skip to Main Content
Ιατρική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών

*Προδημοσίευση του άρθρου από τον Τόμο που πρόκειται να δημοσιευτεί με τα Πρακτικά των Εισηγήσεων του Συνεδρίου του Αγίου Σάββα “Τα νέα φάρμακα στην τεχνολογία”

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Β. ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

ΙΙ. ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΙΙΙ. ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

IV. ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ

Γ. ΙΑΤΡΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

ΙΙ. ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΙΙΙ. ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

IV. ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ – ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

α. Ποινική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ανειδίκευτων/ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και μη ενημέρωσης των ειδικευμένων ιατρών.

i) Ποινική ευθύνη ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης.

ii) Ποινική ευθύνη ανειδίκευτων/ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και μη ενημέρωσης των ειδικευμένων ιατρών.

iii) Απαλλαγή από την ποινική ευθύνη ειδικευόμενων ιατρών

β. Ποινική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ειδικευμένων ιατρών και ανειδίκευτων/ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και εσφαλμένης αντιμετώπισης επείγοντος περιστατικού.

i) Ποινική ευθύνη ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και μη ενημέρωσης των ειδικευμένων ιατρών – ποινική ευθύνη ειδικευμένων εφημερευόντων ιατρών λόγω αδικαιολόγητης απουσίας τους.

ii) Ποινική ευθύνη ειδικευμένων ιατρών και ειδικευόμενων ιατρών λόγω μη διάγνωσης και εσφαλμένης αντιμετώπισης επείγοντος περιστατικού.

γ. Ποινική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ειδικευμένων ιατρών, λόγω μη προσέλευσής τους, καίτοι ειδοποιήθηκαν, ενώ βρίσκονταν σε κατάσταση ετοιμότητας (εφημερία on call).

δ. Ποινική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ειδικευμένων ιατρών λόγω ιατρικού σφάλματος.

i) Ποινική ευθύνη ειδικευμένων ιατρών λόγω παραπομπής επείγοντος περιστατικού σε άλλο νοσοκομείο.

ii) Ποινική ευθύνη ειδικευμένων εφημερευόντων ιατρών και ειδικευμένου ιατρού, που καίτοι δεν εφημέρευε, επελήφθη εν τοις πράγμασι επείγοντος περιστατικού, λόγω εσφαλμένης διάγνωσης.

iii) Ποινική ευθύνη ειδικευμένων ιατρών λόγω ιατρικού σφάλματος εν γένει.

Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παροχή ιατρικής περίθαλψης στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών[1] παρουσιάζει ιδιαιτερότητες και εγγενείς δυσχέρειες. Κατά την εισαγωγή ασθενών στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών καθίσταται επιτακτική η παραχρήμα εκτίμηση της κατάστασης αυτών, ούτως ώστε να παρέχεται προτεραιότητα στα περιστατικά που χρήζουν άμεσης και ταχείας ιατρικής αντιμετώπισης, προς αποφυγή κινδύνου ζωής ή βλάβης της υγείας των ασθενών («διαλογή ασθενών»). Στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών κρίσιμος είναι ο ιδιαίτερα περιορισμένος χρόνος που οι ιατροί συνήθως έχουν στη διάθεσή τους να διαγνώσουν το πρόβλημα υγείας και τη σοβαρότητα αυτού, να ενημερώσουν τον ασθενή, προκειμένου αυτός να συναινέσει στη διενέργεια ενδεχομένως άμεσα αναγκαίας ιατρικής πράξης και εν συνεχεία να προβούν σε αυτή. Η διάγνωση και η στα πλαίσια αυτής αξιολόγηση του περιστατικού, ήτοι κατά πόσο πρόκειται για καταστάσεις απειλητικές για τη ζωή και την υγεία του ασθενούς, είναι κρίσιμη για την περαιτέρω αντιμετώπισή του.[2] Ωστόσο η διάγνωση ενδέχεται να δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι πολλές φορές δεν είναι δυνατή η λήψη του ιατρικού ιστορικού του ασθενούς, είτε γιατί ο ίδιος δεν είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές πληροφορίες, είτε γιατί τα πρόσωπα που ενδεχομένως τον συνοδεύουν δεν τις γνωρίζουν.[3]

Στις περιπτώσεις που παρίσταται ανάγκη άμεσης παρέμβασης, εμφαίνεται η σημασία του χρόνου ενέργειας. Ο ιατρός που αξιολογεί το περιστατικό κατά την εισαγωγή του ασθενούς στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ενδέχεται όμως να στερείται της εμπειρίας (πχ αγροτικός, ειδικευόμενος) ή της ειδικότητας που απαιτείται για τη διάγνωση και την αντιμετώπισή του και για το λόγο αυτό να καθίσταται επιβεβλημένη η άμεση παραπομπή του ασθενούς σε άλλο ιατρό του ιδίου ή άλλου νοσοκομείου. Η πίεση του χρόνου είναι ακόμα μεγαλύτερη σε νοσοκομεία που στερούνται προσωπικού, εξοπλισμού, υποδομής και μέσων (πχ Μονάδα Εντατικής Θεραπείας) και απαιτείται η διακομιδή του ασθενούς σε άλλο νοσοκομείο, το οποίο διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές, τα απαραίτητα μέσα και εξειδικευμένους ιατρούς για την αντιμετώπιση συγκεκριμένου περιστατικού. Ο χρόνος όμως που απαιτείται για την παραπομπή του ασθενούς είτε σε άλλο ιατρό είτε σε άλλο νοσοκομείο ενδέχεται να αποβεί μοιραίος για τη ζωή ή την υγεία του. Εναπόκειται δε στον επιληφθέντα ιατρό να σταθμίσει τις περιστάσεις και να αποφασίσει πάραυτα εάν θα πρέπει να ενεργήσει ο ίδιος, ακόμη και στερούμενος των σχετικών γνώσεων ή μέσων, ή εάν υφίστανται τα απαραίτητα χρονικά περιθώρια να πράξει διαφορετικά. Αναπόφευκτα επομένως η κατάφαση της ευθύνης, αστικής και ποινικής, του ιατρού θα διαφοροποιηθεί από τις περιστάσεις που αυτός κλήθηκε να αντιμετωπίσει και τα μέσα που διέθετε.[4]

