ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Αποφάσεως 2319/2012
Πρόεδρος: Μόσχα Πολέμη, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικαστές: Ελλάδα Φραγκουδάκη, Πρωτοδίκης-Εισηγήτρια, Αναστασία Ξηρογιάννη, Πρωτοδίκης
Αγωγή των εξ αδιαθέτου συγγενών θανούσης προς αναγνώριση ακυρότητος διαθήκης της ως πλαστής άλλως ως συνταχθείσης υπό ανικάνου προς σύνταξη διαθήκης, λόγω διανοητικής διαταραχής οφειλομένης σε ψυχική νόσο, κατά το χρόνο της συντάξεώς της. Απόρριψη αγωγής ως εκ του ότι δεν αποδείχθηκε η πλαστότητα της διαθήκης ούτε ότι η διαθέτης εστερείτο της χρήσεως του λογικού κατά τη σύνταξη της διαθήκης.
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μόσχα Πολέμη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελλάδα Φραγκουδάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Αναστασία Ξηρογιάννη, Πρωτοδίκη και το Γραμματέα Θεμιστοκλή Αλειφέρη.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τη νύχτα της 17ης προς 18ης Νοεμβρίου 1997 απεβίωσε στο Παρίσι η θεία τους (αδελφή του πατέρα τους ), κάτοικος εν ζωή Αθηνών. Ότι η θανούσα κατέλιπε τα αναφερόμενα στην αγωγή κληρονομιαία ακίνητα και ειδικότερα ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, ένα οικόπεδο με τα επί αυτού κτίσματα στην Οία Θήρας και ένα διαμέρισμα στο Παρίσι, την ύπαρξη του οποίου τόσο οι ενάγοντες, όσο και ο πατέρας τους αγνοούσαν. Ότι στις 8-5-2007 απεβίωσε στην Αθήνα ο πατέρας των διαδίκων , κάτοικος εν ζωή Αθηνών και κατέλιπε την από 2-2-2007 ιδιόγραφη διαθήκη του, δημοσιευθείσα και κηρυχθείσα κυρία από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμους του τον πρώτο ενάγοντα στο προαναφερόμενο διαμέρισμα στην Αθήνα και τη δεύτερη ενάγουσα στο προαναφερόμενο ακίνητο στην Οία Θήρας. Ότι μετά την αποποίηση της κληρονομίας του πατέρα τους από τη σύζυγό του και μητέρα τους , αποδέχθηκαν, αφενός για λογαριασμό του αποβιώσαντος πατρός τους και αφετέρου για λογαριασμό τους, την κληρονομία της θείας τους . Ότι εν συνεχεία διαπίστωσαν ότι είχε δημοσιευθεί και κηρυχθεί κυρία η από 17-11-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της θανούσας θείας τους, γραμμένη στη Γαλλική γλώσσα, δυνάμει της οποίας η αποβιώσασα φέρεται ότι κατέλιπε στη μεν πρώτη εναγομένη ένα διαμέρισμά της στο Παρίσι και το προαναφερόμενο διαμέρισμά της στην Αθήνα, στη δε δεύτερη εναγομένη το ανωτέρω ακίνητό της στην Οία Θήρας. Ότι η διαθήκη αυτή δεν γράφτηκε και δεν υπογράφτηκε από τη θανούσα, αλλά από τρίτο πρόσωπο. Ότι ακόμη και αν η από 17-11-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της θανούσας ήταν γνήσια, κατά πάσα περίπτωση αυτή είναι άκυρη, λόγω ανικανότητας της διαθέτιδας να συντάξει διαθήκη και λόγω έλλειψης «animus testandi», καθόσον η έπασχε από ετών και κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης από διανοητική διαταραχή οφειλόμενη σε ψυχική νόσο (ψύχωση), εξαιτίας της οποίας είχε αδυναμία λογικής στάθμισης και ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησής της, ήτοι δεν είχε συνείδηση των πραττομένων και στερείτο της χρήσης του λογικού και ήταν ανίκανη να συντάξει διαθήκη. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενοι το έννομο συμφέρον τους, ως εκ διαθήκης, αλλά και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του πατέρα τους και μόνου εξ αδιαθέτου κληρονόμου της θανούσας, ζητούν να αναγνωριστεί η ακυρότητα της διαθήκης αυτής και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά τους έξοδα. Με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 18 και 30 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία. Η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένης της περί του αντιθέτου ένστασης της πρώτης εναγομένης ως αβάσιμης. Ειδικότερα η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι η αγωγή είναι αόριστη, καθόσον δεν αναφέρεται κατά πόσο η ύπαρξη της επικαλούμενης πάθησης της διαθέτιδας μπορούσε να υφίσταται μέχρι τη σύνταξη της διαθήκης και κατά πόσο η πάθησή της θα μπορούσε να επηρεάσει το σχηματισμό της βούλησής της το έτος 1997. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, αναφέρεται στην υπό κρίση αγωγή τόσο ότι η ψυχική νόσος (ψύχωση), από την οποία ισχυρίζονται οι ενάγοντες ότι έπασχε η διαθέτιδα, υφίστατο κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης, όσο και ότι εξαιτίας αυτής (η διαθέτιδα) ήταν ανίκανη να συντάξει διαθήκη λόγω αδυναμίας ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησής της. (βλ. ΑΠ 1714/2009 ΝΟΜΟΣ) Περαιτέρω η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1710, 1716, 1718, 1719, 1721, 1774 επ. ΑΚ και 70, 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την υπ΄ αριθ. ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία ελήφθη επιμελεία των εναγόντων, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ.), τις υπ΄ αριθ ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της, οι οποίες ελήφθησαν επιμελεία της πρώτης εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων (), την από 25-11-2011 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου, η οποία διορίστηκε πραγματογνώμονας με την υπ΄ αριθ. διάταξη της ανακρίτριας τακτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 28-1-2010 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και την από 7-12-2011 έκθεση γραφολογικών κριτικών παρατηρήσεων (επί της προαναφερόμενης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της) της δικαστικής γραφολόγου, η οποία διορίσθηκε τεχνική σύμβουλος των εναγόντων κατά την ανάκριση, την από 8-7-2010 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και τις από Δεκεμβρίου 2011 γραφολογικές παρατηρήσεις (επί της προαναφερόμενης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της) της δικαστικής γραφολόγου, η οποία διορίστηκε τεχνική σύμβουλος των εναγομένων κατά την ανάκριση, την από 3-12-2010 ψυχιατρική έκθεση για την του νευρολόγου – ψυχιάτρου, η οποία συντάχθηκε επιμελεία των εναγόντων, την από 22-2-2012 έκθεση ψυχιατρικής γνωμοδότησης επί εγγράφων περί της του ψυχιάτρου, συνταχθείσα επιμελεία των εναγομένων, οι οποίες, ως γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης, εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο κατ΄ άρθρο 390 ΚΠολΔ και όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Τη νύχτα της 17ης προς 18ης Νοεμβρίου 1997 απεβίωσε από άγνωστα αίτια στο Παρίσι, εντός της οικίας της πρώτης των εναγομένων, , κάτοικος εν ζωή Αθηνών, γεννηθείσα το έτος 1950. Κατά το χρόνο του θανάτου της η κατέλιπε πλησιέστερο εν ζωή συγγενή της και μόνο εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τον αδελφό της και πατέρα των εναγόντων . Ο τελευταίος απεβίωσε στις 8-5-2007 και κατέλιπε πλησιέστερους εν ζωή συγγενείς του τη σύζυγό του (μάρτυρα στην παρούσα