ΑΠ 1404/2008
Αντιπρόεδρος: Γεώργιος Καλαμίδας
Αρεοπαγίτες: Ρένα Ασημακοπούλου, Ιωάννης Ιωαννίδης (εισηγητής), Χαράλαμπος Ζώης, Αθανάσιος Κουτρουμάνος
Δικηγόροι: Aθανάσιος Καλογιάννης, Εμμανουήλ Γιαννακάκις
Ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως. Αμέλεια του ιατρού που δεν ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ιατρικής αμέλειας και αποτελέσματος. Δεν υπόκειται στον έλεγχο του ΑΠ ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του 932 ΑΚ ως πραγματικό περιστατικό που επαφίεται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ασθενής έπασχε εκ γενετής από σημαντική πτώση του άνω βλεφάρου του δεξιού οφθαλμού.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι καθίσταται νεφελώδης ο δικανικός συλλογισμός και το σκεπτικό του δικαστηρίου κωλύοντας τον αναιρετικό έλεγχο κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Πρόκειται για παράβαση ουσιαστικής διάταξης του αστικού δικαίου εκ πλαγίου και όχι ευθέως αλλιώς έλλειψη νομίμου βάσεως.
Εν προκειμένω το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε την ένδικη αγωγή, περί αποζημιώσεως της αναιρεσιβλήτου εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς του εναγομένου αναιρεσείοντος αφού δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Αύγουστο του 1999 η ενάγουσα Β επισκέφτηκε τον εναγόμενο, πλαστικό χειρούργο Π και τον ενημέρωσε ότι έπασχε εκ γενετής από σημαντική πτώση του άνω βλεφάρου του δεξιού οφθαλμού, προς αποκατάσταση της οποίας είχε υποβληθεί σε δύο ανεπιτυχείς εγχειρήσεις στο παρελθόν. Στο τέλος συμφώνησε μαζί του να υποβληθεί στις 6.9.1999 σε νέα βλεφαροπλαστική εγχείρηση στο δεξιό οφθαλμό και πράγματι τη μέρα αυτή χειρουργήθηκε από τον Π σε ιδιωτικό θεραπευτήριο στην Αθήνα με τοπική αναισθησία και την τεχνική της πρόσθιας προσπέλασης. Η Β επέστεψε στην οικία της την ίδια μέρα έχοντας λάβει από τον εναγόμενο Π οδηγίες για θεραπευτική αγωγή, που έπρεπε να ακολουθήσει προληπτικά, συγκεκριμένα χρήση αλοιφής και αντιβιοτικού κολλυρίου ώστε να μην ξηραίνεται ο κερατοειδής και να λιπαίνεται ο οφθαλμός που παρέμενε 3-4 χιλιοστά ανοιχτός λόγω μετεγχειρητικού οιδήματος. Κατά τις επισκέψεις της ενάγουσας Β στον εναγόμενο Π κατά την μετεγχειρητική πορεία της, η Β παραπονείτο για πόνο στον δεξιό οφθαλμό όμως ο Π την καθησύχαζε αποδίδοντας το πόνο στο οίδημα στον οφθαλμό λόγω της εγχείρησης και συστήνοντας της την κατανάλωση παυσιπόνων lonarid.
Το εφετείο δέχτηκε επίσης ότι στο μεσοδιάστημα από την εγχείρηση μέχρι την τελευταία επίσκεψη της ενάγουσας ο πόνος γινόταν όλο και πιο έντονος. Η κλιμάκωση του πόνου ήταν γνωστή στον Π ο οποίος ωστόσο παρέμενε καθησυχαστικός εμμένοντας στην κατανάλωση των φαρμάκων lonarid χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στην τελευταία επίσκεψη της ενάγουσας στον ιατρό Π στις 20.9.1999 εκείνος ξαφνικά ανήσυχος την παρέπεμψε αμέσως στον γνωστό του οφθαλμίατρο Μ και αυτός αντίστοιχα στον συνάδερφό του Σ, ειδικό σε θέματα κερατοειδούς. Ο τελευταίος εξετάζοντας τη Β στις 21.9.1999 διεπίστωσε έλκος στο πάνω μέρος του κερατοειδούς και δημιουργηθέν εντρόπιο από το οίδημα λόγω της εγχείρησης. Λόγω της κατεπείγουσας φύσης της υπόθεσης διατάχτηκε η άμεση εισαγωγή της Β στο ίδιο ιδιωτικό θεραπευτήριο στην Αθήνα από τον εναγόμενο σε συνεννόηση με τον οφθαλμίατρο Σ. Εκεί η Β υποβλήθηκε σε επέμβαση στο βλέφαρο του δεξιού οφθαλμού, υπέστη τομή για να διορθωθεί το εντρόπιο καθ΄υπόδειξην του οφθαλμιάτρου Σ και της χορηγήθηκε αντιβίωση για την αντιμετώπιση της μόλυνσης. Ωστόσο η εγχείρηση δεν περάτωσε την ταλαιπωρία της Β η οποία επανερχόταν στο θεραπευτήριο για να της τοποθετεί ο εναγόμενος εξωτερικά ράμματα για να μην ακουμπούν οι βλεφαρίδες στον κερατοειδή. Επειδή τούτο είχε ως αποτέλεσμα να μην κλείνει ο οφθαλμός και να μένει εκτεθειμένος ο κερατοειδής η Β κατέφυγε στο Λονδίνο και υποβλήθηκε σε διορθωτική επέμβαση για να διορθωθεί το πρόβλημα στον ιατρό C .
