Δρ. Αλεξάνδρα Δ. Πενταράκη BA, MSc, PhD, CPsychol, AFBPsS
Κλινική Ψυχολόγος & Νευροψυχολόγος Παιδιών & Ενηλίκων-Ψυχοθεραπεύτρια – Λέκτορας Ψυχολογίας στο Βρετανικό Πανεπιστήμιο της Αιγύπτου – Εγγεγραμμένη Δικαστική Πραγματογνώμων σε Ελληνικά Δικαστήρια, Ευρωπαικά Δικαστήρια & στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης
Στοιχεία επικοινωνίας: brainmattersinstitute@windowslive.com
Λέξεις κλειδιά: γνωστική διαταραχή, νευρολογική διαταραχή, άνοια, κατάθλιψη, παραλήρημα, άρθρο 131 εδ. γ΄ΑΚ, νευροψυχολογική εξέταση, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, μνήμη, αποζημίωση, παιδί
Α. Εισαγωγή
Η κρανιοεγκεφαλική κάκωση (ΚΕΚ) είναι το τραύμα που προκαλείται μετά από βίαιη άσκηση δύναμης στο κρανίο και στον εγκέφαλο. H κρανιοεγκεφαλική κάκωση μπορεί να προκύψει μετά από εκτεταμένη βλάβη του εγκεφάλου με ή χωρίς κάταγμα του κρανίου. Η σοβαρότητα της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης δεν φαίνεται από το εξωτερικό τραύμα, αλλά κυρίως από τα συμπτώματα. Κάθε κτύπημα στο κεφάλι, χαρακτηρίζεται ως κρανιοεγκεφαλική κάκωση, όταν προκαλεί εξωτερική κάκωση, δυνητικό τραύμα στο κρανίο, δυνητική κάκωση του εγκεφάλου, υποσκληρίδιο αιμάτωμα. Ακόμη και η εισχώρηση ενός αντικειμένου στο κρανίο χαρακτηρίζεται ως κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Οι πιο συνήθεις αιτίες κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης μπορεί να προκύψουν από ένα τροχαίο ατύχημα, πτώση από ύψος, εργατικά ατυχήματα, ξυλοδαρμό, τραυματισμό κατά τη διάρκεια άθλησης, πτώση αντικειμένου στο κεφάλι. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 47% των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων αφορούν μικρά παιδιά και ηλικιωμένους που πέφτουν από κάποιο σημείο και κτυπούν στο κεφάλι. Το 65% των εγκεφαλικών κακώσεων προέρχεται από αυτοκινητιστικά ατυχήματα, το 15%-20% προέρχονται από ατυχήματα με μηχανή και το 10% προέρχεται από ατυχήματα με ποδήλατο. Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις από επιθέσεις, συμπεριλαμβανόμενων της παιδικής κακοποίησης, ανέρχονται σε ποσοστό 9%[1]. Το μετακακωσικό σύνδρομο, αφορά την περίπτωση που το άτομο παρουσιάζει ένα σύνολο από συμπτώματα που εμφανίζονται συνήθως μετά από μια μετρίου ή και σοβαρού βαθμού κάκωση κεφαλής και που μπορεί να περιλαμβάνει δυσκολίας συγκέντρωσης, διαταραχές της διάθεσης και του συναισθήματος.
Τα ατυχήματα που γίνονται και προκαλούν σημαντική γνωστική δυσλειτουργία και σε πολλές περιπτώσεις και διανοητική διαταραχή, όπως γίνεται στην περίπτωση κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων σε αυτοκινητιστικά ατυχήματα, σε ξυλοδαρμούς, σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και έχουν τόσο νομικές κυρώσεις όσο και χρηματικές αποζημιώσεις αποτελούν ένα πεδίο με πολλές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τόσο οι νομικοί, τα δικαστήρια όσο και οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι πραγματογνώμονες-νευροψυχολόγοι.
