί να  αποτελέσει νόμιμη  βάση για  το δικαίωμα στον θάνατο, γιατί “τα ανθρώπινα δικαιώματα αποβλέπουν στην αξία του ανθρώπου, της ανθρώπινης ζωής και όχι στην καταρράκωση, εξουθένωση ή καταστροφή τους.”[30] Η αξία όμως του ανθρώπου (2 παρ.1Σ) αποτελεί  μία γενική αρχή του Συντάγματος  που ναι μεν δεν αξιοποιείται  μόνο ερμηνευτικά,  έχοντας και αυτοτελές κανονιστικό   περιεχόμενο,   δεν  μπορεί  όμως  να  αντιπαρατίθεται ως  αντίβαρο   σε  σαφείς  συνταγματικές   διατάξεις.   Κάτι τέτοιο  δεν συνεπάγεται μόνον τον κίνδυνο να αχθούμε σε χαρακτηρισμό συνταγματικών διατάξεων ως  αντισυνταγματικών  και  σε  κλονισμό  της  κανονιστικής δύναμης του και ενότητας του όλου Συντάγματος[31], σηματοδοτεί και την αρχή μιας διολίσθησης σε  “φιναλιστικές” θέσεις,  χαρακτηριστικές ολοκληρωτικών συστημάτων,  όπου  η  άσκηση  των  ατομικών δικαιωμάτων εξαρτάται από την εναρμόνιση της με τις διακηρυγμένες ιδεολογικές αρχές του καθεστώτος.

Αντιθέτως, η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Σ για την  προστασία της ανθρώπινης αξίας -η οποία άλλωστε τελεί  σε σχέση γένους προς είδος με αυτήν του 5  παρ.1 Σ [32]–  μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις  να αποτελέσει αυτοτελή βάση  για την κατοχύρωση  του δικαιώματος  στον  θάνατο: όταν π.χ.  ο άρρωστος έχει φτάσει  στο  έσχατο όριο μιας ανίατης ασθένειας και έχει χάσει οριστικά την ικανότητα συνείδησης, το δικαίωμα του στον θάνατο δεν μπορεί πλέον να κατοχυρωθεί στο 5 παρ.1, γιατί μαζί με την δυνατότητα αυτοσυνείδησης εξαλείφεται ταυτόχρονα και κάθε δυνατότητα αυτοκαθορισμού.  Ενδέχεται τότε η αξίωση για ένα τέλος που να μην καταλύει την ανθρώπινη αξία να μπορεί να  στηριχθεί στο άρθρο  2 παρ.1 του Συντάγματος[33].

Η ελληνική θεωρία και νομολογία δεν αποδέχονται την ύπαρξη ενός συνταγματικού ατομικού  δικαιώματος στον  θάνατο.  Η κατάφαση παρ’ όλα αυτά ενός παρόμοιου δικαιώματος φαίνεται συνταγματικά επιβαλλομένη,  αν και θα πρέπει να γίνει με πολλές επιφυλάξεις. Η άσκηση του δικαιώματος στον θάνατο εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους καταχρήσεων, ιδίως στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται αυτοπροσβολή, αλλά ετεροπροσβολή (ευθανασία, συνέργεια σε  αυτοκτονία) και πολύ περισσότερο, όταν η  βούληση για την αυτοκαταστροφή δεν δηλώνεται ρητά, αλλά τεκμαίρεται.

