skip to Main Content

Εισαγωγή

Με αφορμή την υπ’ αριθμόν 21/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, στις γραμμές που ακολουθούν θα εξεταστούν δύο από τα κύρια ζητήματα που ανακύπτουν στο χώρο του Αστικού Ιατρικού Δικαίου. Το πρώτο από αυτά αφορά στις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν κατά την ΑΚ 131, η οποία εισάγει μία ειδική κατηγορία προσώπων ανίκανων προς δικαιοπραξία (Σπυριδάκης, Η Δικαιοπρακτική (Αν)ικανότητα, σ. 33. Πραγιάννη, Η Συναίνεση του Δικαιοπρακτικά Ανίκανου Ασθενούς στην Ιατρική Πράξη, σ. 72), προκειμένου να κηρυχθεί ως άκυρη η δήλωση βούλησης και πως αυτή λειτουργεί τόσο στο πλαίσιο του Αστικού Δικαίου (Μέρος Α) όσο και στο πλαίσιο του Ιατρικού Δικαίου (Μέρος Β). Το δεύτερο ζήτημα που θα εξεταστεί αφορά στην προβληματική της νομικής ισχύος δημόσιων και ιδιωτικών ιατρικών πιστοποιητικών (Μέρος Γ).

Μέρος Α: Η λειτουργία της ΑΚ 131 στο Αστικό Δίκαιο

I. Προϋποθέσεις ακυρότητας δήλωσης βούλησης υπό το πρίσμα της ΑΚ 131 § 1. Κατά τη διάταξη της ΑΚ 131 θεσπίζονται δύο διαφορετικής φύσεως περιπτώσεις διατάραξης των διανοητικών λειτουργιών του προσώπου που προβαίνει σε δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης, οι οποίες δύνανται να επιφέρουν ακυρότητα της δήλωσης βούλησης εφόσον κατά το χρόνο που προέβη σε αυτήν είτε δεν είχε συνείδηση των πράξεών του είτε βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του (ΑΠ 1979/ 2009, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Κατά την νομολογία (αντί άλλων βλ. ΑΠ 8/2013, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) έλλειψη της συνείδησης του προσώπου για τις πράξεις που επιχειρεί υπάρχει όταν «λείπει απ’ αυτό η δυνατότητα της διάγνωσης της ουσίας και του περιεχομένου της επιχειρούμενης δικαιοπραξίας, συνιστά δε αυτή παροδική διατάραξη που δεν οφείλεται σε ασθένεια». Χαρακτηριστικές περιπτώσεις έλλειψης συνείδησης των πράξεων που οφείλονται σε λόγους άσχετους με κάποια ασθένεια αποτελούν η μέθη, η χρήση τοξικών ουσιών (ΑΠ 1979/2009, ό.π.) και η ύπνωση (ΑΠ 645/2015, ΑΠ 1872/2011, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Ψυχική ή διανοητική διαταραχή (πνευματική νόσος κατά την αρχική διατύπωση του άρθρ. 131 του ΑΚ. πλέον κάθε ψυχική διαταραχή νοείται σαν πνευματική νόσος, βλ. ΑΠ 48/2009, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης, «υπάρχει, όταν εξ αιτίας νόσου, που μπορεί να είναι προσωρινή ή διαρκής, το πρόσωπο αδυνατεί και πάλι να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρεί και να προσδιορίσει έτσι με λογικούς υπολογισμούς ελεύθερα τη βούλησή του».