Θέμα ιατρικής ευθύνης (αστικής – ποινικής) τίθεται εν γένει είτε σε περίπτωση μη ενημέρωσης (ή πλημμελούς ενημέρωσης) του ασθενούς, είτε σε περίπτωση διενέργειας ιατρικής πράξης χωρίς την ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς[5] ή κατόπιν πλημμελούς ενημέρωσης αυτού (ευθύνη για αυθαίρετη ιατρική πράξη), είτε σε περίπτωση ιατρικού σφάλματος (ιατρικό λάθος/αμέλεια).

Η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας και στελέχωσης του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών (Τ.Ε.Π.) των νοσοκομείων του ΕΣΥ ρυθμίζονταν από την Υπουργική Απόφαση Υ4α/οικ. 117448/2007 (Οργάνωση και τρόπος λειτουργίας και στελέχωσης του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών – Τ.Ε.Π. των νοσοκομείων του ΕΣΥ), όπως είχε τροποποιηθεί με την Υπουργική Απόφαση Υ4α/οικ. 91001/2009. Ωστόσο η Υπουργική Απόφαση Υ4α/οικ. 117448/2007 καταργήθηκε με την Υπουργική Απόφαση Υ4δ/Γ.Π.οικ. 22869/2012[6], η οποία ρυθμίζει πλέον τα ζητήματα που αφορούν τα Τ.Ε.Π. των νοσοκομείων του ΕΣΥ.

Τα τελευταία έτη καταβάλλεται προσπάθεια, μέσω και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, βελτίωσης εν γένει του συστήματος υγείας. Όσον αφορά δε ειδικότερα τα επείγοντα περιστατικά τίθεται εν προκειμένω το ζήτημα εάν θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές στο ισχύον καθεστώς αντιμετώπισής τους και ποιες πρέπει να είναι αυτές.

Ενόψει των ανωτέρω στην ανάπτυξη που θα ακολουθήσει εξετάζονται καταρχήν οι ιδιαιτερότητες της ενημερωμένης συναίνεσης του ασθενούς και του ιατρικού σφάλματος στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και η αντιμετώπισή τους από πλευράς τόσο του αστικού, όσο και του ποινικού δικαίου. Περαιτέρω, μέσω εκτενούς ανάλυσης της νομολογίας των ελληνικών – ποινικών κυρίως – δικαστηρίων, ενδεικνύονται τα μειονεκτήματα του ισχύοντος καθεστώτος παροχής ιατρικών υπηρεσιών στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και προσεγγίζεται το ζήτημα των αλλαγών που θα πρέπει να συντελεστούν για την βελτίωσή της.

B. ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ

I. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Για τη διενέργεια ιατρικής πράξης απαιτείται η παροχή της συναίνεσης του ασθενούς, αφού προηγηθεί ενημέρωση του ιδίου ή των νόμιμων αντιπροσώπων του.[7] Η υποχρέωση ενημέρωσης και λήψης της συναίνεσης του ασθενούς, απορρέουσα από το δικαίωμα του τελευταίου σεβασμού της προσωπικότητας και της αυτονομίας του, θεμελιώνεται στα άρθρα 2 παρ. 1 (σεβασμός και προστασία της αξίας του ανθρώπου), 5 (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας) και 7 παρ. 2 (προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας) του Συντάγματος, στα άρθρα 5 και 10 του ν. 2619/1998 (Σύμβαση του Οβιέδο), στο άρθρο 47 του ν. 2071/1992 (για τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς), στο άρθρο 57 ΑΚ, στο άρθρο 8 του ν. 2251/1994 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3587/2007) και στα άρθρα 11 και 12 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας).

ΙΙ. ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Από πλευράς αστικού δικαίου η μη ενημέρωση (ή η πλημμελής ενημέρωση) του ασθενούς, όπως επίσης και η διενέργεια ιατρικής πράξης χωρίς την ενημερωμένη συναίνεσή του (αυθαίρετη ιατρική πράξη), δημιουργούν ευθύνη του ιατρού προεχόντως για προσβολή της προσωπικότητάς του και δευτερευόντως ενδοσυμβατική ευθύνη ή ευθύνη από αδικοπραξία.[8]Ειδικότερα η μη ενημέρωση (ή η πλημμελής ενημέρωση) του ασθενούς συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του (ασθενούς). Ο προσβαλλόμενος δικαιούται να ζητήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον (άρθρο 57 παρ. 1 ΑΚ), αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 57 παρ. 2 και 914 επ. ΑΚ) και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (άρθρο 59 ΑΚ)[9], ακόμη και όταν δεν υπέστη βλάβη του σώματος ή της υγείας του.[10]

Η παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 10 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν. 2619/1998) πληροί την προϋπόθεση του παρανόμου κατ΄ άρθρο 914 ΑΚ και ο ιατρός υπέχει έναντι του ασθενούς αδικοπρακτική ευθύνη, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις της. Δεδομένου δε ότι παράνομη είναι μια πράξη που συνίσταται σε παράλειψη όχι μόνον όταν η επιχείρησή της επιβάλλεται από συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν επιβάλλεται από γενικές ρήτρες, όπως το δικαίωμα στην προσωπικότητα, η μη ενημέρωση (ή η πλημμελής ενημέρωση) του ασθενούς πληροί την προϋπόθεση του παρανόμου κατ΄ άρθρο 914 ΑΚ.[11]