ΙΙΙ. Η ποινική προστασία της ζωής

Το έννομο αγαθό της ζωής προστατεύεται από τον Ποινικό Κώδικα απολύτως. Περαιτέρω, η συναίνεση του θανατωθέντος δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως. Ο ποινικός νομοθέτης προβλέπει στο άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα ηπιότερη ποινή φυλάκισης σε περίπτωση “ανθρωποκτονίας με συναίνεση”, την οποία ο δράστης ετέλεσε από οίκτο για πάσχοντα από ανίατη ασθένεια και κατόπιν “επίμονης και σπουδαίας” απαίτησης του τελευταίου. Πρόκειται, επομένως, για την έμμεση αναγνώριση ορισμένης περίπτωσης-ενεργητικής- ευθανασίας ως ιδιώνυμο, “προνομιούχο” έγκλημα κατά της ζωής. Στο άρθρο 301 προβλέπεται η συμμετοχή σε αυτοκτονία. Το αδίκημα είναι υπαλλακτικώς μικτό, δηλαδή μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους: α) είτε ο δράστης να καταπείσει άλλον να αυτοκτονήσει είτε β) να παράσχει βοήθεια στον αυτοκτονούντα κατά την εκτέλεση της πράξης. Κατάπειση[34] είναι η επίμονη πρόκληση σε άλλον της απόφασης προς αυτοκτονία, κατόπιν “εξ υπαρχής προσπαθείας και εξ αποκλειστικής πρωτοβουλίας του καταπείθοντος”, προϋποθέτει δηλαδή μία γλωσσική επικοινωνία αποτέλεσμα της οποίας είναι το θύμα να πειστεί από τον δράστη να δώσει τέλος στη ζωή του, χωρίς να του καταλείπονται περιθώρια αμφιβολιών και αποκλείεται η τέλεση του εγκλήματος διά παραλείψεως[35]. Η παροχή βοήθειας μπορεί αυτή να είναι είτε υλική είτε ηθική και πρέπει να παρασχέθηκε κατά την εκτέλεση της αυτοκτονίας. Η παροχή της βοήθεια μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη. Περαιτέρω, το έγκλημα της συμμετοχής σε αυτοκτονία συνιστά αυθύπαρκτη συμπεριφορά, η οποία έχει αυτοτελές άδικο, ανεξάρτητο από την πράξη της αυτοκτονίας, πρόκειται, επομένως, για ιδιώνυμο έγκλημα που στρέφεται κατά του έννομου αγαθού της ζωής.

Ωστόσο, στην ελληνική έννομη τάξη, ακριβώς λόγω της απόλυητης προστασίας της ζωής, όπως αποτυπώνεται στον Ποινικό Κώδικα, δεν προβλέπεται η περίπτωση της ευθανασίας.  Αλλες έννομες τάξεις, αντιθέτως, προσάρμοσαν τις ρυθμίσεις τους αποτελεσματικότερα στην αλλαγή των κοινωνικών αντιλήψεων επί του θέματος αυτού.

Στην Ολλανδία η ευθανασία[36] πραγματοποιείται από τον θεράποντα ιατρό που χορηγεί μια μοιραία δόση του κατάλληλου φαρμάκου στον ασθενή με ρητή αίτηση του. Η ολλανδική νομοθεσία καλύπτει, επίσης, υποβοηθούμενη από τον ιατρό αυτοκτονία (όπου ο ιατρός παρέχει το φάρμακο, αλλά ο ασθενής το χορηγεί ο ίδιος στον εαυτό του). Η ευθανασία και η υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι νόμιμες μόνο εάν γίνονται πλήρως σεβαστά τα κριτήρια που καθορίζονται στην ολλανδικό νόμο για τον τερματισμό της ζωής και την  υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Μόνο τότε δεν διώκεται ποινικά ο γιατρός. Τα αιτήματα για ευθανασία συχνά προέρχονται από ασθενείς που βιώνουν αφόρητο πόνο χωρίς καμία προοπτική βελτίωσης. Η αίτησή τους πρέπει να γίνεται με πλήρη πεποίθηση και σπουδαία απαίτηση. Ωστόσο, οι ασθενείς δεν έχουν απόλυτο δικαίωμα στην ευθανασία και οι γιατροί δεν έχουν απόλυτη υποχρέωση να την εκτελέσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της ολλανδικής νομοθεσίας είναι η πρόσφατη περίπτωση[37] της νεαρής γυναίκα που της επετράπη από τις Αρχές της Ολλανδίας να τερματίσει τη ζωή της, μέσω θανατηφόρου ένεσης που της χορηγήθηκε, καθώς από τα 5 έως τα 15 της χρόνια υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, γεγονός το οποίο της προκάλεσε μετατραυματικό στρες, νευρική ανορεξία, μανιοκατάθλιψη και παραισθήσεις. Η κατάσταση της υγείας της εμφάνισε βελτίωση μετά από την εντατική θεραπεία στην οποία υπεβλήθη, ωστόσο οι γιατροί έκριναν ότι ποτέ δεν θα επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα και προ διετίας αποδέχθηκαν το αίτημά της να της επιτραπεί να βάλει τέλος στη ζωή της.