Ειδικότερα, η ύπαρξη ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής στο πρόσωπο του δικαιοπρακτούντος, που είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 372/2015, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), συνεπεία της οποίας αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης με λογικούς υπολογισμούς κατά τον κρίσιμο χρόνο, αρκεί, επομένως, δεν είναι απαραίτητο να έχει υπαχθεί το πρόσωπο αυτό σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης κατά τους ορισμούς της ΑΚ 1666 (ΑΠ 1291/2010, ΑΠ 888/ 2010, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται «… κατά την εφαρμογή του άρθρου 131 ΑΚ, για την αξιολόγηση της αγωγής ως βάσιμης …, εκ περισσού […] αναφέρεται ότι κατά τον χρόνο συνομολογήσεως της εν λόγω συμβάσεως εκκρεμούσε αίτηση του ήδη αναιρεσείοντος περί υποβολής του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω της γεροντικής του άνοιας και της συνεπεία αυτής ψυχικής και διανοητικής του διαταραχής»).

Συνήθεις περιπτώσεις ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής αποτελούν η σχιζοφρένεια, η παράνοια, η ολιγοφρένεια, η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση (ΑΠ 1979/2009, ό.π.). Εάν το πρόσωπο πάσχει συγκεκριμένα από πνευματικής φύσεως ασθένεια, αυτή υπάγεται στην κατηγορία της ψυχικής διαταραχής, όπου μεταξύ των πιο συνηθισμένων περιπτώσεων που οδηγούν σε αυτή αναφέρονται οι εξής ασθένειες: οι γνήσιες ψυχώσεις, η γεροντική άνοια, η μαλάκυνση εγκεφάλου, η ηλιθιότητα, οι έμμονες ιδέες, οποιαδήποτε νοσηρή κατάσταση των πνευματικών λειτουργιών, καθώς και η νοσηρή διατάραξη οφειλόμενη σε σωματική νόσο (βλ. υπό σχολιασμό απόφαση, ΠΠΝάξου 21/ 2015).

Ομοίως, συνδυασμός μόνιμων και διαρκών ασθενειών, ιδίως εάν αυτές δεν συνοδεύονται από φωτεινά διαλλείματα (ΑΠ 1041/2011 ΝοΒ 2012, 338), όπως αυτές του πάρκινσον και του αλτσχάϊμερ, που οδηγούν σε προοδευτική έκπτωση των νοητικών λειτουργιών και ικανοτήτων του ασθενούς, με αποτέλεσμα αυτός να στερείται της διανοητικής ικανότητας να συλλάβει την ουσία και το περιεχόμενο των εντολών που δίνει (ΑΠ 8/2013, ό.π.) ή να μην μπορεί να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς τη βούλησή του, κατά τρόπο ελεύθερο και να αντισταθεί έτσι σε υποβολή που προέρχεται από άλλους (ΑΠ 888/2010, ό.π.) εμπίπτει στο περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης.

Επιπλέον, ασθενής ο οποίος πάσχει από καρκίνο και λαμβάνει ισχυρή φαρμακευτική αγωγή, της οποίας οι παρενέργειες είναι τόσο ισχυρές ώστε να επιδρούν καταλυτικά στην πνευματική του διαύγεια, υπάγεται στο πραγματικό της ΑΚ 131 § 1 (ΑΠ 48/2009, ό.π.. Επίσης, βλ. σχετικά και Πραγιάννη, Δικαστική Συμπαράσταση. Σε: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, σ. 930 επ).

II. Ακυρότητα. Η ακυρότητα (ΑΚ 180) που επέρχεται είναι και στις δύο περιπτώσεις απόλυτη (ΑΠ 372/2015, ό.π., ΑΠ 8/2013, ό.π.), συνεπώς δύναται να προταθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και έναντι οποιουδήποτε έλκει δικαιώματα από την άκυρη πράξη (ΑΠ 48/2009, ό.π.), επέρχεται αυτοδίκαια (ΑΠ 48/2009, ό.π.), για τη θεμελίωση, δε, της ακυρότητας αρκεί η επίκληση και απόδειξη οποιασδήποτε από τις προαναφερθείσες καταστάσεις ανικανότητας, ενώ δεν ενδιαφέρει ούτε η γνώση ή άγνοια της κατάστασης αυτής από τον αντισυμβαλλόμενο και ούτε απαιτείται εκμετάλλευση της κατάστασης αυτής από το άλλο μέρος (ΑΠ 1291/2010, ό.π.). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η επίκληση της μίας από αυτές καθιστά χωρίς αντικείμενο και την επίκληση της άλλης, εφόσον βέβαια με αυτή δεν εισάγεται επικουρική αγωγική βάση (ΑΠ 8/2013, ό.π.).