Περαιτέρω η υποχρέωση ενημέρωσης και λήψης της συναίνεσης του ασθενούς πριν υποβληθεί σε ιατρική πράξη αποτελεί συμβατική υποχρέωση του ιατρού[12], συνιστά θετική παράβαση της σύμβασης ιατρικής αγωγής και σπουδαίο λόγο καταγγελίας της.[13] Η μη ενημέρωση (ή η πλημμελής ενημέρωση) του ασθενούς και η αυθαίρετη ιατρική πράξη (διενέργεια ιατρικής πράξης χωρίς την ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς ή κατόπιν πλημμελούς ενημέρωσής του) συνιστούν περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής [είτε όταν λόγω της παράλειψης ενημέρωσης (ή της πλημμελούς ενημέρωσης), επήλθε βλάβη της υγείας του ασθενούς, είτε όταν η αυθαίρετη ιατρική πράξη δεν διενεργήθηκε lege artis, δηλαδή σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και επέφερε βλάβες στο σώμα και στην υγεία του ασθενούς (ιατρικό σφάλμα), είτε όταν, παρόλο που διενεργήθηκε lege artis, επήλθε βλάβη του σώματος και της υγείας του ασθενούς] και ο ιατρός υπέχει έναντι του ασθενούς ενδοσυμβατική ευθύνη, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις της.[14]

Ωστόσο εισέτι δεν έχουν απασχολήσει την νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ζητήματα, τα οποία αφορούν αμιγώς ιατρική ευθύνη από τη διενέργεια ιατρικής πράξης χωρίς την ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς.[15]

ΙΙΙ. ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Σύμφωνα με την κρατούσα στο ελληνικό ποινικό δίκαιο άποψη[16] η ιατρική πράξη χωρίς την ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς συνιστά σωματική βλάβη ακόμα και αν ήταν επιτυχής[17], με την αιτιολογία ότι παραβιάζει τους κανόνες του ποινικού δικαίου και πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων κατά της ζωής και περί σωματικών βλαβών. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται μόνον με τη συναίνεση του ασθενούς, εφόσον (η ιατρική πράξη) αποβλέπει στη σωτηρία ή στη βελτίωση της κατάστασης της υγείας του.[18]

Η ανωτέρω άποψη αντικρούεται με το επιχείρημα ότι ο χαρακτήρας της ιατρικής πράξης ως σωματικής βλάβης αποκλείεται από το γεγονός ότι αυτή επιβάλλεται για ιατρικούς λόγους προς το συμφέρον του ασθενούς.[19] Η ιατρική επέμβαση που είναι σύμφωνη με τους παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis) δεν πληροί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης[20], δεδομένου ότι μια πράξη που ενεργείται προς όφελος της υγείας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βλάβη της, ενώ μια ενδεδειγμένη μεταχείριση του σώματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάκωση αυτού κατ΄ άρθρο 308 ΠΚ.[21]

Σύμφωνα με άλλη υποστηριζόμενη άποψη η ιατρική θεραπευτική επέμβαση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης, όμως ο άδικος χαρακτήρας του αποκλείεται λόγω του χαρακτήρα της επέμβασης ως κοινωνικά πρόσφορης πράξης.[22] Ο χαρακτήρας της επέμβασης ως κοινωνικά πρόσφορης προϋποθέτει την συναίνεση του παθόντος, διότι δεν συνάδει προς την ηθικοκοινωνική τάξη η επέμβαση του ιατρού στην σωματική ακεραιότητα και την προσωπική ελευθερία του ασθενούς εναντίον της βούλησής του.[23] Επισημαίνεται δε ότι σύμφωνα με το άρθρο 308 παρ. 2 ΠΚ η συναίνεση του παθόντος αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα μόνον της απλής σωματικής βλάβης[24] και καθώς οι περισσότερες ιατρικές πράξεις έχουν το χαρακτήρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, η συναίνεση του ασθενούς δεν μπορεί να λειτουργήσει ως λόγος αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα τους και συνεπώς ως ενιαίος λόγος αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα όλων των ιατρικών επεμβάσεων.[25]

Κατά της άποψης ότι η ιατρική πράξη χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς συνιστά σωματική βλάβη ακόμα και εάν ήταν επιτυχής, προβάλλεται επίσης το επιχείρημα ότι μετατρέπει την προσβολή της αυτονομίας επιλογών του ασθενούς σε παράνομη προσβολή του σώματος ή της υγείας του και επιρρίπτει το σύνολο του θεραπευτικού κινδύνου στον ιατρό, ανεξαρτήτως του εάν η ιατρική πράξη ήταν ενδεδειγμένη, καθώς και από οποιαδήποτε παράβαση εκ μέρους του ιατρού των κανόνων επιμελείας κατά την εκτέλεσή της.[26]

Κατά άλλη άποψη η αυτογνώμονη ενδεδειγμένη θεραπευτική επέμβαση δεν προσβάλλει το έννομο αγαθό της υγείας, αλλά της προσωπικής ελευθερίας του ασθενούς, με αποτέλεσμα όταν ο ιατρός εξαναγκάζει με σωματική βία τον ασθενή να ανεχθεί την ιατροχειρουργική επέμβαση να τελεί το έγκλημα της παράνομης βίας κατ΄ άρθρο 330 ΠΚ[27] (εφόσον κατά το άρθρο 13 παρ. δ΄ ΠΚ με βία εξισώνεται η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας με υπνωτικά ναρκωτικά ή άλλα μέσα, η πλημμελής ή ανύπαρκτη ενημέρωση, που ακυρώνει τη συναίνεση του ασθενούς σε ιατρική πράξη, θα πρέπει να επιφέρει και ποινική ευθύνη του ιατρού για παράνομη βία).