Στην Γαλλία από την 1η Νοεμβρίου 1998 εφαρμόζεται μια νέα διαδικασία. Αφορά αποκλειστικά στην διακοπή της ζωής που πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος του ασθενούς. Ο έλεγχος πραγματοποιείται από τις περιφερειακές επιτροπές. Αυτές είναι πέντε, η καθεμία αποτελείται από έναν γιατρό, έναν δικηγόρο και έναν εμπειρογνώμονα σε θέματα δεοντολογίας. Η Περιφερειακή Επιτροπή Ελέγχου θεωρεί ότι ο γιατρός ενήργησε με αυστηρότητα και εντός του πλαισίου του νόμου, εφόσον:

– Ο ασθενής υπέβαλε το αίτημά του ελευθέρως, κατόπιν σκέψης και επιμόνως.

– Η ταλαιπωρία του ασθενούς ήταν αφόρητη και χωρίς προοπτική βελτίωσης, σύμφωνα με τις επικρατούσες αντιλήψεις της ιατρικής.

– Ο γιατρός έχει διαβουλεύσεις με τουλάχιστον άλλον ένα ανεξάρτητο γιατρό.

– Η διακοπή της ζωής πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ιατρικής.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εισαγγελία, στην οποία αναφέρει η Επιτροπή τα πορίσματά της, μπορεί να ολοκληρώσει την έρευνα χωρίς περαιτέρω ενέργειες.

Ένα ειδικότερο ζήτημα που ανακύπτει στο υπό εξέταση ζήτημα είναι η ποινική αντιμετώπιση των ιατρών, όταν ο ασθενής συναινεί στην μη συνέχιση της θεραπείας. Σε αυτήν την περίπτωση δεν θεωρείται ότι τελεί ο ιατρός άδικη πράξη[38], εφ’ όσον δεν έχει πλέον ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, κατά το άρθρο 15 του Ποινικού κώδικα να επέμβει. Μάλιστα, όχι μόνον δικαιούται, αλλά υποχρεούται να αφήσει τον ασθενή στην φυσική πορεία των πραγμάτων, όταν ο τελευταίος το απαιτήσει[39], επομένως πρόκειται για περίπτωση διάφορη της ευθανασίας. Διαφορετικά αντιμετωπίζεται από μερίδα της θεωρίας[40] η περίπτωση της παθητικής ευθανασίας κατά την οποία ο  γιατρός  αποσυνδέει το μηχάνημα με το οποίο παρατείνεται τεχνητά η ζωή του αρρώστου,  και το οποίο και μόνο εξασφαλίζει την συνέχεια της επιβίωσης του. Σε αυτήν την περίπτωση υποστηρίζεται ότι στοιχειοθετείται ανθρωποκτονία από πρόθεση. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ν. 3418/2005 (Α΄287) «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας» που φέρει τον τίτλο «Ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής», ο ιατρός οφείλει να γνωρίζει ότι η επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, δεν συνιστά νομική δικαιολόγηση για τη διενέργεια πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου. Δεν  νομίζουμε ότι δικαιολογείται  νομικά η διαφοροποίηση. Όπως παρατηρεί ο Eser[41] «όπως ο ιατρός  “παραλείπει” όταν διακόπτει μία  προσπάθεια  αναβίωσης  με  εντριβή  (…)  κατά  τον  ίδιο  τρόπο “παραλείπει”  επίσης όταν σε υψηλότερο τεχνολογικό   επίπεδο διακόπτει την λειτουργία  μίας  συσκευής.».  Το  κρίσιμο  νομικό  θέμα  είναι εάν υπάρχει ή όχι καθήκον θεραπείας, πράγμα που εξαρτάται αποκλειστικά από την βούληση και την συναίνεση του ασθενούς.

Το ζήτημα της διακοπής της ζωής ασθενούς, κατόπιν αιτήματός του, θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιμετωπιστεί με ένα μικτό σύστημα. Στην περίπτωση που ο ασθενής, όταν διατυπώνει το αίτημα για την διακοπή της ζωής του, διατηρεί την δυνατότητα αυτοκαθορισμού του, ειδική επιτροπή θα εξετάζει το αίτημά του με τους όρους και τις προϋποθέσεις που νόμος θα θέτει.. Στην περίπτωση που ο ασθενής δεν είναι πλέον σε θέση να διατυπώσει το αίτημά του, γιατί έχει απωλέσει, για οποιονδήποτε λόγο, την δυνατότητα αυτοκαθορισμού του, μόνο με δικαστική απόφαση μπορεί να διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος στον θάνατο.

ΙV. Επίλογος

Ουκ ουν το μη ζην κρείσσον εστ’ ή ζήν κακώς;

Κριτίας, ΔΚ 23.