III. Κρίσιμος χρόνος και αντικείμενο της δήλωσης βούλησης. Σε κάθε περίπτωση κρίσιμος χρόνος για την κρίση της συνδρομής ή όχι των ως άνω προϋποθέσεων είναι ο χρόνος της δήλωσης βούλησης, συνεπώς γεγονότα προγενέστερα ή μεταγενέστερα αυτής δεν είναι ουσιώδη (ΑΠ 8/2013, ό.π., ΑΠ 531/2013, ΝοΒ 2013, 1918).

Με άλλα λόγια, η ρύθμιση της ΑΚ 131 αναφέρεται στην ανικανότητα κατά την στιγμή της δήλωσης βούλησης για την συγκεκριμένη δήλωση βούλησης που προσβάλλεται εκάστοτε (ΑΠ 1291/2010, ό.π.). Ωστόσο, αν πρόκειται για μόνιμη πνευματική ασθένεια, η οποία αποκλείει την χρήση του λογικού, δεν είναι αναγκαία η απόδειξή της κατά το χρόνο της δήλωσης, αφού αυτή τεκμαίρεται λόγω της διάρκειας και της μόνιμης πνευματικής νόσου (ΑΠ 531/2013, ό.π.).

IV. Νόμω Βάσιμο και Ορισμένο της αγωγής. Για τη νομική βασιμότητα της αγωγής ακυρότητας δικαιοπραξίας αρκεί η επίκληση των στοιχείων που πληρούν το πραγματικό της ΑΚ 131 § 1 (ΑΠ 372/2015, ό.π.). Προκειμένου να είναι ορισμένη η (αναγνωριστική) αγωγή με την οποία ο ενάγων ζητεί την αναγνώριση της ακυρότητας της δήλωσης βούλησης λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής δεν απαιτείται να αναφέρεται συγκεκριμένη νόσος. Αντίθετα, η νόσος δύναται να είναι οποιαδήποτε, ακόμα και αδιάγνωστη, καθώς σύμφωνα με την ΑΚ 131 επιρροή ασκεί το αποτέλεσμα που επέρχεται, δηλαδή ο αποφασιστικός περιορισμός της λειτουργίας της βούλησης του δικαιοπρακτούντος (ΑΠ 1291/2010, ό.π.), με αποτέλεσμα να αδυνατεί να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρεί και τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από αυτήν (ΑΠ 531/2013, ό.π., ΑΠ 1041/2011, ό.π.). Επομένως, στο αγωγικό δικόγραφο θα πρέπει να αναφέρονται, έστω και κατά γενικό τρόπο, τα στοιχεία της δικαιοπραξίας από τα οποία προκύπτει η ανικανότητα του προσώπου (ΑΠ 8/2013, ό.π.).

V. Ακυρότητα δικαιοπραξιών καταρτισθέντων από κληρονομούμενο πρόσωπο. Η ΑΚ 131 § 2 προβλέπει ότι οι κληρονόμοι του προσώπου που, ενώ βρισκόταν σε μία από τις καταστάσεις της πρώτης παραγράφου, κατήρτισε επαχθείς δικαιοπραξίες, δηλαδή δικαιοπραξίες με τις οποίες η προσπόριση του περιουσιακού οφέλους έγινε έναντι ανταλλάγματος, έχουν το δικαίωμα να επικαλεστούν την ακυρότητά τους. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό των κληρονόμων δεν είναι απεριόριστο, καθώς η ΑΚ 131 § 2 προβλέπει το δικαίωμα ακύρωσης, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις (1- 3) (ΑΠ 8/2013, ό.π.).