δίκη) και τα τέκνα τους, , ενάγοντες στην παρούσα δίκη. Κατά την έρευνα που διενεργήθηκε από την αστυνομία στις 18-11-1997 στο διαμέρισμα όπου απεβίωσε η βρέθηκε, μεταξύ των προσωπικών αντικειμένων της θανούσας, η από 17-11-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της, γραμμένη στη γαλλική γλώσσα. Η τελευταία κατετέθη στην Εισαγγελία του Παρισιού και στις 19-6-2008 παρεδόθη μέσω της αστυνομίας στην πληρεξούσια δικηγόρο της πρώτης των εναγομένων στο Παρίσι, . Στις 11-9-2009, κατόπιν αίτησης των εναγομένων, η από 17-11-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με τα υπ΄ αριθ. και πρακτικά του αντίστοιχα. Το περιεχόμενο της διαθήκης, σύμφωνα με τη μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά, έχει ως ακολούθως: «Παρίσι 17-11-1997 Μετά το θάνατό μου, θα ήθελα το σπίτι μου στο Παρίσι, που βρίσκεται στην οδό και το διαμέρισμά μου στην οδό στην Αθήνα να ανήκουν στην . Το σπίτι μου στην Σαντορίνη στην Ελλάδα (να ανήκει) στην . Μετά το θάνατο μου θα ήθελα το πτώμα μου να αποτεφρωθεί και όχι να ταφεί. Υ.Γ. ΑΓΑΠΩ ΤΗΝ ΓΑΛΛΙΑ. Μισώ την Ελλάδα ». Παραπλεύρως δε του αναγραφόμενου στη διαθήκη ονόματός της, η διαθέτιδα είχε θέσει την ιδιόχειρη υπογραφή της. Όπως απεδείχθη η θανούσα είχε γνωριστεί με τις εναγόμενες στο Παρίσι τη δεκαετία του 1970 και είχαν αναπτύξει στενούς φιλικούς δεσμούς, οι οποίοι διατηρήθηκαν μέχρι το θάνατό της. Ειδικότερα η θανούσα, η οποία ήταν ζωγράφος, απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, είχε σπουδάσει στο Παρίσι. Περί τα έτη 1972-1973 γνώρισε στο Παρίσι την πρώτη εναγομένη, η οποία κατοικούσε (και εξακολουθεί να κατοικεί) μόνιμα στο Παρίσι. Περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα γνώρισε στο Παρίσι και τη δεύτερη εναγομένη, η οποία είναι εικαστικός και σπούδαζε την περίοδο εκείνη ιστορία της τέχνης. Το έτος 1977 η δεύτερη εναγομένη και ο σύζυγός της (επίσης εικαστικός και μάρτυρας στην παρούσα δίκη) επέστρεψαν από το Παρίσι και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα. Η θανούσα παρέμεινε στο Παρίσι έως περίπου το έτος 1988, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγήτρια καλλιτεχνικών στη Σαντορίνη. Περί τα τέλη του 1991 μετατέθηκε στην Αθήνα και μετά από λίγο σταμάτησε να εργάζεται. Οι εναγόμενες όλο αυτό το χρονικό διάστημα συνέχισαν να διατηρούν φιλικές σχέσεις και επαφές με την αποβιώσασα, επικοινωνώντας τακτικά, κυρίως τηλεφωνικά και μέσω αλληλογραφίας. Οσάκις δε η θανούσα μετέβαινε ανά περιόδους στο Παρίσι, συναντιόταν με την πρώτη εναγομένη. Όπως δε προαναφέρθηκε, την τελευταία φορά που η αποβιώσασα μετέβη στο Παρίσι, φιλοξενήθηκε στην οικία της πρώτης εναγομένης (όπου και απεβίωσε), καθόσον είχε εκμισθώσει το δικό της διαμέρισμα μέσω μεσίτη σε τρίτους από το 1994. Η δεύτερη εναγομένη και ο σύζυγός της συναντιόντουσαν με την αποβιώσασα στην Ελλάδα, επισκέπτονταν δε το σπίτι της στην Αθήνα επί της . Τελευταία δε φορά που η δεύτερη εναγομένη και ο σύζυγός της συναντήθηκαν με τη θανούσα, ήταν το καλοκαίρι του έτους 1997 στην , όπου διατηρούν εξοχικό, στο οποίο η τους είχε επισκεφθεί. Αντιθέτως η αποβιώσασα δεν διατηρούσε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον αδελφό της και την οικογένειά του. Χαρακτηριστικό δε του είδους των σχέσεών τους είναι ότι ούτε ο ήδη αποβιώσασας , ούτε οι ενάγοντες, τέκνα του και ανίψια της θανούσας, γνώριζαν την ύπαρξη