Μια από τις λίγες έρευνες που υπάρχουν στην Ελλάδα και αφορά την καταγραφή των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων έδειξε ότι ανάμεσα στα 1785 περιστατικά ενήλικων ασθενών με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις που νοσηλεύτηκαν στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γ.Ν. Σπάρτης για το χρονικό διάστημα 2005-2010, το 60,3% ήταν άνδρες με μέση ηλικία 47,33 έτη και το 39,7% ήταν γυναίκες με μέση ηλικία 52,89 έτη. Όσον αφορά την κατάταξη των αιτιών των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων καταγράφεται ότι η μέση ηλικία των ατόμων που προσήλθαν στο νοσοκομείο λόγω ξυλοδαρμού ήταν 39,62 έτη, των ατόμων που προσήλθαν λόγω τροχαίου ατυχήματος 41,07 έτη, των ατόμων που προσήλθαν λόγω θλάσης 51,07 έτη, ενώ των ατόμων που προσήλθαν λόγω πτώσης 60,89 έτη[2].
Τα παιδιά επίσης παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων με τη Διεθνή βιβλιογραφία να αναφέρει ότι η κύρια αιτία θανάτου στην παιδική ηλικία είναι το παιδικό τραύμα με συμμετοχή ειδικότερα κατά 60% των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων. Υπολογίζεται ότι περίπου 25% των παιδιών και των νέων με επίκτητη εγκεφαλική βλάβη χρειάζεται αποκατάσταση. Εξαιτίας της πλαστικότητας του εγκεφάλου οι νεαρές ηλικίες μπορούν να βοηθηθούν ως προς την ανάκαμψη της εγκεφαλικής λειτουργίας μέσα από ένα πρόγραμμα αποκατάστασης[3].
Η κατάλληλη εξέταση της ψυχικής και νοητικής ικανότητας του ατόμου μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα, όπου το άτομο είχε κρανιοεγκεφαλική βλάβη, μπορεί να γίνει αξιόπιστα και έγκυρα μέσα από την νευροψυχολογική εκτίμηση και μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά το δικαστήριο αφού μπορεί να παρέχει σημαντικές πληροφορίες, όπως: α) για το πόσο έχει επηρεαστεί η λειτουργικότητα του ατόμου μετά το ατύχημα, β) να εντοπίσει τις αιτίες της μη λειτουργικότητας του ατόμου, όπως την ύπαρξη νοητικής, ψυχικής ή νευρολογικής διαταραχής εξαιτίας του ατυχήματος, γ) να αναλύσει και να προσδιορίσει την ψυχική/συναισθηματική κατάσταση του ατόμου μετά το ατύχημα, δ) να εξετάσει την πορεία και την περιοδικότητα της ψυχικής ή νευρολογικής διαταραχής από την οποία πάσχει το άτομο μετά το ατύχημα. Ο στόχος του παρόντος άρθρου είναι να αναλύσει τα παραπάνω θέματα και να αναδείξει σημαντικές πτυχές που θα πρέπει να εξετάζονται σε τέτοιες υποθέσεις που φτάνουν στο δικαστήριο και απαιτούν χρηματικές αποζημιώσεις.
Β. Η σημασία της λειτουργικής αξιολόγησης του ατόμου
Η λειτουργική εξέταση που γίνεται μέσα σε ένα νομικό πλαίσιο (π.χ. η εντολή να πραγματοποιηθεί μια πραγματογνωμοσύνη που αφορά την ψυχική και νοητική υγεία του ατόμου) αφορά την αξιολόγηση της ικανότητας του ατόμου να διεκπεραιώσει μια σειρά από δεξιότητες όπως το να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του και να κατανοήσει πληροφορίες που παρέχονται από εκείνον, να επικοινωνήσει με το δικαστήριο και οποιονδήποτε άλλο φορέα που αναμιγνύεται σε τέτοιες υποθέσεις ακόμη και το κράτος.