Κατά της ανωτέρω άποψης προβάλλεται το επιχείρημα ότι η ιατρική επέμβαση δεν στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράνομης βίας (330 ΠΚ), η πλήρωση της οποίας προϋποθέτει τη συνδρομή απειλής ή σωματικής βίας.[28] Η διεύρυνση της αντικειμενικής υπόστασης της παράνομης βίας για την κάλυψη των περιπτώσεων ιατρικών πράξεων μετά από πλημμελή ενημέρωση και συναίνεση του ασθενούς αποτελεί αναλογική εφαρμογή της διάταξης, η οποία απαγορεύεται στο ποινικό δίκαιο. Επιπροσθέτως επισημαίνεται ότι η πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της παράνομης βίας προϋποθέτει δόλο του δράστη, ενώ συνήθως στην περίπτωση της ιατρικής ευθύνης υπάρχει μόνον αμέλεια του ιατρού.[29]

Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων ορθά προτείνεται η δημιουργία ενός ιδιώνυμου εγκλήματος κατά της προσωπικής ελευθερίας, του εγκλήματος της αυτογνώμονης ιατρικής επέμβασης, δεδομένου ότι ο ιατρός που ενεργεί χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς, με την αυτογνώμονη ιατρική επέμβαση προσβάλλει την προσωπική ελευθερία του (ασθενούς).[30]

IV. ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ

Η ανάγκη άμεσης διάγνωσης και εφόσον παρίσταται αναγκαίο αντιμετώπισης επείγοντος προβλήματος υγείας έχει ως αποτέλεσμα, υπό προϋποθέσεις, να υποχωρεί ο σεβασμός προς την αυτοδιάθεση του ασθενούς, υπό την έννοια ότι η υποχρέωση ενημέρωσης και λήψης της συναίνεσής του υποχωρεί ενώπιον του κινδύνου της ζωής του ή αναπότρεπτης βλάβης της υγείας του.

Το άρθρο 8 ν. 2619/1998 (Σύμβαση του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική) ορίζει ότι «Όταν λόγω του επείγοντος της κατάστασης δεν δύναται να ληφθεί η δέουσα συναίνεση, επιτρέπεται να επιτελείται άμεσα κάθε ιατρικώς αναγκαία επέμβαση προς όφελος της υγείας του ενδιαφερόμενου ατόμου.». Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 α ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) «3. Κατ΄ εξαίρεση δεν απαιτείται συναίνεση: α) στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση και συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας, β) στην περίπτωση απόπειρας αυτοκτονίας ή γ) αν οι γονείς ανήλικου ή οι συγγενείς ασθενή που δεν μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να συναινέσει ή άλλοι τρίτοι, που έχουν την εξουσία συναίνεσης για τον ασθενή, αρνούνται να δώσουν την αναγκαία συναίνεση και υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενή.»

Συνακόλουθα των ανωτέρω στην περίπτωση ασθενούς που εισάγεται στο τμήμα επειγόντων περιστατικών είναι δυνατή η ιατρική επέμβαση, ακόμη και χωρίς την εκπεφρασμένη συναίνεσή του, εφόσον: 1) είναι αδύνατη η λήψη της συναίνεσής του (ασθενούς), είτε επειδή αυτός είναι αναίσθητος (πχ κατόπιν τροχαίου, λιποθυμίας) ή δεν έχει πλήρη επαφή με το περιβάλλον, είτε επειδή είναι πρόσωπο ανίκανο να συναινέσει και ο ιατρός δεν δύναται να έρθει σε επικοινωνία με το νόμιμο εκπρόσωπό του ή ο τελευταίος αρνείται να συναινέσει και 2) υφίσταται απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας, υπό την έννοια ότι από την οιαδήποτε καθυστέρηση υφίσταται κίνδυνος της ζωής ή σοβαρής βλάβης της υγείας του ασθενούς.[31]Κατά συνέπεια εναπόκειται στον ιατρό, σταθμίζοντας κατά περίπτωση τα δεδομένα και τις καταστάσεις, να αποφασίσει εάν θα πρέπει να ενεργήσει, ακόμη και χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς, προκρίνοντας ως υπέρτερα αγαθά τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα.[32]

Ειδικά όσον αφορά τους ανηλίκους, μετά την προβλεπόμενη από το άρθρο 12 παρ. 3 στ. γ ΚΙΔ εξαίρεση (“κατ` εξαίρεση δεν απαιτείται συναίνεση … γ) αν οι γονείς ανήλικου ασθενούς … αρνούνται να δώσουν την αναγκαία συναίνεση και υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενούς”), υποστηρίζεται ότι υπό τις οριζόμενες από αυτό προϋποθέσεις (ήτοι κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανηλίκου τέκνου, ανάγκη άμεσης ιατρικής παρέμβασης και άρνηση των γονέων να συναινέσουν) δεν απαιτείται πλέον να απευθυνθεί ο αρμόδιος ιατρός στον εισαγγελέα πρωτοδικών για να δοθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 1534 ΑΚ εισαγγελική άδεια, η δε διάταξη του άρθρου 1534 ΑΚ πρέπει να θεωρείται πλέον σιωπηρά καταργημένη.[33] Κατά άλλη άποψη η βούληση του νομοθέτη κατά τη θέσπιση του άρθρου 12 παρ. 3 στ. γ ΚΙΔ δεν ήταν «η ολοκληρωτική και από κάθε πλευρά ρύθμιση του συγκεκριμένου θέματος», αλλά η θέσπιση κανόνα ως προς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν απαιτείται η ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς. Κατά την ίδια δε άποψη οι δύο διατάξεις ισχύουν παράλληλα και εναπόκειται στην κρίση του ιατρού εάν θα ζητήσει την άδεια του αρμόδιου εισαγγελέα ή θα προβεί στην ιατρική πράξη χωρίς αυτή.[34]