Μέρος Β: Η λειτουργία της ΑΚ 131 στο Ιατρικό Δίκαιο

Ι. Η ΑΚ 131 και η έγκυρη παροχή συναίνεσης. Προκειμένου να θεωρηθεί ότι ένα ενήλικο πρόσωπο εκφράζει έγκυρα τη συναίνεσή του για την τέλεση ιατρικής πράξης, θα πρέπει κατά το χρόνο της δήλωσής του να έχει συνείδηση των πράξεών του, δηλαδή να διαθέτει τη λογική κρίση προκειμένου να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο αυτών (Αγαλλοπούλου, Βασικές Έννοιες Αστικού Δικαίου- Ι. Γενικές Αρχές, σ. 174. Λαδάς, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σ. 391. Γεωργιάδης Απ., Γενικές Αρχές, σ. 157) και να μη βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που να την περιορίζει σημαντικά (ΑΚ 131) (Παπαζήση, Συναίνεση ως προϋπόθεση σύννομης παροχής υπηρεσιών υγείας, Digesta 2004, 459. Γεωργιάδης Απ., ό.π., σ. 157. Αγαλλοπούλου, ό.π., σ. 175, Σπυριδάκης, ό.π., σ. 32). Σε αυτές τις περιπτώσεις το πρόσωπο δεν έχει γενικά ανικανότητα προς δικαιοπραξία, αλλά ανικανότητα μόνο για τη συγκεκριμένη δήλωση βούλησης (Δεληγιάννης, Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου- τ.Α, σ. 128). Γι’ αυτό το λόγο, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ορθά γίνεται δεκτό ότι η διάταξη επί της ουσίας εισάγει μία ειδική κατηγορία προσώπων ανίκανων για δικαιοπραξία (Σπυριδάκης, ό.π., σ. 33).

Η ιδιαιτερότητα με τα πρόσωπα που υπάγονται στο καθεστώς της ΑΚ 131 είναι ότι ενώ βρίσκονται σε κατάσταση παροδικής (πχ απώλεια αισθήσεων λόγω υπογλυκαιμικού επεισοδίου) ή μονιμότερης (πχ κώμα, χρόνιες μαθησιακές δυσκολίες) ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, δεν έχουν υπαχθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης και δεν έχουν νόμιμο εκπρόσωπο, οπότε και γίνεται λόγος είτε για «παροδική απόλυτη δικαιοπρακτική ανικανότητα» (Σπυριδάκης, ό.π., σ. 25) είτε για «σχετική ανικανότητα για δικαιοπραξία» (Αγαλλοπούλου, ό.π., σ. 175) ή για «ειδική αδικοπρακτική ανικανότητα» (Παπαστερίου Η., Γενικές  Αρχές Αστικού Δικαίου, σ. 426) ή με άλλη ορολογία για «παροδική», «προσωρινή» ή «ουσιαστική» ανικανότητα (Λαδάς, ό.π., σ. 389).

Παρ’ όλα αυτά οποιαδήποτε δήλωση βούλησης και αν εκφράσουν τα πρόσωπα αυτά- και κατ’ επέκταση και η συναίνεση σε ιατρική πράξη- είναι, κατά την κρατούσα γνώμη, απολύτως άκυρη (Παπαζήση, Ζητήματα Βιοηθικής στη Σύμβαση του Οβιέδο, ΧρΙΔ 2006, 390. Σπυριδάκης, ό.π., σ. 81 επ.), με την εξαίρεση ότι- αντίθετα με τους υπαχθέντες σε δικαστική συμπαράσταση- αν τα πρόσωπα της ΑΚ 131 την ώρα που παρέχουν τη συναίνεσή τους βρεθούν σε φωτεινό διάλειμμα, η συγκεκριμένη δήλωση βούλησής τους είναι έγκυρη (Δεληγιάννης, ό.π., σ. 264), καθώς η δικαιοπρακτική ικανότητα ανακτάται (Σπυριδάκης, ό.π., σ. 41).