Θα πρέπει να τονιστεί σε αυτό το σημείο η διαφοροποίηση της λειτουργικής εξέτασης του ατόμου από την κλινική εξέτασή του. Η λειτουργική αξιολόγηση αφορά την εξέταση μιας σειράς από βασικές λειτουργίες που επηρεάζονται κατά την εμφάνιση και την πορεία μιας νευρολογικής ή /και ψυχικής διαταραχής όπως την ικανότητα του ατόμου να εκτελεί καθημερινές δραστηριότητες, βασικές και περίπλοκες, όπως την αυτό-εξυπηρέτηση και τη διαχείριση των οικονομικών του αντίστοιχα. Για παράδειγμα, η προοδευτική απώλεια της ικανότητας του ατόμου να διεκπεραιώνει τις καθημερινές του δραστηριότητες (γνωστή ως λειτουργική αναπηρία) αποτελεί ένα από τα πρωτεύοντα σημεία της έναρξης της άνοιας [4]. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε περιπτώσεις όπου το άτομο είχε σοβαρή κρανιοεγκεφαλική βλάβη (η οποία ορίζεται με την έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα ή με την εμφάνιση αμνησίας που διαρκεί περισσότερο από 24 ώρες) το άτομο εμφάνισε αργότερα στην ζωή του άνοια (επίκτητη άνοια). Τα άτομα που έχουν σοβαρή κρανιοεγκεφαλική βλάβη στην ενήλικη ζωή τους έχουν 2-4 φορές περισσότερη πιθανότητα να εκφράσουν άνοια στην μετέπειτα ζωή τους, ενώ υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι η ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση δεν συνδέεται με την εμφάνιση άνοιας[5],[6].
Η λειτουργική εκτίμηση περιλαμβάνει και τη συνέντευξη με άτομα του κοντινού περιβάλλοντος ή της οικογένειάς του ατόμου, ακόμη και των δικηγόρων του ατόμου, κατά την διάρκεια της οποίας συλλέγονται πληροφορίες για τις ικανότητες του ατόμου πριν και μετά το ατύχημα. Οι παραπάνω συνεντεύξεις και οι πληροφορίες που συλλέγονται συγκρίνονται μεταξύ τους και διεξάγονται τα κατάλληλα συμπεράσματα για την λειτουργικότητα του ατόμου. Η εμφάνιση επίσης σωματικών ασθενειών μπορεί επίσης να χρήζουν εκτίμησης διότι πολλές από αυτές μπορεί να επιφέρουν γνωστικές και ψυχο-συναισθηματικές δυσλειτουργίες.
Γ. Η κλινική αξιολόγηση της ψυχικής και νοητικής λειτουργίας του ατόμου
Η κλινική αξιολόγηση της ψυχικής υγείας του ατόμου η οποία γίνεται μετά την εξέταση της λειτουργικότητας του αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εξέτασης του ατόμου εφόσον έχουν εντοπιστεί σοβαρές ενδείξεις ότι η λειτουργικότητά του εγείρει ανησυχίες για την νοητική και ψυχική ικανότητά του. Επίσης, η εξέταση της ψυχικής και νοητικής λειτουργίας του ατόμου μπορεί να προσφέρει σημαντικές και χρήσιμες πληροφορίες για το δικαστήριο σχετικά με τις αιτίες αυτών των δυσλειτουργιών. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη ψυχολογικών ή /και νευρολογικών διαταραχών μπορούν να εξηγήσουν τις αιτίες για την δυσλειτουργία του ατόμου και οι οποίες μπορούν να αξιολογηθούν κατά τη διάρκεια μιας ενδελεχούς νευροψυχολογικής εξέτασης.
Συγκεκριμένα, ο νευροψυχολόγος καλείται να εξετάσει: α) το εάν το άτομο πάσχει από μια διαταραχή της συνείδησης ή του εγκεφάλου ή εάν υπάρχει ένα είδος διαταραχής που επηρεάζει τον τρόπο που λειτουργεί η συνείδηση ή ο εγκέφαλος. Η δυσλειτουργία του ατόμου μπορεί να οφείλεται σε ψυχολογικές διαταραχές όπως η ψύχωση και άλλα σχετικά σύνδρομα, τις παραληρητικές ιδέες, τη διπολική διαταραχή με ή χωρίς ψυχωτικά χαρακτηριστικά καθώς και την μείζων καταθλιπτική διαταραχή. Παρόλα αυτά μια προσεκτική αναδρομική ανάλυση της νοητικής και ψυχικής κατάστασης του ατόμου πριν το ατύχημά του θα πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατόν και η οποία, όσο δύσκολή και εάν είναι, θα βοηθήσει στον προσδιορισμό της παρούσας συναισθηματικής και νοητικής υγείας του ατόμου.