Αν για να ζήσει κανείς δεν πρέπει να ζει, τότε τι αξία έχει η ζωή;

Νικολάου Μεσογείας[42]

 

Το δικαίωμα στον θάνατο δεν πρέπει  πάντως  να υπερτιμάται. Έχει καθ’ υπερβολήν αναγορευθεί μέχρι και  σε λυδία λίθο των ελευθεριών, στο μέτρο που,  όπως  έχει  γραφεί, “αποτελεί τη βασική εγγύηση της ελεύθερης  διαθέσεως της ζωής  και του  σεβασμού  των  τρίτων  και της Πολιτείας στην επιλογή του καθενός”[43]. Προφανώς παρόμοιες ρομαντικές θέσεις συσκοτίζουν την λειτουργία της αξίωσης. Αυτή επ’ ουδενί μπορεί να θεωρηθεί ως η κατακλείδα  του συστήματος  των ατομικών δικαιωμάτων. Αποτελεί μεν έκφραση του δικαιώματος αυτοκαθορισμού, αλλά ταυτόχρονα, όταν  ασκείται,  ακυρώνει  κάθε  δυνατότητα  περαιτέρω  ανάπτυξης  της προσωπικότητας και του ψυχοσωματικού δυναμικού του  ανθρώπου.  Μόνο ως ulitimum refugium μπορεί επομένως να νοηθεί. Όταν η συνέχιση της ζωής πλέον στην διατήρηση της ανθρώπινης αξίας, όπως  κατοχυρώνεται στο 2 παρ. 1 του  Συντάγματος, εξασφαλίζει την τελευταία δυνατότητα  του ανθρώπου:  Να επιλέξει ακόμη  και ένα φρικτό τέλος παρά μία φρίκη δίχως τέλος. Όπως επεσήμαναν μία σειρά από επιστήμονες βραβευμένοι με βραβείο Νόμπελ σε μία διακήρυξη[44] για την νομιμοποίηση της  ευθανασίας, “το να ζητάς από ένα ανθρώπινο όν να μείνει ζωντανό (…), ενώ η αξιοπρέπεια, η ομορφιά, οι υποσχέσεις και το ίδιο το νόημα της  ζωής έχουν εξαφανισθεί, ενώ δεν μπορεί  πια να υπομείνει τα τελευταία στάδια της αγωνίας και της ψυχολογικής κατάρρευσης, είναι  σκληρό και βάρβαρο. Η επιβολή ανώφελων βασανιστηρίων είναι ένα κακό που θα έπρεπε να αποφεύγεται σε μία πολιτισμένη κοινωνία.”

[1] Βλ. και Κ.ΠΟΠΕΡ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι  εχθροί της, Αθήνα, Κριτική, 1990, τ.1, σ.232.

[2] Άρθρο 90  του δεύτερου μέρους  του αυστριακού Strafgesetzbuch του 1803, άρθρο 1472 του ρωσικού Ποινικού Κώδικα του 1866, άρ. 519-520του  βολιβιανού  Ποινικού Κώδικα  του  1834,  αλλά  και   παρ.172-178 του Ποινικού Κώδικα  της Πολιτείας  της  Ν.Υόρκης.  Βλ.  Μ.ΜΠΡΑΚΑΤΣΟΥΛΑ, Η συμμετοχή εις αυτοκτονίαν, “Ποινικά Χρονικα” ΙΒ, 1962.129.

[3] Αρ.93/7.  Βλ.  σχετικά  Κ. ΣΤΑΜΑΤΗ, Για μία ανάλυση του άρθρου 300, “Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου”, 1980, σ.163.

[4] Κλασικός παραμένει στον τομέα αυτό ο J.STUART MILL, On Liberty, 1859, (ελλ. μετάφραση Ν.Μπαλή, 1983).  Βλ. και Ν.ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟ, Ποινική ευθύνη από αυτοκαταστροφικές  πράξεις,  Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, 3-4, 1989, σ.60 κ.ε.

[5] Βλ. κριτική των απόψεων αυτών στο βιβλίο μου, Δικαίωμα στη Ζωή και στο Θάνατο, Αθήνα, Α. Σάκκουλας, 1993.

[6] Ν.ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ,  Ποινικόν  Δίκαιον,  Ειδικόν μέρος, ο.π. σ. 28. Πρβλ. και J.M.AUBU, L’obligation a la sante, Annales de la Faculte de droit de l’ Universite de Bordeaux, 1955, σ.1 κ.ε.