ΙΙ. Η λειτουργία της ΑΚ 131 στο προϊσχύσαν δίκαιο. Στο προϊσχύσαν δίκαιο γινόταν η ακόλουθη διάκριση: Για τα μεν πρόσωπα που βρίσκονταν σε παροδική αδυναμία να εκφράσουν έγκυρη δήλωση βούλησης, η λήψη της συναίνεσης μετατίθετο σε επόμενο χρόνο όταν το πρόσωπο θα είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του. Στο μεταξύ παρέχονταν οι απολύτως απαραίτητες ιατρικές πράξεις (πχ χορήγηση οξυγόνου) που άλλωστε θα βοηθούσαν τον ασθενή να επανέλθει. Σε επείγουσα περίπτωση εφαρμοζόταν το άρθρο 8 της Σύμβασης του Οβιέδο. Εάν όμως ο ασθενής έπασχε από ψυχική ή διανοητική διαταραχή η οποία χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της μονιμότητας, τότε κινούταν η διαδικασία διορισμού δικαστικού συμπαραστάτη και μόνο σε περίπτωση επείγοντος δρούσε αυθαίρετα ο ιατρός σύμφωνα με τα οριζόμενα από το προαναφερθέν άρθρο της Σύμβασης του Οβιέδο (Παπαζήση, ό.π., Digesta 2004, σ. 460).

ΙΙΙ. Η λειτουργία της ΑΚ 131 στο ισχύον δίκαιο. Πλέον υπό το ισχύον δίκαιο καθίσταται σαφές ότι η απαιτούμενη συναίνεση παρέχεται από εκείνους που τον εκπροσωπούν νόμιμα, οι οποίοι είναι οι οικείοι του, οι οποίοι ασφαλώς θα πρέπει να είναι δικαιοπρακτικά ικανά πρόσωπα (Λασκαρίδης, σε ΕρμΚΙΔ, άρθρο 1 αρ. 14), όπως ορίζει και η ΚΙΔ 12. Βέβαια, η νέα ρύθμιση της ΚΙΔ 12 δε θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις που υπάγονται στο πραγματικό της ΑΚ 131. Η προαναφερθείσα διάκριση μεταξύ παροδικής και μονιμότερης διαταραχής θα πρέπει να γίνει και στο ισχύον δίκαιο. Αυτό άλλωστε φαίνεται να συνάγεται και από το γράμμα της διάταξης, σύμφωνα με την οποία η συναίνεση των οικείων- κατά υποκατάσταση της συναίνεσης του ίδιου του ασθενούς- φαίνεται να καλύπτει μόνο τις περιπτώσεις μονιμότερων ψυχοπνευματικών διαταραχών που είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην υποβολή του πάσχοντος σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης (Βλάχου, Ο ρόλος των οικείων στην αναπλήρωση της συναίνεσης του ασθενούς, Digesta 2009, 372, 380).

Ασφαλώς, οι οικείοι του ασθενούς, οι οποίοι ως επί το πλείστον είναι πρόσωπα τα οποία συνδέονται με τον ανίκανο να συναινέσει με δεσμούς αγάπης και στοργής (Πολίτης, Άρνηση ενηλίκου και ανηλίκου ασθενούς (των εχόντων την επιμέλειά του) να δεχθούν ιατρικά ενδεδειγμένη ιατροχειρουργική επέμβαση. Η αξιολόγηση των έννομων αγαθών της ζωής και υγείας έναντι της αυτοδιάθεσης, της αξίας και αξιοπρέπειας του ατόμου. Κατήργησε το άρθρ. 12 παρ. 3 περ. γ’ ΚΙΔ τις διατάξεις του άρθρ. 1534 ΑΚ;,  ΕΙΔ 2010, 108, 137), δεν υποκαθιστούν τη συναίνεση του ασθενούς, αλλά ερμηνεύουν την εικαζόμενη βούλησή του. Συνεπώς, όπως φαίνεται και από το ίδιο το γράμμα της διάταξης, το δικαίωμα των οικείων να παρέχουν τη συναίνεσή τους είναι όλως επικουρικό και ενεργοποιείται όχι μόνο όταν δεν υπάρχει ήδη δικαστικός συμπαραστάτης, αλλά και όταν ο χρόνος δεν επαρκεί για να διορισθεί (Δουγαλής, σε ΕρμΚΙΔ, άρθρο 12, αρ. 12). Στην αντίθετη περίπτωση ο ασθενής θα ετεροκαθοριζόταν και στην ουσία θα ετίθετο στη διάθεση και θα υπόκειτο στη βούληση τρίτων, γεγονός το οποίο θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις αρχές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως αυτές τυποποιούνται στο Σύνταγμα και στον Αστικό Κώδικα (Ψαρούλης/ Βούλτσος, Ιατρικό Δίκαιο- Στοιχεία Βιοηθικής, σ. 227).