Περαιτέρω δέχτηκε το εφετείο ότι το έλκος στον κερατοειδή προκλήθηκε από το μετεγχειρητικό εντρόπιο και από το εσωτερικό ράμμα στο άνω δεξιό βλέφαρο που ακουμπούσε στον κερατοειδή. Αποτέλεσμα του έλκους ήταν η μείωση της όρασης της ενάγουσας κατά 84%.
Κρίσιμα περιστατικά είναι αφ΄ ενός η εκ των προτέρων γνώση του εναγομένου για το βεβαρημένο ιστορικό της εναγούσης, αφ΄ ετέρου η αδράνειά του παρά τους πόνους της Β και την κλιμάκωση αυτών στο διάστημα από 9 μέχρι 20.9.1999 αντιμετωπίζοντας λανθασμένα την κατάσταση ως φυσιολογική.
Εκ των ανωτέρω το εφετείο συνήγαγε ότι η προαναφερόμενη σωματική βλάβη της ενάγουσας (απώλεια της όρασης κατά 84%) οφειλόταν σε αμέλεια του εναγομένου, ο οποίος δεν ενήργησε με βάση τους κανόνες της ιατρική επιστήμης, όπως δηλαδή θα ενεργούσε κάθε συνετός και επιμελής ιατρός υπό τις ίδιες συνθήκες ενώ όφειλε και μπορούσε να εξετάσει την Β και να αποτρέψει το αποτέλεσμα. Έτσι το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή και επιδίκασε στην Β 7.329,99 ευρώ ως θετική ζημία και 70.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου. Αμφισβητώντας την εν λόγω απόφαση, ο Π υποβάλλει αίτηση για αναίρεση στον ΑΠ στις 27.3.2007.
Το εν λόγω πόρισμα στο εφετείο εξήχθη με πλήρεις και όχι αντιφατικές αιτιολογίες. Οπότε ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που ο αναιρεσείων Π επικαλείται αναφέροντας αντίφαση στο χρόνο της εμφάνισης του έλκους και στα αίτιά του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κι αυτό γιατί το δικαστήριο θεώρησε παρά την απόκλιση σε λεπτομέρειες που δεν επηρεάζουν την υπαγωγή στο νόμο, ότι είναι ξεκάθαρα τα πραγματικά περιστατικά και ο αιτιώδης σύνδεσμός τους: Η παράλειψη του ιατρού προκάλεσε το έλκος και το έλκος προκάλεσε με τη σειρά του τη μείωση της όρασης, επομένως ο αλλεπάλληλος αιτιώδης σύνδεσμος προκύπτει ξεκάθαρα από τα πραγματικά περιστατικά χωρίς αοριστίες ή λογικές αντιφάσεις.
Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως προσάπτει ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση το εφετείο επιδικάζοντας χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην ενάγουσα υπερβολικά υψηλό ποσό (70.000 ευρώ) παραβίασε τη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος για το άρθρο 932 του ΑΚ) και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός κρίνεται ως απαράδεκτος διότι κατά τη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι κρίση περί πραγματικών περιστατικών και υπόκειται στα δικαστήρια της ουσίας. Δεν πρόκειται για υπαγωγή των πορισμάτων σε κάποια νομική έννοια ώστε να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως (αρ. 1 του άρθρου 559) είτε εκ πλαγίου(αρ. 19 του ίδιου άρθρου).
Ο τρίτος λόγος αναίρεσης στηρίχθηκε στο ότι η συγκεκριμενοποίηση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος ιατρού αφορά πράγματα που λήφθηκαν υπόψη από το εφετείο χωρίς να προταθούν υπό την έννοια του αρ. 8 περ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ διότι η αμέλεια του ιατρού προέκυψε από τις αποδείξεις και όχι από την αγωγή. Ωστόσο τα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία ως προς την εξειδίκευση της αμέλειας δεν συνιστούν πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ώστε να χρήζει εφαρμογής το ανωτέρω άρθρο. Έτσι ο ΑΠ έκρινε αβάσιμο τον τρίτο λόγο αναιρέσεως.
Υπό τα δεδομένα αυτά απέρριψε την αίτηση του Π για αναίρεση της υπ αρθμόν 8384/06 του Εφετείου Αθηνών.