Επίσης, συγκεκριμένες νευρολογικές διαταραχές μπορεί να αποτελούν την αιτία για τη δυσλειτουργία που μπορεί να παρουσιάζει το άτομο μετά από μια κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Μια πάθηση που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ικανότητα του ατόμου και μπορεί να οφείλεται σε οργανικότητα ή όχι είναι το παραλήρημα (π.χ. μπορεί κάποιος να έχει παραλήρημα όχι μόνο εξαιτίας μιας οργανικής πάθησης αλλά και μετά από μια εγχείρηση ή μετά από μια εγκεφαλική κάκωση, εγκεφαλικό, υπερβολικό άγχος, απώλεια ύπνου ανάμεσα σε άλλα)[7]. Η αξιολόγηση του παραληρήματος και ειδικά όταν αυτή εντοπίζεται σε ιατρικά αρχεία και μέσα στα πλαίσια μιας μεταγενέστερης ανάλυσης της ψυχικής υγείας του ατόμου, είναι μια δύσκολη υπόθεση διότι πολλές φορές δεν αξιολογείται σωστά ή και καθόλου από το ιατρικό προσωπικό. Συγκεκριμένα, οι καταγραφές μέσα στο νοσοκομείο γίνονται γρήγορα και σύμφωνα με την κλινική εντύπωση χωρίς να βασίζονται σε συγκεκριμένες νευροψυχολογικές δοκιμασίες ή εργαλεία και δίνουν έμφαση στην αξιολόγηση του προσανατολισμού και όχι σε άλλες γνωστικές δυσλειτουργίες που προσδιορίζουν τη διάγνωση του παραληρήματος όπως τα ελλείμματα στη συγκέντρωση/προσοχή. Η εκτίμηση του κλινικού ότι ο ασθενής ήταν σε εγρήγορση και ήταν προσανατολισμένος πολλές φορές δεν είναι αρκετή για να προσδιοριστεί ότι το άτομο ήταν υγιές, ενώ θα έπρεπε να γίνεται ο έλεγχος της συγκέντρωσης/προσοχής και της μνημονικής λειτουργίας.
β) εάν είναι μόνιμη η διαταραχή αυτό σημαίνει ότι έχει επηρεαστεί σημαντικά η ικανότητά του για λήψη απόφασης, γ) εάν έχει επηρεαστεί η ικανότητα του ατόμου για ενσυναίσθηση, δηλαδή το εάν το άτομο διαθέτει τον κατάλληλο βαθμό ενσυναίσθησης και κατανόησης του προβλήματός του (της δυσκολίας του και σε σχέση με τα θέματα τα οποία θα πρέπει να βοηθηθεί πιθανώς για να λάβει μια απόφαση), δ) εάν η οποιαδήποτε διαταραχή είναι προσωρινή ή μόνιμη.
Έπειτα, ο νευροψυχολόγος καλείται να προσδιορίσει το είδος της γνωστικής δυσλειτουργίας που μπορεί να έχει προκληθεί ως αποτέλεσμα του ατυχήματος και της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης καθώς και το μέγεθος της γνωστικής βλάβης. Η ενδελεχής αξιολόγηση της γνωστικής λειτουργίας είναι απαραίτητη και θα πρέπει να περιλαμβάνει την εκτίμηση της γενικής νοημοσύνης (και την εκτίμηση της γενικής νοημοσύνης πριν το ατύχημα και την κρανιοεγκεφαλική κάκωση), την μνημονική λειτουργία, την εκτελεστική λειτουργία, την γλωσσική ικανότητα (εάν υπάρχουν ενδείξεις για αφασία ή όχι), την αντιληπτικότητα.
Σε συνδυασμό με την εξέταση της γνωστικής λειτουργίας ο νευροψυχολόγος θα πρέπει να κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις που εξετάζουν την ικανότητα του ατόμου να αντιληφθεί τη νομική διάσταση της χρηματικής του αποζημίωσης και της απαίτησής του. Συγκεκριμένα, ο ειδικός εξετάζει την ικανότητα του ατόμου να αντιληφθεί την απαίτησή του νομικά, καθώς και τη φύση των θεμάτων που μπορεί να μην έχουν επιλυθεί μεταξύ των δυο πλευρών, τον ρόλο των δικηγόρων του και τον ρόλο του δικηγόρου της άλλης πλευράς, τον ρόλο του δικαστή και το τι μπορεί να συμβεί εάν η υπόθεσή του οδηγηθεί στο δικαστήριο.