διαμερίσματος κυριότητας της θείας τους στο Παρίσι, όπως και οι ίδιοι εξάλλου αναφέρουν στην υπό κρίση αγωγή τους. Σημειωτέον ότι ο , με την από 2-2-2007 ιδιόγραφη διαθήκη του, δημοσιευθείσα και κηρυχθείσα κυρία από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δυνάμει των πρακτικών του αντίστοιχα, εγκαθιστούσε κληρονόμους του την μεν δεύτερη εναγομένη στο ακίνητο της θανούσας στη Σαντορίνη, τον δε πρώτο εναγόμενο στο διαμέρισμα της θανούσας στην Αθήνα, άνευ οιασδήποτε μνείας στο διαμέρισμα του Παρισιού. Όπως προαναφέρθηκε οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζονται ότι η από 17-11-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της δεν γράφτηκε και δεν υπογράφτηκε από τη φερόμενη ως διαθέτιδα, αλλά από τρίτο πρόσωπο και για το λόγο αυτό ζητούν την αναγνώριση της ακυρότητάς της. Επίσης οι ενάγοντες υπέβαλαν την από έγκλησή τους, εξ αφορμής της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των εναγομένων για πλαστογραφία μετά χρήσεως, από κοινού από υπαίτιο που σκοπεύει να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπεύει να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και για απάτη επί δικαστηρίου από κοινού το περιουσιακό όφελος της οποίας και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατόπιν δε διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης παραγγέλθηκε κυρία ανάκριση, η οποία ανετέθη στον Ανακριτή του τακτικού τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ο τελευταίος, με την υπ΄ αριθ. διάταξή του, διόρισε πραγματογνώμονα τη δικαστική γραφολόγο, στην οποία ετέθη το ερώτημα εάν η από 17-11-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της φερόμενης διαθέτιδας έχει γραφεί και υπογραφεί από την ίδια ή από άλλο πρόσωπο. Η εν λόγω πραγματογνώμονας, με την από 25-11-2011 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Α. Στην γραφή της από 17-11-1997 ιδιόγραφης διαθήκης, της διαθέτιδος , που δημοσιεύθηκε με τα υπ’ αριθ. Πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στο Αρχείο Διαθηκών του ιδίου Πρωτοδικείου, διαπιστώθηκαν ομοιότητες με τα ιδιάζοντα γνωρίσματα του γραφικού εθισμού της ποικιλόμορφης γνήσιας γραφής της , οι οποίες εκτιμώνται ως σημαντικές ενδείξεις ότι το κείμενο της παραπάνω εξεταζόμενης ιδιόγραφης διαθήκης έχει γραφεί από την . Αα. Η υπό έλεγχο γραφή του κειμένου της ιδιόγραφης εντάσσεται στα ευρέα όρια της μεταβαλλόμενης ποικιλότροπης γραφικής ικανότητας και των γνωρισμάτων του γραφικού εθισμού της γνήσιας γραφής της . Φέρει σημαντικές ομοιότητες αλλά και διαφορές σε σχέση με τη γνήσια γραφή ενώ οι εντοπιζόμενες διαφοροποιήσεις και παραλλαγές χάραξης σε ορισμένα γράμματα, συναντήθηκαν ως τέτοιο γραφολογικό φαινόμενο και στη γνήσια γραφή της παραπάνω. Β. Η υπογραφή συμβολικού τύπου, κάτω από το κείμενο της από 17-11-1997 υπό έλεγχο ιδιόγραφης διαθήκης, φέρει στοιχεία ομοιότητας με τα δομικά στοιχεία και τα γνωρίσματα του γραφικού εθισμού των γνησίων υπογραφών της , εντάσσεται στα ευρέα όρια των γραφικών παραλλαγών των γνησίων υπογραφών της παραπάνω και σύμφωνα με τα απομονωθέντα γραφολογικά ευρήματα πιθανολογείται σφόδρα ότι έχει τεθεί από την . Βα. Η υπό έλεγχο υπογραφή έχει γραφολογική σύνδεση με τις γνήσιες υπογραφές της παραπάνω του αντίστοιχου συμβολικού τύπου υπογραφής. Η υπό έλεγχο υπογραφή έχει τεθεί από την παραπάνω και βρίσκεται στα ευρέα όρια των