Μέρος Γ: Δημόσια και ιδιωτικά ιατρικά πιστοποιητικά

Ένα από τα πιο συζητημένα θέματα που έχουν ανακύψει στο χώρο του Ιατρικού Δικαίου αφορά στο αν τα ιδιωτικά και δημόσια ιατρικά πιστοποιητικά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ενιαία τόσο σε επίπεδο νομικής ισχύος όσο και σε επίπεδο αποδεικτικής δύναμης.

Ι. Η αντινομία μεταξύ των ΚΙΔ 5 § 1 εδ. α και ΚΠολΔ 440. Η ρύθμιση της ΚΙΔ 5 § 1 εδ. α, ιδίως μετά το Ν. 3627/ 2007 που με το άρθρο 6 § 2 κατήργησε το εδ. γ’ της ΚΙΔ 5 § 1 που όριζε ότι «τυχόν ειδικότερες ρυθμίσεις εξακολουθούν να ισχύουν», έρχεται σε αντίθεση με την ΚΠολΔ 440, το περιεχόμενο της οποίας ορίζει ότι τα δημόσια έγγραφα «αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς όσο βεβαιώνονται σε αυτά […]». Συνεπώς, ενώ από την μία πλευρά τα δημόσια έγγραφα δημιουργούν τεκμήριο εγκυρότητας ως προς το περιεχόμενό τους, τα ιδιωτικά έγγραφα, υπό την προϋπόθεση ότι η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη μόνο για το ότι η περιεχόμενη σε αυτά δήλωση προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου και όχι για την γνησιότητα του περιεχομένου του (ΚΠολΔ 445) (Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, σ. 516- 517. Κεραμεύς/ Κονδύλης/ Νίκας (- Τέντες), ΚΠολΔ Ι, άρθρ. 445, αρ. 3).  Δημιουργείται, επομένως, μία σχέση αντινομίας μεταξύ τους, δεδομένου ότι πρόκειται για κανόνες ίσης τυπικής ισχύος (Λασκαρίδης, Η Εξίσωση της Νομικής Ισχύος Δημοσίων και Ιδιωτικών Ιατρικών Πιστοποιητικών, Digesta 2009, 357- 368, 366).