[7] Έτσι ακριβώς η BVerfGE 39, 42: “Das menschliche Leben stellt (…)  innerhalb der grundgesetzlichen Ordnung einen Hoechstwert dar; es ist die vitale Basis der Menschenwuerde und die Voraussetzung aller anderen Grundrechte.”

[8] Βλ.  το   άρθρο 6 παρ. 6 εδ.1 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για  τα Ατομικά και  Πολιτικά δικαιώματα της 19/12/1966.

[9] Βλ.  Α.ΡΑΙΚΟ,  Παραδόσεις   Συνταγματικού   Δικαίου,   τόμος  Β, τεύχος   Γ’,  Σάκκουλας,  Αθήνα, 1986  σ.19. Αυτή είναι και η θέση του BVerfG ,  κατά το οποίο (BVerfGE 39,  1,  σ.36 κ.ε.) “η κατοχύρωση του αυτονόητου  δικαιώματος  στη  ζωή,  σε  αντίθεση  με  το  Σύνταγμα της Βαϊμάρης,  εξηγείται κυρίως ως αντίδραση στην  καταστροφή της “ανάξιας να ζεί ζωής” (lebensunwertes Leben)  του ναζιστικού καθεστώτος.”

[10] αντί άλλων Αρ. ΜΑΝΕΣΗ, Συνταγματικά Δικαιώματα, Σάκκουλας, 1982,   σ.39   κε,  ιδίως   σ.42,  Π.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ,    Ατομικά Δικαιώματα, Σάκκουλας,   Αθήνα,   1991  σ.4.  Βλ.  επίσης   Ν.Ν.ΣΑΡΙΠΟΛΟ,  Σύστημα Συνταγματικού   Δικαίου της Ελλάδος εν  συγκρίσει  προς  τα  των ξένων κρατών,   3η έκδοση,  1923,  ανατύπωση 1983,  τ.  Γ, σ.43. Και το Σ.τ.Ε. άλλωστε με  τη  σημαντική απόφαση 292/1984  (Ολ)  απέρριψε  την ύπαρξη υπερσυνταγματικών ή αντισυνταγματικών συνταγματικών διατάξεων.

[11] Βλ. σχετικά  Ι.ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, Η  σχετικότητα  της  ποινικής προστασίας, Σάκκουλας,  Αθήνα,  1980,  σ.14  και  Κ.ΓΑΡΔΙΚΑ,  Το ποινικόν και ιδία το φονικόν δίκαιον παρ’ Ομήρω, Αθήναι  1917.

[12] Σε κάθε κανόνα  δικαίου άλλωστε αντιστοιχεί μια  αξιολόγηση, η οποία  αποτελεί  το  υπόβαθρο  του  δεοντικού  στοιχείου,  που παίρνει τελικά,  μετά   την θετικοποιηση  της,  τη μορφή δεσμευτικής επιταγής. (Βλ. ενδεικτικά  επ’ αυτού  J.ISENSEE,  Verfassungsgarantie  ethischerGrundrechte und geselschaftlicher Konsens, NJW 1977.545,E.DENNINGER, Freiheitsordnung Wertordnung-Pflichtordnung, JZ 1975.545, A.ΚΑΤΡΑΝΗ, Η θεωρία της τριτενέργειας των δικαιωμάτων του  ανθρώπου, ΤοΣ 1978.237, σημ. 9,  επίσης τον  Γ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ-ΝΟΥΑΡΟ, Ζωντανό Δίκαιο και Φυσικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 1982, σ.126 κ.ε.με αναφορές στη Normentheorie  του  Binding). Κατά   συνέπεια και η ανάδειξη των υλικών αντικειμένων σε έννομα αγαθά προϋποθέτει την αξιολόγηση τους, σύμφωνα   με   τις  κυρίαρχες   κοινωνικά αντιλήψεις. Έτσι  και  ο  Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ,  (Η σχετικότητα της ποινικής προστασίας, Σάκκουλας, Αθήνα, 1980,  σ.11),  ο  οποίος  παρατηρεί επιπροσθέτως ότι “η τυποποίηση   των  εννόμων  αγαθών  (…)εκφράζει την   ιδεολογία   της κυρίαρχης   κοινωνικής   βουλήσεως.”, Βλ. ακόμη του ιδίου,  Γενική θεωρία του ποινικού  δικαίου,  τ.Α, 1976, σ.23.κ.ε.,  36 κ.ε., 84 κ.ε. επίσης  H.HENKEL,  Ideologie  und Recht, 1973, σ. 5 κ.ε.

