ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Αποφάσεως 1052/2013
Πρόεδρος: Κωνσταντίνα Παλούδη, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικαστές: Βασιλική Μπράτη, Πρωτοδίκης, Ελλάδα Φραγκουδάκη, Πρωτοδίκης-Εισηγήτρια
Ανίκανοι προς σύνταξη διαθήκης είναι οι μη έχοντες συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε διαταραχή, ψυχική ή διανοητική, που περιορίζει σημαντικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Έλλειψη συνειδήσεως υφίσταται όταν ελλείπει η δύναμη διαγνώσεων της ουσίας και του περιεχομένου της επιχειρούμενης πράξης ως και των συνεπειών που απορρέουν από αυτήν χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνειδήσεως. Η συνδρομή της ανικανότητας κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Διαθήκη ανικάνου προς σύνταξής της είναι αυτοδικαίως άκυρη και θεωρείται εξ αρχής ως μη γενομένη. Η ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης τεκμαίρεται και ο επικαλούμενος το αντίθετο βαρύνεται με την απόδειξη αυτού. Δεκτή αγωγή τιμηθείσης με διαθήκη και αναγνώριση ακυρότητας μεταγενεστέρων διαθηκών της διαθέτιδος, ως εκ του ότι κατά το χρόνο συντάξεως αυτών δεν μπορούσε να έχει επίγνωση του περιεχομένου τους.
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παλούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασιλική Μπράτη, Πρωτοδίκη, Ελλάδα Φραγκουδάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Βασιλική Βασιλοπούλου.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ «διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1719 ΑΚ, όπως ισχύει, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 30 του ν. 2447/1996, από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (30.12.1996) «ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι … 3. όσοι κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεως τους». Η συνδρομή της ανικανότητας με τις παραπάνω μορφές κρίνεται κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευση της ή η ύπαρξη της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί έννομη επιρροή. Διαθήκη που συντάσσεται από τέτοιο ανίκανο προς σύνταξη διαθήκης πρόσωπο είναι αυτοδικαίως άκυρη και θεωρείται εξ αρχής ως μη γενομένη (άρθρα 1718, 180 ΑΚ) και καθένας που έχει έννομο συμφέρον … μπορεί να ζητήσει με αγωγή να αναγνωριστεί ότι η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη. Η ικανότητα, όμως, κατά τεκμήριο υφίσταται και, συνεπώς, αυτός που επικαλείται το αντίθετο του τεκμηρίου, βαρύνεται με την απόδειξή του (Κ. Παπαδόπουλος: Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου εκδ. 1994 Τόμος 1ος παρ. 159, ΑΠ 1063/2006 ΕλλΔνη 47. 1418, ΑΠ 1527/1999 ΕλλΔνη 44. 1328, ΕφΑθ 3192/2003 ΕλλΔνη 45. 569). Στην παραπάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεών της και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεως του διαθέτη, η οποία υφίσταται όταν ο διαθέτης βρίσκεται σε διαταραχή (ψυχική ή διανοητική) που περιορίζει αποφασιστικά και δεν του επιτρέπει τον ελεύθερο προσπορισμό της βουλήσεως του με λογικούς υπολογισμούς, τον καθιστά δε αδύναμο να αντισταθεί σε υποβολή προερχόμενη από άλλον (ΑΠ 12/2005, ΑΠ 444/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 306/2008, ΕφΑθ 7808/2007 ΕλλΔνη 49. 888 και 892, βλ. και ΕφΑθ 4588/2009 ΕλλΔνη 2010. 