γραφικών παραλλαγών τόσο του συνολικού σχηματισμού όσο και των επί μέρους στοιχείων. Φέρει τα γνωστά γνωρίσματα του γραφικού εθισμού των γνησίων υπογραφών της και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του τρόπου παραγωγής, σύνδεσης, μεγέθους και τοποθέτησης των γραμμάτων και των συμβολικών στοιχείων των γνησίων υπογραφών της.» Περί της γνησιότητας της διαθήκης της θανούσας κατέθεσε με σαφήνεια ο μάρτυρας των εναγομένων, ο οποίος γνώριζε τη γραφή και την υπογραφή της, καθόσον η διαθέτιδα διατηρούσε, όπως προαναφέρθηκε, με τη σύζυγό του, δεύτερη εναγομένη, τακτική αλληλογραφία. Ουδόλως δε τα ανωτέρω αναιρούνται από την κατάθεση της μάρτυρος και μητέρας των εναγόντων, η οποία ανέφερε ότι «(την επίδικη διαθήκη) την είδα αλλά ήταν στα γαλλικά που εγώ δεν ξέρω να διαβάσω γαλλικά … για την υπογραφή από ότι γνώριζα από την ταυτότητά της, δεν μου έμοιαζε» Δεν αναιρούνται επίσης ούτε από τη ληφθείσα επιμελεία των εναγόντων υπ΄ αριθ. ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία η ενόρκως βεβαιώσασα, ανιψιά της θανούσας (κόρη της ξαδέλφης της) καταθέτει ότι «γνώριζα το γραφικό χαρακτήρα της … δεν μου μοιάζει». Σημειωτέον ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ΄ αριθ. βούλευμα, απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία κατά των εναγομένων, για τις προαναφερόμενες πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε εναντίον τους ποινική δίωξη, καθόσον δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής τους. Οι ενάγοντες υπέβαλαν στις αίτηση προς τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για άσκηση εκ μέρους του έφεσης κατά του ανωτέρω βουλεύματος, ωστόσο κρίθηκε ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση (άσκησης έφεσης). Εφόσον δε απεδείχθη ότι η από 17-11-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της έχει γραφεί και υπογραφεί από την ίδια και επομένως είναι γνήσια, η υπό κρίση αγωγή, ως προς τη βάση της με την οποία ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης λόγω πλαστότητας, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη διαθήκη είναι άκυρη, λόγω ανικανότητας της διαθέτιδας να συντάξει διαθήκη, καθόσον έπασχε από ετών και κατά το χρόνο σύνταξής της από διανοητική διαταραχή, οφειλόμενη σε ψυχική νόσο (ψύχωση), εξαιτίας της οποίας είχε αδυναμία ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησής της. Ως προς την ικανότητα της σύνταξης διαθήκης κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης απεδείχθησαν τα ακόλουθα. Το έτος 1992, από 24-3-1992 έως 26-3-1992, η διαθέτιδα είχε νοσηλευθεί στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, παρουσιάζουσα ψυχωσιόμορφες εκδηλώσεις. (βλ. ιδίως το υπ΄ αριθ. πρωτ. έγγραφο του τμήματος κίνησης του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, το από δελτίο εισαγωγής αρρώστου και το φύλλο νοσηλείας του ίδιου νοσοκομείου) Ειδικότερα εκείνο το χρονικό διάστημα η θανούσα διέμενε στην Οία Σαντορίνης. Κατόπιν δε διαμαρτυριών των κατοίκων για τη συμπεριφορά της, στις 12-3-1992, διακομίσθηκε στο Νομαρχιακό Γενικό Νοσοκομείο Σύρου «ΒΑΡΔΑΚΕΙΟ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟ» όπου πιστοποιήθηκε ότι πάσχει από οξεία κρίση πανικού, με πιθανή ψυχωσική συνδρομή και συνεστήθη η άμεση ψυχιατρική της εξέταση (βλ. τις από 12-3-1992 ιατρικές γνωματεύσεις των ιατρών του νοσοκομείου). Στη