[13] Στη  ζωή ως  “αξία”  αναφέρεται και η νομολογία  του Σ.τ.Ε., βλ. ενδεικτικά την Σ.τ.Ε. 2336/1980, ΤοΣ 1981.434.

[14] Ο “εγκεφαλικός  θάνατος” ή το  λεγόμενο   κριτήριο  της” ισοηλεκτρικής γραμμής” αναγνωρίσθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον νόμο 1383/1983 (άρθρο 7 παρ.4-5).

[15] Εκτός από την   καθιέρωση της προστασίας  της ανθρώπινης αξίας στο  άρθρο 2  παρ.1Σ,  και την γενική  ρήτρα   των χρηστών ηθών  στο 5 παρ. 1 Σ και άλλες συνταγματικές διατάξεις (όπως αυτές των   άρθρων 25 παρ.2,  106  παρ.2) υποχρεώνουν τον ερμηνευτή του Συντάγματος να λάβει υπ’ όψη τις “αξίες”,  που γίνονται αποδεκτές από την κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη.

[16] Γιατί ο  πυρήνας  του  δικαιώματος,  συμπυκνώνει  θεμελιώδεις κοινωνικές συναινέσεις,   οι  οποίες,  αναπαραγόμενες  τόσο  από  την νομολογία όσο και από τους υπόλοιπους  θεσμούς, αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο    της   κυρίαρχης  ιδεολογίας  αλλά  και   των  βάσεων του πολιτεύματος  και δεν μπορεί  να  θιγεί ούτε καν από τον αναθεωρητικό νομοθέτη. Πρβλ.  τον  Αρ. ΜΑΝΕΣΗ,   (Η  αναθεώρησις  του Συντάγματος, Συμβολή εις την ερμηνείαν του   άρθρου  108,  in  Συνταγματική  Θεωρία και Πράξη,  Αθήνα,  Σάκκουλας,  1980, σ.139, σημ. 50), ο οποίος γράφει ότι “όλα  τα  ατομικά δικαιώματα  καθ’ εαυτά (…)  είναι θεμελιώδη και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενον αναθεωρήσεως.”

[17] Βεβαίως, λόγω  του ότι το Σύνταγμα, μολονότι αντανακλά τις κοινωνικές ισορροπίες, είναι  (κατά την  έκφραση  του  Αρ. Μάνεση, βλ. supra σημ.16) “πολιτική  απόφαση  της  θέλησης  των  κρατούντων”,  εκφράζει και την  ιδεολογία  τους,  στον  βαθμό  που  “με  το Σύνταγμα μεθοδεύεται η επιβολή και η κατοχύρωση τόσο της κρατικής εξουσίας, όσο και της ταξικής κυριαρχίας” (Αρ.ΜΑΝΕΣΗΣ, ο.π. σ.169. Η υπογράμμιση του ίδιου του συγγραφέα.). Επειδή όμως η τελική διαμόρφωση της συντακτικής βούλησης καθορίζεται από τον υπάρχοντα ιστορικό συσχετισμό δυνάμεων, εκφράζει σε τελική ανάλυση μόνο και όχι μονολιθικά  την κυρίαρχη ιδεολογία, λόγω των ρηγματώσεων σε αυτήν που οφείλονται στην ένταξη στο συνταγματικό κείμενο και στοιχείων ανταγωνιστικών ιδεολογιών και συμφερόντων (δίπλα στην ελευθερία του εμπορίου και της βιομηχανίας κατοχυρώνεται και η ελευθερία της απεργίας). Είναι αλήθεια  ότι τα στοιχεία αυτά αφομοιώνονται και “ενσωματώνονται” ιδεολογικά, ούτως ώστε οι κοινωνικές αντιθέσεις να διοχετευθούν σε  θεσμικούς διαύλους και να αποφευχθούν οι   ρήξεις,  δεν παύουν παρ’ όλα  αυτά να αποτελούν μια πραγματικότητα που ακυρώνει την μονολιθική  ιδεολογική ενότητα του Συντάγματος. (Βεβαίως  η  κανονιστική  ενότητα  του  τελευταίου  δεν αμφισβητείται από  την  έλλειψη  απόλυτης  ιδεολογικής  καθαρότητας, δεδομένου   ότι   δεν  είναι  αποτέλεσμα  ιδεολογικών  επαγωγών,  αλλά προκύπτει από την δεσμευτικότητα  και την πλήρη νομική   ισοτιμία όλων των  διατάξεων του,  ακόμη και αυτών που  εμφανίζονται  ως φαινομενικά αντιφατικές, ακριβώς επειδή αντανακλούν αντιτιθέμενα συμφέροντα.)