Δ. Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στα παιδιά
Τα παιδιά και οι έφηβοι παρουσιάζουν πολλές διαφορές με τους ενήλικες ως προς τη λειτουργική και κλινική εξέτασή τους, καθώς και την ανοχή των τραυμάτων τους. Επίσης, το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα και η φυσιολογία του λειτουργεί διαφορετικά από ότι των ενηλίκων και αυτό επηρεάζει τον χρόνο αποκατάστασης. Ο χρόνος που απαιτείται για την τελική αποκατάσταση ενός παιδιού είναι μέχρι και 2 χρόνια ενώ σε έναν ενήλικα απαιτούνται συνήθως μέχρι και 6 μήνες[8]. Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις παιδιών διαφέρουν όσον αφορά την αιτιολογία τους όπως α) την κακοποίηση σε νεογνά, βρέφη και μικρά παιδιά, β) την πτώση των νεογνών, βρεφών και μικρών παιδιών, γ) τα τροχαία ατυχήματα, δ) τους σπασμούς, ε) τις κακώσεις κρανιοεγκεφαλικής περιοχής οι οποίες αποτελούν συχνή περίπτωση μέχρι την ηλικία 10-12 ετών, αφού ο αυχένας είναι σχετικά χαλαρός σε σχέση με το βάρος της κεφαλής. Έτσι μπορεί να προκληθεί αιμορραγία ή έμφρακτο στο νωτιαίο μυελό, ζ) Τα χωροκατακτητικά αιματώματα τα οποία εμφανίζονται σε ποσοστά 20-22% των περιπτώσεων, με το διάχυτο εγκεφαλικό οίδημα λόγω εγκεφαλικής υπεραιμίας να αποτελεί το 50-70% αυτών των περιπτώσεων. Αντιθέτως, στους ενήλικες τα ποσοστά αυτά είναι ακριβώς αντίστροφα, η) τον βαθμό της κάκωσης αφού ένα σημαντικό ποσοστό των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων στα παιδιά χαρακτηρίζονται ως μια ελαφριά κάκωση. Αυτές παρουσιάζουν αμφισβητούμενο και κυμαινόμενο μετατραυματικό κώμα και δε χρειάζονται νοσηλεία στη Μ.Ε.Θ. Οι σοβαρές κακώσεις παραπέμπουν σε νοσηλεία στη Μ.Ε.Θ. για τη λήψη γενικών μέτρων υποστήριξης και ειδικών χειρισμών του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος[9].
Ε. Η λειτουργική και κλινική αξιολόγηση της νοητικής και ψυχικής λειτουργίας των παιδιών
Όπως και στους ενήλικες έτσι και στα παιδιά η ύπαρξη συγκεκριμένων συμπτωμάτων τόσο στο λειτουργικό, γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο καθοδηγούν τον νευροψυχολόγο ως προς την λειτουργική και κλινική αξιολόγηση της νοητικής και ψυχικής λειτουργίας ενός παιδιού με κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Ο νευροψυχολόγος θα καθορίσει την εκτίμησή του, το είδος και το χρονικό εύρος αυτής, σύμφωνα με τους κλινικούς δείκτες που θα παρατηρήσει όπως την σοβαρότητα των επί μέρους συμπτωμάτων και καθημερινών δυσκολιών. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ειδικός θα πρέπει να λάβει υπόψη του το γνωστικό εξελικτικό στάδιο που βαδίζει το παιδί, σε αντίθεση με τους ενήλικες, το πόσο το στάδιο αυτό επηρεάζει την λειτουργικότητα του παιδιού τόσο νοητικά όσο και στην καθημερινότητά του, και να το συγκρίνει με τις γνωστικές και λειτουργικές δυσκολίες που βιώνει το παιδί και τις οποίες απέκτησε μετά την κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Η ενδελεχής κλινική αξιολόγηση της γνωστικής λειτουργίας του παιδιού θα πρέπει επίσης να πραγματοποιηθεί όπως η εκτίμηση της μνήμης, της προσοχής/συγκέντρωσης, της εκτελεστικής λειτουργίας, της γλωσσικής ικανότητας. Ιδίως στις περιπτώσεις όπου το παιδί πηγαίνει στο σχολείο, θα πρέπει να εκτιμηθούν οι πιθανές μαθησιακές και συμπεριφορικές δυσκολίες που μπορεί να βιώνει και να αναπτυχθεί το κατάλληλο πρόγραμμα αποκατάστασης αυτών των δυσκολιών[10].