συνέχεια διακομίσθηκε στο Αιγινήτειο όπου διαπιστώθηκε ότι πάσχει από ψυχωσιόμορφες εκδηλώσεις και έχει ανάγκη νοσηλείας σε ειδικό ψυχιατρικό ίδρυμα (βλ. ιδίως το από 24-3-1992 ιατρικό πιστοποιητικό του Αιγινήτειου Νοσοκομείου) και κατόπιν τούτου στις 24-3-1992 εισήχθη στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (βλ. ιδίως το φύλλο νοσηλείας της θανούσας στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής) Στις 26-3-1992 η θανούσα, για την οποία διεγνώσθη ότι παρουσιάζει εκδηλώσεις ψυχωσικού τύπου, παρελήφθη από τον αδελφό της και πατέρα των εναγόντων, παρά τις συστάσεις των ιατρών για νοσηλεία με υπεύθυνη δήλωση ότι θα νοσηλευθεί σε ψυχιατρική κλινική της αρεσκείας του. (βλ. ιδίως το φύλλο νοσηλείας της θανούσας στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, σε συνδυασμό με το από 26-3-1992 εξιτήριο και το από 8-1-1993 πιστοποιητικό του διευθυντή του ίδιου νοσοκομείου) Λίγο δε χρονικό διάστημα μετά, η θανούσα μετέβη μόνη της και με δική της πρωτοβουλία στη Γαλλία, όπου νοσηλεύθηκε σε κλινική για περίπου ένα μήνα. Το έτος 1994 η αποβιώσασα παρουσίασε αντίστοιχη συμπεριφορά στην Ομόνοια και εισήχθη για νοσηλεία σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική. Περαιτέρω τόσο η μάρτυρας των εναγόντων στο ακροατήριο, όσο και η ενόρκως βεβαιώσασα επιμελεία αυτών, κατέθεσαν ότι το έτος 1996 η θανούσα προκάλεσε πυρκαγιά στο διαμέρισμά της στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να κληθεί η πυροσβεστική για να τη σβήσει. Ωστόσο τα ανωτέρω περιστατικά δεν έλαβαν χώρα πλησίον του κρίσιμου χρονικού διαστήματος σύνταξης της επίδικης διαθήκης. Όσον αφορά δε αυτό (το κρίσιμο χρονικό σημείο σύνταξης της εν λόγω διαθήκης), η μάρτυρας των εναγόντων κατέθεσε ότι δύο ημέρες πριν (τη σύνταξη της επίδικης διαθήκης) η θανούσα είχε έρθει στην οικία της (μάρτυρος) στην Αθήνα σε έξαλλη κατάσταση, φώναζε, έβγαζε τα ρούχα της και τα πέταγε από το μπαλκόνι. Περαιτέρω και με την ένορκη βεβαίωση που προσκομίζουν οι ενάγοντες, βεβαιώνεται ενόρκως ότι δύο ημέρες πριν το θάνατό της η διαθέτιδα «ήταν διαταραγμένη και μιλούσε ασυνάρτητα». Μόνον όμως από τις ανωτέρω καταθέσεις, μη ενισχυόμενες από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως πχ. σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε δικανική πεποίθηση ότι κατά τη σύνταξη της επίδικης διαθήκης, η διαθέτιδα είχε έλλειψη συνείδησης των πραττομένων και βρισκόταν σε διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής της, με αποτέλεσμα αυτή να μην μπορεί να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της πράξης της (σύνταξη διαθήκης). Σημειωτέον δε ότι η συνταχθείσα επιμελεία των εναγόντων από 3-12-2010 ψυχιατρική έκθεση του νευρολόγου – ψυχιάτρου, συντάχθηκε κατόπιν μιας και μόνον ιατρικής εξέτασης της θανούσας εκ μέρους του, η οποία είχε λάβει χώρα στο ιατρείο του στις 27-8-1992, ήτοι πέντε και πλέον έτη πριν τη σύνταξη της επίδικης διαθήκης. Εξάλλου αντίκειται στην κοινή λογική το γεγονός ότι, παρόλο που οι ενάγοντες διατείνονται ότι η οικογένειά τους είχε την επίβλεψη της θανούσας και μεριμνούσαν για αυτήν, παρά ταύτα, μετά την εμφάνιση της κατά τους ισχυρισμούς τους προαναφερόμενης συμπεριφοράς της, δεν φρόντισαν προκειμένου να λάβει ιατρική αρωγή, αλλά αντιθέτως της επέτρεψαν να ταξιδέψει μόνη της και να μεταβεί στο Παρίσι. Αντιθέτως απεδείχθη εν γένει ότι η