[18] Βλ. αντί άλλων, Αρ. ΜΑΝΕΣΗ, Συνταγματικά Δικαιώματα, ο.π. σ.40,σ.65 κ.ε.

[19]Βλ. το χαρακτηριστικό παράδειγμα που παραθέτει ο Αρ.ΜΑΝΕΣΗΣ, ibidem, σ. 65 και ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗ, ο.π. σ. 17-18.

[20] Πρβλ.  A. MANITAKIS, Le respect de la valeur humaine comme limite  et regle de jugement de l’ experimentation biomedicale, Sixiemes  journees juridiques Franco-Helleniques, Poitiers, 19-21 octobre 1992, σ.3 κ.ε.

[21] Βλ . αντί άλλων, Τ. ΒΙΔΑΛΗ, Βιοδίκαιο. Τόμος πρώτος: Το πρόσωπο. Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2007.

[22] Πρβλ. Π. Δ. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Ατομικά δικαιώματα,τ. Α, ο.π. σ.197-198, Α. ΡΑΙΚΟ, ο.π. σ. 34, ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ, ο.π. σ.65.

[23] Βλ. σχετικά  Αρ.ΜΑΝΕΣΗ, ο.π. σ.119, Π.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, ο.π. σ.1143-1145, Α.ΡΑΙΚΟ, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, τ.Β, ο.π.,  σ. 78-79,Α.ΠΑΝΤΕΛΗ, Ζητήματα συνταγματικών επιφυλάξεων, Αθήνα, Σάκκουλας,1984, σ.130 κ.ε., 140 κ.ε., Γ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Το Σύνταγμα και η εκούσια αποβολή ιθαγένειας, ΤοΣ  1979.438. Και  το  γερμανικό Ακυρωτικό αναγνωρίζει την ύπαρξη  ενός  γενικού δικαιώματος  στην προσωπικότητα, προστατευτέου έναντι πάντων και ως δικαίωμα του ιδιωτικού δικαίου. Βλ. την απόφαση Soraya της 14.2.1973,  BGHZ 13, 334, και Α.ΚΑΤΡΑΝΗ, ο.π.σημ.10, Τζ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΤΡΑΓΓΑ, ο.π. σ. 50.

[24]Για την επιλογή του θανάτου στα πλαίσια του αυτοκαθορισμού του Προσώπου (Selbstverwirklichung)βλ. καιA.ESER, Ιατρικό καθήκον διατηρήσεως της ζωής και  διακοπή  θεραπείας,  “Ποινικά”, Σάκκουλας, Αθήνα, 1986, σ.49.

[25] Πρβλ.  Αρ.ΜΑΝΕΣΗ,  Συνταγματικά  δικαιώματα,  ο.π. σ.117. Τον θάνατο χαρακτηρίζουν ως “την τελευταία αποστολή που έχει να εκπληρώσει ο άνθρωπος επί  της γής”  και οι γερμανοί Επίσκοποι,  σε επιστολή τους της 1/6/1975 με τίτλο “Το δικαίωμα ζωής του ανθρώπου και η ευθανασία”, όπως παρατίθεται από τον A.ESER, ο.π. σ.49.

[26] Έτσι ο Ν.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,  Γενικές Αρχές, Σάκκουλας, Αθήνα, 1983,σ.123  κ.ε., ιδίως σ.125. Για τη σχέση 5 παρ.1Σ και 57ΑΚ βλ. Χ.ΚΕΦΑΛΑ, Σκέψεις για την έννοια  της προσωπικότητας  και  το  προστατευτικό της  δικαίωμα,  “Ελληνική Δικαιοσύνη”,  1983.357, ιδίως σ.368 κ.ε, όπου και πολλές  βιβλιογραφικές  αναφορές,  επίσης  ΜΠΑΛΗ,  Γενικαί  Αρχαί του Αστικού  Δικαίου8,  Αθήνα,  1961  σ.81  κ.ε., Ι.ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ, in Αστικό Κώδικα   Γεωργιάδη-Σταθόπουλου,   σ. 98   κ.ε.,   LIERMAN,  Person  und Personnlichkeit in der Rechtsgesichte, Muenchen, 1962, ιδίως σ.19 κ.ε.

[27]  Πρβλ. Α.ΡΑΙΚΟ, ο.π., τ.Β, τεύχος Β, σ.196 κ.ε.