ΙΙ. Μέθοδοι άρσης της αντινομίας. Σε κάθε περίπτωση αντινομίας που εγείρεται μεταξύ διατάξεων ίσης τυπικής ισχύος, ο εφαρμοστής του δικαίου προκειμένου να την άρει έχει τη δυνατότητα να καταφύγει είτε στη βούληση του Νομοθέτη είτε στις τρεις βασικές ερμηνευτικές οδηγίες που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομικής σκέψης, δηλαδή “lex superior derogat legi inferiori”, “lex specialis derogat legi generali” και “lex posterior derogat legi priori” ή τέλος στο μεθοδολογικό εργαλείο της στάθμισης των προστατευομένων εννόμων αγαθών (Λασκαρίδης, ό.π., Digesta 2009, 366- 367). Ωστόσο, για την άρση της αντινομίας μεταξύ των διατάξεων της ΚΙΔ 5 § 1 εδ. α και της ΚΠολΔ 440 δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε καμία από αυτές τις μεθόδους. Πιο συγκεκριμένα, ο λόγος που δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στη βούληση του Νομοθέτη είναι ότι αυτή είναι σαφής και αδιαμφισβήτητη. Ομοίως, ούτε οι τρεις βασικές ερμηνευτικές οδηγίες είναι πρόσφορες να άρουν την υπό κρίση σύγκρουση, αλλά και ούτε χρειάζεται να εφαρμόσουμε το έσχατο μέσο της στάθμισης εννόμων αγαθών, καθώς- όπως θα αναφερθεί αμέσως παρακάτω- επί της ουσίας οι δύο διατάξεις δρουν συμπληρωματικά (Λασκαρίδης, ό.π., Digesta 2009, 358).

ΙΙΙ. Συρροή συμφερόντων των ΚΙΔ 5 § 1 εδ. α και ΚΠολΔ 440. Όπως ορθά παρατηρείται (Λασκαρίδης, ό.π., Digesta 2009, 364, 367), η σύγκρουση των διατάξεων των ΚΙΔ 5 § 1 εδ. α και ΚΠολΔ 440 είναι φαινομενική, καθώς η ικανοποίηση του ενός αγαθού συνεπάγεται και την ικανοποίηση του άλλου. Απ’ την μία πλευρά, η ΚΠολΔ 440 εξυπηρετεί το συλλογικό συμφέρον της οικονομίας της δίκης (Λασκαρίδης, ό.π., Digesta 2009, 368. ο ίδιος, σε ΕρμΚΙΔ, άρθρο 5 αρ. 18) και απ’ την άλλη η ΚΙΔ 5 § 1 εδ. α εξυπηρετεί το συμφέρον της νομικής εξίσωσης των πράξεων και εν προκειμένω της έκδοσης των ιατρικών πιστοποιητικών όλων των ιατρών, ανεξαρτήτως από το αν πρόκειται για δημόσιους ή ιδιώτες γιατρούς (Λασκαρίδης, ό.π., Digesta 2009, 361), δεδομένου άλλωστε ότι σε περίπτωση έκδοσης ψευδούς πιστοποιητικού επέρχονται οι ίδιες ποινικές συνέπειες τόσο για τους κρατικούς όσο και για τους ιδιώτες ιατρούς (Λασκαρίδης, ό.π., Digesta 2009, 368). Συνεπώς, όχι μόνο δεν συγκρούονται μεταξύ τους οι δύο διατάξεις, αλλά πολύ περισσότερο το συλλογικό συμφέρον για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, όπως προβλέπεται από τον ΚπολΔ, συρρέει με το συμφέρον εξίσωσης των επαγγελματικών δικαιωμάτων των ιατρών που εισάγεται με τον ΚΙΔ (Λασκαρίδης, σε ΕρμΚΙΔ, άρθρο 5 αρ. 18). Κατ’ αποτέλεσμα, ο κανόνας της ΚΙΔ 5 § 1 εδ. α πρέπει να συνδυαστεί με την ΚΠολΔ 440, ώστε να οδηγηθούμε στο αποτέλεσμα ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που χορηγούνται από ιδιώτη ιατρό αποτελούν πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης ανταπόδειξης, όπως σωστά αναφέρεται και στην υπό σχολιασμό απόφαση (έτσι και Λασκαρίδης, ό.π., Digesta 2009, 367 επ., αλλά και ο ίδιος, σε ΕρμΚΙΔ, άρθρο 5 αρ. 18).

Ευθυμία Λ. Πραγιάννη, Δικηγόρος Αθηνών, ΜΔΕ Αστικού Δικαίου, ΜΔΕ Δημοσίου
Διεθνούς Δικαίου και Msc Business for Lawyers

Back To Top