Γ. ΙΑΤΡΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Το δικαίωμα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα θεμελιώνεται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 7 παρ. 2 του Συντάγματος (απαγόρευση σωματικών κακώσεων και βλάβης της υγείας), στα άρθρα 4 («επαγγελματικά πρότυπα») και 24 («αποζημίωση για απρόκλητο βλάβη») του ν. 2619/1998 (Σύμβαση του Οβιέδο), στο άρθρο 914 ΑΚ, στο άρθρο 8 ν. 2251/1994 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3587/2007)[35], στα άρθρα 299, 300, 301, 302, 303, 306, 307, 308, 308Α, 309, 310, 311, 314 ΠΚ[36] και στους κανόνες ιατρικής δεοντολογίας. Ειδικότερα δεοντολογικό χαρακτήρα έχουν τα άρθρα 24 (για την υποχρέωση επιμέλειας και ενέργειας σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης) και 25 (για την υποχρέωση ιατρικής συνδρομής) του ΑΝ 1565/1939, το άρθρο 47 του ν. 2071/1992 και οι διατάξεις του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005, βλ. ιδίως άρθρο 2 παρ. 3 «Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Διέπεται από απόλυτο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια …»).

Ιατρικής φύσης εσφαλμένες ενέργειες που εμπίπτουν στην έννοια του ιατρικού σφάλματος συνιστούν η παράλειψη θεραπευτικής αγωγής (το ιατρικό σφάλμα έγκειται στη μη εφαρμογή όλων των ιατρικά ενδεδειγμένων μεθόδων διάγνωσης της ασθένειας ή στην παράλειψη της απαραίτητης θεραπείας), η υπερβάλλουσα θεραπευτική αγωγή, η αποκλίνουσα θεραπεία (η θεραπευτική αγωγή είναι ατελής και ανεπαρκής και δεν μπορεί να συντελέσει στην αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς) και τα παρεπόμενα ιατρικά σφάλματα.[37] Ιατρικό σφάλμα στοιχειοθετείται και περί την εκλογή της θεραπείας, εξαιτίας της οποίας επέρχεται βλάβη στην υγεία του ασθενούς, είτε η εσφαλμένη επιλογή οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας, είτε επειδή ο ιατρός επέλεξε θεραπευτική μέθοδο που κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωση. Ιατρικό σφάλμα συνιστά και η εσφαλμένη διάγνωση που είχε ως αποτέλεσμα την παράλειψη υπόδειξης της δέουσας θεραπείας.

ΙΙ. ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η υποχρέωση του ιατρού αποζημίωσης λόγω (ιατρικού) σφάλματος θεμελιώνεται είτε στην αδικοπρακτική ευθύνη, είτε στην ενδοσυμβατική, είτε υπάρχει συρροή αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης.[38]

Όσον αφορά την αδικοπρακτική ευθύνη, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 330 εδ. β`, 297-299 (928, 929, 930, 931) και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε, παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της πράξης στις γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς (υποχρεώσεις επιμέλειας), οι οποίες απορρέουν ιδίως από την αρχή της καλής πίστης. Ειδικότερα παρανομία συνιστά και η συμπεριφορά που αποκλίνει από αυτή που πρέπει να επιδείξει ο μέσος εκπρόσωπος του επαγγελματικού ή άλλου χώρου στον οποίο ανήκει ο δράστης.[39]

Στην περίπτωση που υφίσταται συμβατική σχέση παροχής ιατρικών υπηρεσιών μεταξύ ιατρού και ασθενούς, η συμπεριφορά στην οποία θεμελιώνεται ιατρική ευθύνη λόγω αδικοπραξίας, αξιολογούμενη και ως πλημμελής εκπλήρωση της παροχής, θεμελιώνει και ενδοσυμβατική ευθύνη κατά τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 και 676 ΑΚ.[40]

Για την πλήρωση των προϋποθέσεων της αστικής ιατρικής ευθύνης, ενδοσυμβατικής ή αδικοπρακτικής, ο ιατρός πρέπει να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η οποία θα έχει συνήθως τη μορφή της αμέλειας (ακόμη και της ελαφριάς). Αμέλεια υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεως του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία[41] και τη νομολογία[42]άποψη μέτρο της επιμέλειας του ιατρού αποτελεί ο μέσος συνετός ιατρός που ενεργεί σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis). Μέτρο και κριτήριο της ιατρικής αμέλειας είναι η συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ιατρού της ίδιας ειδικότητας με τον ιατρό που διενήργησε την ιατρική πράξη[43], υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και με τα μέσα που βρέθηκε ο ιατρός που κρίνεται[44], ανεξάρτητα από τις προσωπικές ικανότητές του.[45] Λαμβάνεται ωστόσο ιδιαίτερα υπόψη η συνδρομή ειδικότητας στο πρόσωπο του ιατρού, η οποία αποτελεί και το λόγο βαρύτερης ευθύνης του ειδικού.[46] Σημειωτέον ότι καίτοι η νομολογία για τη θεμελίωση της ιατρικής αμέλειας στηρίζεται προεχόντως στη διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939, «το ζητούμενο πρότυπο της ορθής ιατρικής συμπεριφοράς» εκσυγχρονίζεται και εξειδικεύεται πλέον και από τα άρθρα 2 παρ. 3 εδ. α, 3 παρ. 2 και 3 και 10 παρ. 1 και 3 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας).[47]

Στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ιατρικής ευθύνης οι προϋποθέσεις της παρανομίας και της υπαιτιότητας συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Επομένως αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιαστούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως, υπαίτια.[48]

Προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ νόμιμου λόγου ευθύνης και ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος, σύμφωνα με την κρατούσα στο ελληνικό αστικό δίκαιο θεωρία της πρόσφορης αιτίας, υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση.[49]

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των ελληνικών (πολιτικών) δικαστηρίων η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για τη ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σε αυτόν των ιατρικών του υπηρεσιών εμπίπτει και στη «ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών», το οποίο καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, δοθέντος ότι και αυτός παρέχει τις υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του.[50] Ενόψει δε της καθιερούμενης από το εν λόγω άρθρο νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε ανταποδεικτικώς την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του.[51]

Όσον αφορά τα δημόσια νοσοκομεία, κατά την πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων[52], σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ενέχονται προς αποζημίωση, όταν από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, κατά την ενάσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά ιατρικής περίθαλψης ασθενών, που σχετίζεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, καθώς επίσης και όταν παραλείπονται από τα εν λόγω όργανα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις, που απορρέουν από κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης και προσβάλλεται, εξαιτίας των παραλείψεων αυτών, το συνδεόμενο με την προσωπικότητα των ασθενών αγαθό της υγείας και σωματικής ακεραιότητας. Οι σχετικές διαφορές είναι διοικητικές διαφορές ουσίας και εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.

Σύμφωνα με τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης του δημόσιου οργάνου και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει (σύμφωνα με τη νομολογία και των διοικητικών δικαστηρίων), όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τα δημόσια νοσοκομεία υποχρεούνται σε αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας (άρθρα 914, 928, 929, 930 και 931 ΑΚ). Επιπλέον μπορεί να επιδικαστεί σε βάρος τους και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ` εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ.

ΙΙΙ. ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 ΠΚ, “όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 314§1 εδ. α` ΠΚ, “όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών”. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”.

Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση των εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη.

Στην περίπτωση που η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, για τη θεμελίωση αξιόποινης πράξης, τελεσθείσας δια παραλείψεως, απαιτείται η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 ΠΚ. Κατά το άρθρο 15 ΠΚ, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση μπορεί να πηγάζει είτε από διάταξη νόμου, είτε από σύμβαση, είτε από πλέγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου, είτε από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του αξιόποινου αποτελέσματος.[53]

Στην περίπτωση που το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας περισσότερων προσώπων (συγκλίνουσα αμέλεια), έκαστο εξ αυτών κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των λοιπών, κατά το λόγο της αμέλειας που επέδειξε και υπό την προϋπόθεση ότι το αξιόποινο αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτή.[54] Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και συνεπώς βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Για τη θεμελίωση της ευθύνης αρκεί η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως, δοθέντος ότι η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, σε αντίθεση προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, η οποία επικρατεί κατά τα προαναφερθέντα όσον αφορά την αστική ευθύνη.[55]

Κατόπιν των προαναφερόμενων, ποινική ευθύνη ιατρού υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα του θανάτου (άρθρο 302 ΠΚ) ή της σωματικής βλάβης (άρθρα 314 και 315 ΠΚ), ως συνέπεια ιατρικής πράξης ή παράλειψης, οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και που η ενέργειά του ή η παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας.[56]

Η προσοχή που οφείλει να καταβάλει ο ιατρός είναι αυτή, την οποία οφείλει να καταβάλει ο μέσος ιατρός, υπό τις ίδιες περιστάσεις που βρέθηκε ο ιατρός που κρίνεται. Ωστόσο λαμβάνονται υπόψη και οι προσωπικές περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες του δράστη, με αποτέλεσμα η απαιτούμενη προσοχή να διαφοροποιείται μεταξύ μη ειδικών (ειδικευόμενων ή αγροτικών) και ειδικευμένων ιατρών, καθόσον οι τελευταίοι έχουν τις απαραίτητες γνώσεις που τους καθιστούν ικανότερους να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά που ανάγονται στην ειδικότητά τους.[57] Το άρθρο 3 παρ. 2 ν. 3418/2005 («Ο ιατρός ενεργεί με βάση: α) την εκπαίδευση που του έχει παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, την άσκησή του για την απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας και τη συνεχιζόμενη ιατρική του εκπαίδευση, β) την πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την άσκηση της ιατρικής και γ) τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης.») αποτυπώνει την ιδιαίτερη σημασία στις ιδιαίτερες γνώσεις και ικανότητες του ιατρού, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για την επίταση της ευθύνης του.[58]

Περαιτέρω η ιδιαίτερη υποχρέωση του ιατρού[59] να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει ιδίως από τις διατάξεις του άρθρου 24 α.ν. 1565/1939 («Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος») και τις διατάξεις των άρθρων του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), καθώς επίσης και από την εγγυητική θέση απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης.[60]