550). Ειδικότερα κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, έλλειψη συνειδήσεως των πραττομένων υφίσταται όταν ελλείπει στο πρόσωπο η δύναμη για διάγνωση της ουσίας και του περιεχομένου της επιχειρούμενης πράξης και των συνεπειών που απορρέουν από αυτήν. Δεν απαιτείται δε γενική και πλήρης έλλειψη συνειδήσεως του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου ή αποκλεισμός της ελεύθερης βούλησης, ήτοι του ελεύθερου προσδιορισμού αυτής, ούτε νοείται ως επιχειρούμενη πράξη η διαθήκη καθεαυτή, αφού ο διαθέτης που περιήλθε σε τέτοια κατάσταση είναι δυνατόν να έχει συναίσθηση ότι συντάσσει διαθήκη, αλλά νοούνται οι επιμέρους διατάξεις αυτής, των οποίων τη σημασία δεν δύναται να συλλάβει ιδιαίτερα λόγω ανωμαλίας των αναστολών και της αυξημένης ετοιμότητας υποβολής (ΕφΑιγ 302/2003 Αρμ 2005. 37, όπου παραπομπή σε ΑΠ 710/1985 ΝοΒ 34.555, ΑΠ 1587/81 ΝοΒ 30.1057). Δεν αποκλείεται κατά νόμο η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο καταστάσεων, δηλαδή τόσο της έλλειψης συνειδήσεως των πράξεων του, όσο και της στέρησης της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής νόσου (ΑΠ 374/1999 ΕλλΔνη 40. 1559, ΑΠ 18/1995 ΝοΒ 44. 615, ΑΠ 522/1995 ΕλλΔνη 37. 338, ΕφΑθ 10148/1999 ΕλλΔνη 41. 1415, βλ. και ΕφΠατρ 281/2004 ΑΧΑΝΟΜ 2005.195.) Η βεβαίωση του συμβολαιογράφου σε δημόσια διαθήκη ότι ο διαθέτης έχει συνείδηση των πράξεών του ή ότι έχει τη χρήση του λογικού, αποτελεί αντικειμενική κρίση και αντίληψη αυτού, που δεν εμποδίζει την απόδειξη της ανικανότητας αυτού, χωρίς να απαιτείται να προσβληθεί η διαθήκη για πλαστότητα (ΑΠ 964/2005 ΕλλΔνη 46. 1451, ΑΠ 88/2003 ΕλλΔνη 2003. 1330, ΕφΑθ 4588/2009 ΕλλΔνη 2010. 550).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα ισχυρίζεται ….Ότι ειδικότερα κατά το χρόνο σύνταξης των τεσσάρων τελευταίων διαθηκών, η διαθέτιδα όχι μόνο δεν είχε επαρκή αντίληψη για το τι πράττει συντάσσοντας τη διαθήκη της, αλλά λόγω ψυχικής νόσου, δεν ήταν η βούλησή της ελεύθερη στο βαθμό που είναι του ομαλού ψυχικά ανθρώπου, ήτοι δεν μπορούσε να αντισταθεί στην υποβολή που προερχόταν από άλλον και βρισκόταν σε διαρκή και μόνιμη ανικανότητα να συντάξει διαθήκη. Ότι για το λόγο αυτό η υπ΄ αριθ. δημόσια διαθήκη της ενώπιον της Συμβολαιογράφου, η υπ΄ αριθ. δημόσια διαθήκη της ενώπιον της Συμβολαιογράφου και η υπ΄ αριθ. δημόσια διαθήκη της ενώπιον της Συμβολαιογράφου είναι άκυρες, καθόσον κατά το χρόνο σύνταξής εκάστης η διαθέτιδα βρισκόταν σε ψυχική, διανοητική και σωματική διαταραχή, με αποτέλεσμα να έχει παντελή έλλειψη βούλησης και παντελή έλλειψη συνείδησης των πραττομένων. Κατόπιν τούτων η ενάγουσα ζητεί, κατ΄ εκτίμηση του αιτητικού της αγωγής της, να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρες, άλλως να κηρυχθούν άκυρες, η υπ΄ αριθ. δημόσια διαθήκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου, η υπ΄ αριθ. δημόσια διαθήκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου και η υπ΄ αριθ. δημόσια διαθήκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, να αναγνωρισθεί ότι η μόνη έγκυρη διαθήκη της είναι η υπ΄ αριθ. δημόσια διαθήκη της ενώπιον της Συμβολαιογράφου, δυνάμει της οποίας η ίδια (ενάγουσα) τυγχάνει κληρονόμος της εκ διαθήκης και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά της έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 18 αρ. 1 και 30 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω η αγωγή είναι νόμιμη, θεμελιούμενη όσον αφορά την κύρια βάση της στις διατάξεις των άρθρων 1718, 1719 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας (η δεύτερη και η τρίτη των εναγομένων δεν εξέτασαν μάρτυρα) και τις χωρίς όρκο καταθέσεις της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την υπ΄ αριθ. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου, η οποία ελήφθη επιμελεία της ενάγουσας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της δεύτερης εναγομένης και της τρίτης εναγομένης (βλ.), την υπ΄ αριθ. ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών (η οποία ελήφθη επιμελεία της τρίτης εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας – βλ.), στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων και λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όλα τα υπόλοιπα έγγραφα, που οι διάδικοι μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 10-4-2009 απεβίωσε στην οικία της στον η , χήρα , γεννηθείσα το έτος 1922. Η θανούσα και ο προαποβιώσας αυτής, το έτος 2002, σύζυγός της , δεν είχαν αποκτήσει τέκνα. Για το λόγο αυτό θεωρούσαν ως τέκνο τους την ενάγουσα ανιψιά τους, θυγατέρα της αδελφής του , η οποία είχε προαποβιώσει αυτού. Καθόσον η ενάγουσα ήταν ορφανή από πατέρα και είχε χάσει σε μικρή ηλικία τη μητέρα της, οι θείοι της είχαν αναλάβει την ανατροφή της και εν γένει την κάλυψη των απαιτούμενων εξόδων για τη συντήρηση και την εκπαίδευσή της. Διατηρούσαν δε στενές οικογενειακές σχέσεις, τόσο με την ίδια την ενάγουσα, όσο και με το σύζυγό της (και μάρτυρα της ενάγουσας στην παρούσα δίκη) και το τέκνο τους , γεννηθέντα το έτος 1987. Το ζεύγος δεν είχε άλλους συγγενείς πλην της ενάγουσας, δοθέντος ότι η είχε μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο, ενώ ο είχε χάσει όλους τους συγγενείς του, πλην της αδελφής του, κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η ενάγουσα και ο σύζυγός της συνέδραμαν το ζεύγος, σαν να ήταν γονείς τους, στην αντιμετώπιση των εν γένει προβλημάτων που ενίοτε ανέκυπταν, ιδίως προβλημάτων υγείας. Σημειωτέον ότι η θανούσα διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό με συνδικαιούχο τον υιό της ενάγουσας. Η αποβιώσασα απασχολούσε στην οικία της επί πολλά έτη, ήτοι περίπου από το έτος 1990, την πρώτη εναγομένη ως οικιακή βοηθό. Η δεύτερη εναγομένη, μητέρα της τρίτης εναγομένης, αρχικά είχε οριστεί αρχές της δεκαετίας του 1980 ως θεραπαινίδα του, ο οποίος ήταν ανάπηρος πολέμου. Καθόσον ανάπηρος πολέμου ήταν και ο πατέρας της δεύτερης εναγομένης, η τελευταία είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με το ζεύγος, οι οποίες συνεχίστηκαν με τη και μετά το θάνατο του συζύγου της. Συγκεκριμένα η δεύτερη εναγομένη, μαζί με την πρώτη εναγομένη, είχαν αναλάβει έναντι αμοιβής την εν γένει φροντίδα της θανούσας, συμπεριλαμβανομένων και των εξωτερικών εργασιών, με εναλλασσόμενη παρουσία στην οικία της (η δεύτερη εναγομένη απασχολούνταν τις απογευματινές ώρες). Η θανούσα διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό, στον οποίο με αίτησή της στις 19-1-2007 προσετέθη ως συνδικαιούχος η δεύτερη εναγομένη, καθώς επίσης και τραπεζικό λογαριασμό, με συνδικαιούχο την πρώτη εναγομένη, στον οποίο με αίτηση της θανούσας και της πρώτης εναγομένης στις 10-10-2008, προσετέθη ως συνδικαιούχος και η δεύτερη εναγομένη. Η αποβιώσασα στις 7-7-2004 συνέταξε την υπ. αριθ. δημόσια διαθήκη της ενώπιον της Συμβολαιογράφου, με την οποία όρισε τα ακόλουθα: «Εγκαθιστώ και ονομάζω κληρονόμους μου: 1) Την (ενάγουσα), στην οποία αφήνω: α) το ισόγειο διαμέρισμά μου,. Εάν δεν ζει κατά το χρόνο του θανάτου μου, να τα λάβει ο γιός της και β) τα έπιπλα και σκεύη του πιο πάνω διαμερίσματος. ….