ΣΤ. Συμπέρασμα
Η αξιολόγηση της νοητικής και ψυχικής λειτουργίας του ενήλικα και του παιδιού με κρανιοεγκεφαλική κάκωση είναι μια περίπλοκη διαδικασία η οποία απαιτεί γνώσεις κλινικής ψυχολογίας, γνωστικής ψυχολογίας, εξελικτικής ψυχολογίας, νευροεπιστήμης και νευροψυχολογίας. Η αξιολόγηση της γνωστικής λειτουργίας, της προσωπικότητας, της πιθανής ψυχοπαθολογίας, της λειτουργικότητας του ενήλικα και του παιδιού περιλαμβάνει τόσο την κλινική συνέντευξη όσο και την χρήση αξιόπιστων και έγκυρων νευροψυχολογικών και ψυχομετρικών δοκιμασιών. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία το 2014[11], 2.87 εκατομμύρια άνθρωποι καταλήξανε σε μια Μ.Ε.Θ. με κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Πολλά από αυτά τα ατυχήματα παίρνουν το δρόμο της δικαιοσύνης με χρηματικές αποζημιώσεις και απαιτήσεις. Η νευροψυχολογική εκτίμηση μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά προς το δικαστήριο ως προς το είδος και τον βαθμό της νοητικής και ψυχικής δυσλειτουργίας, διαταραχής ή βλάβης που έχει επέλθει από την κρανιοεγκεφαλική κάκωση σε παιδιά και σε ενήλικες.
[1]Centers for Disease Control and Prevention, 2014, Retrieved from https://www.cdc.gov/traumaticbraininjury/get_the_facts.html
[2]Γκιουζέλη Γ./Τσιρώνη Μ./Κατσαραγάκης Σ./Σαχλάς Α./Βασιλόπουλος Γ./Ζυγά Σ., Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις κατά τη χρονική περίοδο 2005-2010 στο νομό Λακωνίας. Το Βήμα του Ασκληπιού, 2013, 12 (4), σ. 441-458.
[3]Tal G./Tirosh E., Rehabilitation of Children With Traumatic Brain Injury: A Critical Review. Pediatric Neurology, 2013, 48, pp. 424-431.
[4]Chaves M. L./ Godinho C. C./ Porto C. S./ Mansur L./ Carthery-Goulart M. T./ Yassuda, M. S./ Beatο R., Cognitive, functional and behavioral assessment: Alzheimer’s disease. Dementia & Neuropsychologia, 2011, 5(3), pp. 153-166.
[5]Ramalho, J./ Castillo M., Dementia resulting from traumatic brain injury. Dementia & neuropsychologia, 2015, 9, pp. 356-368.
[6]Shively S./ Scher A. I./ Perl D. P./ Diaz-Arrastia R., Dementia resulting from traumatic brain injury: what is the pathology? Archives of neurology, 2012, 69(10), pp. 1245-1251.
[7]Peisah, C./ Shulman K., Testamentary capacity. In Demakis G. J., Civil capacities in clinical neuropsychology: Research findings and practical applications, Oxford: Oxford University Press, 2012, Ed., pp. 95-120.
[8]Μπεκριδέλης Α., Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Θέματα Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής, 1999, 9 (18,19), σ. 132-143.
[9]Μπεκριδέλης Α., Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Θέματα Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής, 1999, 9 (18,19), σ. 132-143.
[10]Ewing-Cobbs L./ Fletcher J.M., Neuropsychological assessment of head injury in children. Journal of Learning Disabilities, 1987, 20(9), pp. 526-535.
[11]Centers for Disease Control and Prevention, 2014, Retrieved from https://www.cdc.gov/traumaticbraininjury/get_the_facts.html