Ειδικά όσον αφορά τους ειδικευόμενους ιατρούς[61], ενεργούν ιατρικές πράξεις υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση των ειδικευμένων ιατρών. Ο σκοπός εξάλλου της απασχόλησής τους ως «ειδικευόμενων» είναι μέσα από την πρακτική εξάσκηση, να αποκομίσουν την απαραίτητη γνώση και εμπειρία, ούτως ώστε να καταστούν και οι ίδιοι «ειδικευμένοι». Πλην όμως και λαμβανομένου υπόψη κατά περίπτωση και του χρονικού διαστήματος της εξειδίκευσης που έχει παρέλθει, οι ειδικευόμενοι ιατροί μπορούν να διενεργούν ιατρικές πράξεις, για τις οποίες δεν απαιτούνται ιδιαίτερες ιατρικές γνώσεις (πχ αιμοληψία). Ευθύνονται δε εάν δεν παράσχουν ή παράσχουν πλημμελώς ιατρική αρωγή (μη διενέργεια ιατρικών πράξεων ή διενέργεια κατά τρόπο εσφαλμένο ιατρικών πράξεων – πχ πρώτες βοήθειες, εντολή διενέργειας εξετάσεων, αξιολόγηση συμπτωμάτων και αποτελεσμάτων εξετάσεων), για τις οποίες δεν απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις. Για τις ιατρικές πράξεις που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις οι ειδικευόμενοι οφείλουν να ενημερώσουν άμεσα και χωρίς οιαδήποτε καθυστέρηση τους ειδικευμένους ιατρούς, άλλως βαρύνονται με «σφάλμα περί την ανάληψη». Επίσης ευθύνονται εάν ενεργούν κατά παράβαση των οδηγιών και των υποδείξεων των ειδικευμένων ιατρών. Περαιτέρω συντρέχουν οι προϋποθέσεις ευθύνης και των τελευταίων ειδικευμένων (ιατρών) όταν αναθέτουν στους ειδικευόμενους τη διενέργεια ιατρικών πράξεων, στις οποίες αδυνατούν να ανταποκριθούν («σφάλμα περί την ανάθεση») λόγω έλλειψης εμπειρίας και γνώσεων, χωρίς τη δική τους εποπτεία.

IV. ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ – ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

  1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας)[62] «Ο ιατρός οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών ανεξάρτητα από την ειδικότητά του. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τον ιατρό, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα για την άσκηση της ιατρικής, και ισχύει μέχρι την παραπομπή του ασθενή σε ιατρό κατάλληλης ειδικότητας ή τη μεταφορά του σε κατάλληλη μονάδα παροχής υπηρεσιών φροντίδας και περίθαλψης. Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός οφείλει να εξαντλήσει τις υπάρχουσες, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, δυνατότητες, σύμφωνα με τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης.». Επομένως κατά το άρθρο 9 παρ. 3 του ΚΙΔ, σε περίπτωση επείγοντος περιστατικού, ήτοι περιστατικού που απαιτεί άμεση ιατρική συνδρομή, προς αποφυγή είτε σοβαρής βλάβης της υγείας του ασθενούς, ή ακόμη και του θανάτου του, ο ιατρός υποχρεούται καταρχήν να πράξει οτιδήποτε είναι αναγκαίο για την προστασία της υγείας και της ζωής του ασθενούς, ανεξάρτητα από την ειδικότητά του και από το εάν διαθέτει τα κατάλληλα μέσα, μέχρις ότου να είναι δυνατή η παραπομπή του σε ιατρό της κατάλληλης ειδικότητας ή σε κατάλληλη μονάδα παροχής υπηρεσιών φροντίδας και περίθαλψης. Σημειωτέον ότι, ενόψει της ως άνω διάταξης του άρθρου 9 παρ. 3 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) είναι δυνατή, αλλά και επιβεβλημένη, η στα πλαίσια επείγοντος περιστατικού παροχή ιατρικής αρωγής μέσω της τηλεϊατρικής, η οποία ωστόσο δεν είναι διαδεδομένη εισέτι στην Ελλάδα, καίτοι εφαρμόζεται στο εξωτερικό.[63]

Ως προς το ζήτημα της «διαλογής ασθενών» η Υπουργική Απόφαση Υ4δ/Γ.Π.οικ. 22869/2012 προβλέπει ότι κατά τη μεταφορά των ασθενών στα Τ.Ε.Π. με ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ, με ευθύνη του εκάστοτε Προϊσταμένου των Τ.Ε.Π. ή του Αναπληρωτή του ή του Υπευθύνου Εφημερίας, θα πρέπει να γίνεται άμεσα εκτίμηση της κατάστασης των διακομιζόμενων, ώστε να παρέχεται προτεραιότητα στην παραλαβή και εισαγωγή των επειγόντων περιστατικών, που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης, έναντι των λοιπών που δεν διατρέχουν κίνδυνο λόγω της αναμονής κατά τη σειρά άφιξης. Η δε προσέλευση δια ασθενοφόρου του ΕΚΑΒ δεν συνιστά λόγο αυτόματης παραχώρησης προτεραιότητας. Κατά την παραλαβή στα Τ.Ε.Π. των διακομιζόμενων με ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ ασθενών, παραδίδεται από το πλήρωμα του ασθενοφόρου ή της κινητής μονάδας του ΕΚΑΒ στον εκάστοτε Προϊστάμενο των Τ.Ε.Π. ή Αναπληρωτή του, αντίγραφο του συντασσόμενου Δελτίου Ασθενοφόρου – Κινητής Μονάδας, στο οποίο καταγράφονται η κατάσταση του ασθενούς κατά το χρόνο παραλαβής του και οι παρασχεθείσες ιατρονοσηλευτικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της διακομιδής του, μέχρι την παράδοσή του στα Τ.Ε.Π. του Νοσοκομείου. (αριθμός 5)