Μετά τη σύνταξη της ανωτέρω διαθήκης η διαθέτιδα ανέφερε στην ενάγουσα και στο σύζυγό της ότι έχει αποκαταστήσει την ενάγουσα και το τέκνο τους, χωρίς ωστόσο να τους δώσει περισσότερες πληροφορίες ως προς τον τρόπο με τον οποίο είχε φροντίσει για την αποκατάστασή τους, ήτοι ότι είχε προβεί στη σύνταξη της εν λόγω διαθήκης. Επίσης έδωσε στην ενάγουσα τα κλειδιά της οικίας της και της επέδειξε τις «κρυψώνες» εντός αυτής, όπου βρίσκονταν διάφορα αντικείμενα. Εν συνεχεία την 1-2-2006 η αποβιώσασα προέβη στη σύνταξη της δημόσιας διαθήκης ενώπιον της Συμβολαιογράφου, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Ανακαλώ καθ’ ολοκληρία και επί λέξει κάθε προηγούμενη διαθήκη μου και ειδικότερα αυτή που έκανα στην Συμβολαιογράφο …. Ακολούθως στις 26-7-2007 η με την υπ. αριθ. δημόσια διαθήκη της ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, όρισε τα ακόλουθα: «Εγκαθιστώ κληρονόμο μου …….Ακολούθως στις 8-7-2008 η αποβιώσασα με την υπ. αριθ. δημόσια διαθήκη της ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών όρισε τα εξής: «Με την παρούσα διαθήκη μου ανακαλώ κάθε προηγούμενη και εγκαθιστώ κληρονόμο μου …..» Όπως δε προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της προαναφερόμενης διαθήκης η Συμβολαιογράφος Αθηνών εκλήθη και μετέβη για τη σύνταξη και την υπογραφή της στην κατοικία της διαθέτιδας, η δε διαθέτιδα, όπως η ίδια φέρεται ότι δήλωσε στη Συμβολαιογράφο, δεν μπορούσε να υπογράψει γιατί έτρεμε το χέρι της. Εν τέλει στις 15-10-2008, η αποβιώσασα φέρεται να συνέταξε την από 15-10-2008 ιδιόγραφη διαθήκη, στην οποία ορίζει τα ακόλουθα: «Εγώ η αφήνω τα χρήματα που θα βρεθούνε μοιραστούν …..». Μετά το θάνατο της, η ενάγουσα, η οποία αγνοούσε την ύπαρξη τόσο της υπ. αριθ. δημόσιας διαθήκης ενώπιον της Συμβολαιογράφου, με την οποία τιμάται και η ίδια, όσο και των μεταγενέστερων διαθηκών της θείας της, ενημερώθηκε από την πρώτη εναγομένη, η οποία ετοιμαζόταν να εγκατασταθεί στην οικία της αποβιώσασας, ότι η τελευταία είχε τιμήσει την ίδια (την πρώτη εναγομένη) με διαθήκη. Απεδείχθη ότι ήδη από το καλοκαίρι του 2005 η διαθέτιδα, ηλικίας τότε 83 ετών, είχε αρχίσει να έχει εμμονές ότι η πρώτη εναγομένη και η δεύτερη εναγομένη αφαιρούν («κλέβουν») αντικείμενα από την οικία της, όπως τη γούνα της και τα κεντήματά της, ζητούσε δε από το σύζυγο της ενάγουσας να «δείρει» την πρώτη εναγομένη, ενώ παράλληλα κατηγορούσε την ενάγουσα και το σύζυγό της ότι αλλάζουν τη θέση των φωτογραφιών του γάμου τους εντός της οικίας της, ως και την κεραία του ασύρματου τηλεφώνου που της είχαν δωρίσει. Επίσης τα τρία τελευταία έτη προ του θανάτου της η διαθέτιδα αναζητούσε τον ήδη αποβιώσαντα σύζυγό της, ρωτούσε τους γείτονες αν τον είχαν δει και ήθελε να τηλεφωνήσει στην αστυνομία προκειμένου να δηλώσει την εξαφάνισή του, ενώ άλλες φορές ισχυριζόταν ότι ο σύζυγός της ερχόταν να την επισκεφθεί, καθόταν κοντά της στην πολυθρόνα και συνομιλούσαν. Απεδείχθη δε ότι η διαθέτιδα το έτος 2005 είχε υποστεί οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ενώ το έτος 2006 είχε αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα υγείας και είχε νοσηλευθεί τουλάχιστον τέσσερις φορές σε νοσοκομείο. Συγκεκριμένα η θανούσα στις 16-1-2006 είχε εισαχθεί