[28] Βλ. σχετικά Αρ. ΜΑΝΕΣΗ, ο.π. σ.117, ο οποίος μάλιστα αναφέρει ρητά στα παραδείγματα εκδήλωσης της προστασίας  του  5  παρ.1  και το δικαίωμα στο θάνατο.

[29] Η αντίληψη του δικαιώματος στην προσωπικότητα ως δικαίωμα-πηγή (Quellrecht)   από  το  οποίο  απορρέουν  άλλα  ειδικά   δικαιώματα  ή “ακτίνες”  προστασίας,  αν και κρατούσα, δεν φαίνεται ορθή. Διασπά την   διαλεκτική ενότητα της προσωπικότητας, την οποία τελικά αντιλαμβάνεται ως ένα απλό άθροισμα των άλλων επιμέρους  δικαιωμάτων.  Βλ. την σχετική κριτική  του Χ.ΚΕΦΑΛΑ,  Σκέψεις  για την έννοια  της προσωπικότητας  και το   προστατευτικό  της δικαίωμα, “Ελληνική Δικαιοσύνη”, 1983.357, ιδίως σ. 364   κ.ε.  με  παραπομπές  στην  ελληνική  και  γερμανική βιβλιογραφία.

[30] Ι.ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗΣ,  Ευθανασία και  το δικαίωμα στη ζωή  και στο Θάνατο, Αρχ. Νομ. ΛΘ, σ.79.

[31] Για το θέμα βλ. ενδεικτικά την κριτική του Αρ. ΜΑΝΕΣΗ επί της γερμανικής θεωρίας των υπερσυνταγματικών συνταγματικών αρχών in Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Θεσσαλονίκη, 1980, σ.34 κ.ε., ιδίως 52-53.

[32] Πρβλ. Α.ΠΑΝΤΕΛΗ, ο.π. σ.128.

[33] Αναφορά στην ανθρώπινη αξία κάνει και  τμήμα της αμερικανικής νομολογίας. Πρβλ. ενδεικτικά τις Rasmussen v. fleming, 741 P.2d 674,678(Arizona, 1987), Superintend  of  Belchertown  State  School v. Saikewicz, 370 N.E. 2d 417, 424, (Mass., 1977). Βλ. αναλυτικότερα επ’ αυτού infra, 3.2.

[34] βλ., μεταξύ άλλων, ΣυμβΠλημΘεσ 1426/ 1982 Αρμ 1983, 141

[35] ΣυμβΠλημΑθ 2585/1969 ΕλΔ 1969, 483

[36] https://www.government.nl/topics/euthanasia/contents/euthanasia-assisted-suicide-and-non-resuscitation-on-request

[37] http://www.cnn.gr/news/kosmos/story/31782/thyma-sexoyalikis-kakopoiisis-kerdise-to-dikaioma-stin-eythanasia

[38] Κρατούσα άποψη.  Βλ.  αντί άλλων τον ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ, Ποινικόν  Δίκαιον,  Ειδικόν μέρος,  Αθήνα 1974, ο.π. σ.27 και σημείωση 30. με πολλές βιβλιογραφικές αναφορές.

[39] Πρβλ. την απόφαση Superintendent of Belchertown State School v.Saikewitz,  370  N.E.  2d 417,  426 (Mass. 1977): “The value of life (…)  is lessened not by a decision  to refuse treatment,  but by thefailure to allow a compotent human being the right  of  choise.”

[40] Στην Γερμανία παραμένει πάντοτε κρατούσα η σχετική θέση του BOCKELMANN. Από την ελληνική βιβλιογραφία βλ. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ, ibidem,σ.27, σημ.31.

[41] ESER, Το ιατρικό καθήκον…, ο.π. σ.117. Για την αδυναμία διάκρισης ανάμεσα σε “πράξεις”  και “παραλείψεις” στον τομέα αυτό, βλ. και Physician assisted suicide and the right to die with assistance, ο.π. σ.2028 κ.ε.

[42] Νικολάου Μεσογείας, Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός, Αθήνα, 2010, σ. 74.

[43] Γ.ΠΑΝΟΥΣΗ,  Η  σημασία του θανάτου στο  ποινικό  δίκαιο, ο.π. σ. 80.

[44] Η διακήρυξη αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου 1976 του αμερικανικού περιοδικού “The Ηumanist”. Βλ. S.REGOURD,  Les droits  de  l’homme  devant les manipulations biologiques de la  vie et  de  la  mort,  R.D.P., 1981,σ.439.

Back To Top