θανούσα επί μεγάλο χρονικό διάστημα πριν το θάνατό της ζούσε μόνη της, ταξίδευε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, επιμελούνταν του εαυτού της και των οικονομικών της, ενώ διατηρούσε κοινωνικές επαφές με φιλικά της πρόσωπα. Ενδεικτικά, όπως προαναφέρθηκε, ταξίδευε συχνά στο Παρίσι και στη Σαντορίνη, ενώ το καλοκαίρι του έτους που απεβίωσε και λίγους μήνες πριν είχε επισκεφθεί τη δεύτερη εναγομένη και το σύζυγό της στην Κέα, είχε αναθέσει την εκμίσθωση του διαμερίσματός της στο Παρίσι σε μεσίτη, ζούσε, ψώνιζε, μαγείρευε, συντηρούνταν και αυτοεξυπηρετούνταν μόνη της στο διαμέρισμά της στην Αθήνα, το οποίο διατηρούσε καθαρό και σε καλή κατάσταση. Σημειωτέον ότι η μάρτυρας των εναγόντων, ενώ αρχικά κατέθεσε ότι την περιουσία της θανούσας διαχειριζόταν ο αδελφός της, ο οποίος είχε την επίβλεψη αυτής και ότι η θανούσα συναλλάσσονταν παρουσία και συνοδεία του, εν συνεχεία απάντησε καταφατικά στην ερώτηση εάν είχε επίγνωση των συναλλαγών στις οποίες η ίδια προέβαινε, όπως η ανάληψη και η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα, η είσπραξη σύνταξης. Επίσης κατέθεσε ότι ο αδελφός της διαθέτιδας «Απλά την πρόσεχε. Όταν έφευγε είχε τα κλειδιά και πλήρωνε τα κοινόχρηστά της, όλα αυτά» Κατά πάσα δε περίπτωση ο αδελφός της θανούσας δεν μπορούσε να έχει την επίβλεψή της όταν η τελευταία ζούσε μόνη της στη Σαντορίνη, όταν ταξίδευε και μετέβαινε μόνη της στους προορισμούς της και ιδίως όταν αυτή πήγαινε και διέμενε στο Παρίσι, αγνοούσε δε ακόμη και την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας της αποβιώσασας στη Γαλλία, την οποία όπως προαναφέρθηκε διαχειριζόταν μόνη της. Μετά ταύτα και λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν γίνεται επίκληση εκ μέρους των εναγόντων, ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, ότι η διαθέτιδα νοσηλεύθηκε πλησίον του κρίσιμου χρόνου της σύνταξης της διαθήκης σε νευρολογική ή ψυχιατρική κλινική, ή έστω ετέθη υπό ιατρική παρακολούθηση, πάσχουσα από συγκεκριμένη ψυχική νόσο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα (η διαθέτιδα) να στερείται της χρήσης της λογικής της, υπό την έννοια ότι δεν μπορούσε να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς ελεύθερα τη βούλησή της, δεν απεδείχθη ανικανότητα αυτής προς σύνταξη διαθήκης. Οι ενάγοντες με αίτημα που υπεβλήθη προφορικά στο ακροατήριο, αλλά και με την προσθήκη – αντίκρουση, ζητούν από το Δικαστήριο να διατάξει την παροχή πληροφοριών από τις ιδιωτικές κλινικές που είχε νοσηλευθεί η θανούσα. Το αίτημα αυτό τυγχάνει απορριπτέο προεχόντως ως απαράδεκτο, καθόσον κατά το άρθρο 451 ΚΠολΔ η επίδειξη εγγράφων μπορεί να ζητηθεί, εφόσον έχει την υποχρέωση αυτή τρίτος, μη διάδικος, όπως εν προκειμένω, μόνον με παρεμπίπτουσα αγωγή. Κατά πάσα δε περίπτωση είναι απορριπτέο και ως αβάσιμο, δεδομένου ότι δυνάμει του υπ΄ αριθ. πρωτ. εγγράφου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών διαβιβάσθηκε σχετική αίτηση των εναγόντων μόνον προς το Θεραπευτήριο Αθηνά, το οποίο αρνήθηκε να χορηγήσει οποιαδήποτε πληροφορία, αναφέροντας περί νοσηλείας της στην εν λόγω κλινική το έτος 1994, ήτοι τρία χρόνια πριν τη σύνταξη της επίδικης διαθήκης και όχι κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης αυτής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 191 παρ. 2 και 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.