στο με οξύ πνευμονικό οίδημα, διεγνώσθη δε ότι πάσχει από θυρεοειδή και γλαύκωμα (βλ. ιδίως το ιστορικό του θεράποντος ιατρού ). Την 1-4-2006 εισήχθη στο με γαστρορραγία από οξύ έλκος δωδεκαδακτύλου, από όπου εξήλθε στις 17-4-2006 (βλ. ιδίως το ιστορικό του θεράποντος ιατρού ). Στις 9-4-2006 η υπεβλήθη εντός του σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, κατά την οποία παρατηρήθηκαν διάσπαρτες μικροϊσχαιμικές χρόνιες αλλοιώσεις, διάταση του κοιλιακού συστήματος και διεύρυνση των περιφερικών υπαραχνοειδών χώρων, κυρίως ορατή στο επίπεδο των κροταφικών και βρεγματικών λοβών (βλ. ιδίως την από 9-4-2006 διάγνωση αξονικής τομογραφίας του ιατρού ). Στη συνέχεια κατά το χρονικό διάστημα από 23-4-2006 έως 2-5-2006 νοσηλεύθηκε στο με εμπύρετη λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού (βλ. ιδίως το ιστορικό του θεράποντος ιατρού ). Κατόπιν κατά το χρονικό διάστημα από 30-9-2006 έως 13-10-2006 νοσηλεύθηκε στο με εμπύρετη ουρολοίμωξη (βλ. ιδίως το ιστορικό του θεράποντος ιατρού). Στις 31-10-2008 η θανούσα υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου στο, στο οποίο προσήλθε λόγω πτώσης, η οποία κρίθηκε ως μειωμένης διαγνωστικής αξίας λόγω μη συνεργασίας της ασθενούς, ωστόσο αναφέρονται «ευρήματα εγκεφαλικής και παρεγκεφαλιδικής ατροφίας» (βλ. ιδίως την από 31-10-2008 διάγνωση αξονικής τομογραφίας της ιατρού). Επίσης την ίδια χρονική περίοδο διαπιστώθηκε στο ότι η ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή για νόσο Alzheimer, ότι ήταν συγχυτική και μη προσανατολισμένη, ελάμβανε νευρολογική αγωγή και αγνοούσε την ακριβή ημερομηνία, ημέρα και τόπο (βλ. ιδίως την από 31-10-2008 διάγνωση της ιατρού και την από 3-11-2008 διάγνωση του ιατρού). Στις 18-1-2009 η εισήλθε στο λόγω αφυδάτωσης, αδυναμίας και καταβολής και εξήλθε στις 12-2-2009 με διάγνωση ψυχωσική συνδρομή ουρολοίμωξη σε αποδρομή. Ειδικότερα διεγνώσθη ότι η θανούσα εμφάνιζε ψυχωσική συνδρομή με πτώση επιπέδου συνείδησης και ψυχοκινητική ανησυχία. (βλ. ιδίως το σχετικό ιστορικό για το χρονικό διάστημα από 18-1-2009 έως 12-2-2009 του θεράποντος ιατρού και το εξιτήριο από την κλινική). Κατά το χρόνο εξόδου της διαθέτιδος από την κλινική, διεγνώσθη ότι ήταν μονίμως κατακεκλιμένη λόγω κατάγματος δεξιού ισχίου και ανοϊκής συνδρομής, ενώ παρουσίαζε και στένωση αορτικής βαλβίδας, ουρολοίμωξη και σιδηροπενική αναιμία (βλ. ιδίως το από 12-2-2009 ενημερωτικό σημείωμα του διευθυντή της παθολογικής κλινικής). Ο θάνατός της εν τέλει επήλθε από λοίμωξη του ουροποιητικού και γεροντικό μαρασμό (βλ. ιδίως την υπ΄ αριθ. ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξίαρχου Παλαιού Φαλήρου). Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η διαθέτιδα από το έτος 2005 και μετά αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, νοσηλευόμενη τακτικά στο νοσοκομείο, η δε επιδείνωση της γενικής κατάστασης της υγείας της, σε συνδυασμό με την μεγάλη ηλικία της (είχε γεννηθεί κατά το έτος 1922), είχε ως αποτέλεσμα και την ελάττωση του επιπέδου συνείδησης αυτής. Ειδικότερα απεδείχθη ότι η διαθέτιδα, τόσο κατά το χρόνο σύνταξης της δημόσιας διαθήκης της ενώπιον της Συμβολαιογράφου, όσο και κατά το χρόνο σύνταξης της υπ΄ αριθ. δημόσιας διαθήκης της ενώπιον της Συμβολαιογράφου, ήταν πολύ καταβεβλημένη σωματικά, σε σημείο που αδυνατούσε να προσέλθει η ίδια σε συμβολαιογραφείο, όπως είχε πράξει κατά τη σύνταξη της υπ΄ αριθ. /2004 δημόσιας διαθήκης ενώπιον της Συμβολαιογράφου, όσον αφορά δε συγκεκριμένα την υπ΄ αριθ. δημόσια διαθήκη αδυνατούσε ακόμη και να υπογράψει αυτή, όπως βεβαιώνεται και από την ίδια τη Συμβολαιογράφο κατά τα προεκτεθέντα. Επιπροσθέτως η διαθέτιδα κατά τα ως άνω χρονικά σημεία εστερείτο της συνειδήσεως των πραττομένων, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας διάγνωσης της ουσίας και του περιεχομένου των διαθηκών και σύλληψης της σημασίας των επιμέρους διατάξεών τους, παρουσίαζε δε και διανοητική διαταραχή, η οποία περιόριζε αποφασιστικά τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής της με λογικούς υπολογισμούς και την καθιστούσε αδύναμη να αντισταθεί σε υποβολή προερχόμενη από πρόσωπα του στενού περιβάλλοντός της, από τα οποία εξαρτιόταν άμεσα ενόψει της ιδιαίτερα βεβαρημένης υγείας της και της μεγάλης ηλικίας της, που την καθιστούσαν ανίκανη να αυτοεξυπηρετηθεί. Εξαιτίας της κατάστασής της αυτής η διαθέτιδα, ακόμη έστω και αν ενδεχομένως είχε συναίσθηση ότι συντάσσει διαθήκη -δεδομένου ότι ο μάρτυρας της ενάγουσας κατάθεσε ότι παρουσίαζε και διαλείψεις-, δεν μπορούσε να έχει επίγνωση της σημασίας και του περιεχομένου των διαθηκών αυτών και των συνεπειών τους, δοθέντος ότι έλλειψη συνείδησης υφίσταται και όταν ελλείπει στο πρόσωπο η δύναμη διάγνωσης της ουσίας και του περιεχομένου της επιχειρούμενης πράξης και των συνεπειών που απορρέουν από αυτήν, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνειδήσεως και πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου ή αποκλεισμός της ελεύθερης βούλησης, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Το ανωτέρω συμπέρασμα, ενισχύεται και από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι, κατά την κοινή πείρα, δεν συνάδει προς άτομο, το οποίο έχει συνείδηση των πραττομένων του και δεν στερείται της χρήσης του λογικού του, να προβαίνει στη σύνταξη συνολικά πέντε διαθηκών, σε μικρή σχετικά χρονική απόσταση μεταξύ τους, ήτοι στις 7-7-2004, 1-2-2006, 26-7-2007, 8-7-2008 και 15-10-2008, με τις οποίες να αλλάζει κάθε φορά βούληση και εναλλασσόμενα να τιμά τα ίδια πρόσωπα του στενού περιβάλλοντός του επί δεκαετιών, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για την εν λόγω διαφοροποίηση της βούλησής του. Ειδικότερα, κατά τα προαναφερθέντα, η προέβη στις 7-7-2004, όταν ακόμα είχε πλήρη συνείδηση των πραττομένων της και δεν παρουσίαζε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, στη σύνταξη της υπ. αριθ. δημόσιας διαθήκης της ενώπιον της Συμβολαιογράφου, με την οποία διατυπώνεται η σαφής βούλησή της να τιμήσει τόσο την ενάγουσα και τον υιό της (σε περίπτωση που η ενάγουσα δεν θα βρισκόταν εν ζωή κατά το χρόνο θανάτου της), όσο και την πρώτη εναγομένη και την τρίτη εναγομένη, θυγατέρα της δεύτερης εναγομένης. Ωστόσο στη συνέχεια προέβη στη σύνταξη των προσβαλλόμενων διαθηκών της, με τις οποίες κατά τα ανωτέρω αποκλείει από την εκ διαθήκης διαδοχή την ενάγουσα ανιψιά της και μοναδική (εξ αγχιστείας) συγγενή της και τιμά είτε από κοινού, είτε εναλλασσόμενα, την πρώτη εναγομένη, τη δεύτερη εναγομένη και την τρίτη εναγομένη. Όπως δε προαναφέρθηκε, η διαθέτιδα προέβη στη σύνταξη εκάστης προσβαλλόμενης δημόσιας διαθήκης στην οικία της, ενώπιον διαφορετικού κάθε φορά συμβολαιογράφου, επιλογής προφανώς των προσώπων που υπέβαλλαν σε αυτή τόσο τη σύνταξη εκάστης διαθήκης, όσο και του περιεχομένου αυτής.