Συνακόλουθα των ανωτέρω η ευθύνη «διαλογής των ασθενών», κατά τρόπον ώστε τα περιστατικά που χρήζουν άμεσης ιατρικής συνδρομής να προηγούνται των λοιπών, όταν η διακομιδή γίνεται με ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ, βαρύνει τον εκάστοτε Προϊστάμενο των Τ.Ε.Π. ή τον Αναπληρωτή του ή τον Υπεύθυνο Εφημερίας. Ωστόσο η Υπουργική Απόφαση Υ4δ/Γ.Π.οικ. 22869/6-3-2012 αφήνει αρρύθμιστο το ζήτημα της «διαλογής ασθενών» που προσέρχονται στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών με ίδια μέσα. Δοθέντος όμως ότι σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση Υ4δ/Γ.Π.οικ. 22869/6-3-2012 η προσέλευση με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ δεν συνιστά λόγο αυτόματης παραχώρησης προτεραιότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και στην περίπτωση της προσέλευσης ασθενών στα Τ.Ε.Π. με  ίδια μέσα, η ευθύνη αξιολόγησης των περιστατικών επίσης βαρύνει τον εκάστοτε Προϊστάμενο των Τ.Ε.Π. ή τον Αναπληρωτή του ή τον Υπεύθυνο Εφημερίας.

Περαιτέρω προβλέπεται η δημιουργία χώρου διαλογής στα Τ.Ε.Π., στον οποίο υποδέχονται τον ασθενή ειδικευμένοι ιατροί και νοσηλεύτριες για άμεση αντιμετώπιση περιστατικών ΠΦΥ (Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας) και ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασής του τον κατευθύνουν στους χώρους του Τ.Ε.Π. Οι απειλητικές για τη ζωή και υπερεπείγουσες καταστάσεις αντιμετωπίζονται άμεσα στην αίθουσα αναζωογόνησης. Οι ασθενείς με σοβαρά προβλήματα, αλλά σε σταθερή κατάσταση, αντιμετωπίζονται στους θαλάμους εξέτασης του Τ.Ε.Π. Ο ασθενής δεν μετακινείται, αλλά αντιμετωπίζεται πάντα στο χώρο του Τ.Ε.Π., όπου εξετάζεται και παρέχονται οι απαραίτητες ιατρικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες και στη συνέχεια εναλλακτικά είτε: α. του χορηγούνται οδηγίες και θεραπευτική αγωγή και ενημερώνεται εάν απαιτείται περαιτέρω παρακολούθησή του από τα Τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία, β. οδηγείται σε θάλαμο βραχείας νοσηλείας του Τ.Ε.Π. για ολιγόωρη παραμονή και παρακολούθηση, μετά την οποία λαμβάνει οδηγίες και εξιτήριο ή εισάγεται στο αναγκαίο για την περίπτωσή του τμήμα, γ. εισάγεται στο οικείο για την πάθησή του τμήμα, δ. διακομίζεται σε άλλο νοσοκομείο, κατόπιν συνεννόησης με τον προϊστάμενο του Τ.Ε.Π. ή τον υπεύθυνο εφημερίας του άλλου νοσοκομείου. Για τις υπηρεσίες που προσφέρονται στο Τ.Ε.Π. συντάσσεται αναλυτικό σημείωμα που συνοδεύει το εισιτήριο του ασθενούς και υπογράφεται απαραιτήτως από τον προϊστάμενο του Τ.Ε.Π. ή τον Αναπληρωτή του ή τον υπεύθυνο εφημερίας. (αριθμός 9 της Υπουργικής Απόφασης Υ4δ/Γ.Π.οικ. 22869/6-3-2012) Προβλέπεται επίσης ότι οι ιατροί του Τ.Ε.Π. μπορούν να καλούν για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιστατικών, ιατρούς άλλων ειδικοτήτων από τους εφημερεύοντες στα τμήματα, οι οποίοι υποχρεούνται να προσέλθουν και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Τ.Ε.Π.[64] (αριθμός 7.4)

Επομένως η αξιολόγηση των περιστατικών στους χώρους διαλογής των Τ.Ε.Π. πρέπει κατά το νόμο να γίνεται από ειδικευμένους ιατρούς και νοσηλεύτριες, οι οποίοι φέρουν την ευθύνης της «διαλογής των ασθενών», προκειμένου ενόψει της ειδικότητας και της εμπειρίας τους, να παρέχονται τα απαραίτητα εχέγγυα άμεσης ορθής ιατρικής εκτίμησης και διάγνωσης. Από την τελευταία εξαρτάται η περαιτέρω αντιμετώπιση εκάστοτε περιστατικού, ήτοι εάν ο ασθενής θα αποχωρήσει από το νοσοκομείο, αφού του χορηγηθούν οδηγίες και θεραπευτική αγωγής, εάν θα παραμείνει για παρακολούθηση στο θάλαμο βραχείας νοσηλείας, εάν θα εισαχθεί στο οικείο για την πάθησή του τμήμα του νοσοκομείου ή θα διακομιστεί σε άλλο νοσοκομείο.

Ωστόσο δεν αποκλείεται, ενόψει του φόρτου εργασίας στα μεγάλα αστικά κέντρα και της έλλειψης προσωπικού σε νοσοκομεία μικρότερων περιφερειών, εν τοις πράγμασι η αρχική αξιολόγηση των περιστατικών («διαλογή των ασθενών») να γίνεται από ειδικευόμενους ιατρούς. Οι τελευταίοι ενδέχεται σε περίπτωση απουσίας (δικαιολογημένης ή μη) των ειδικευμένων ιατρών, να καλούνται όχι μόνον να αξιολογήσουν τα περιστατικά και να εκτιμήσουν ποια πρέπει να προηγηθούν, ως χρήζοντα επείγουσας ιατρικής αντιμετώπισης, αλλά και να τα αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Στις περιπτώσεις αυτές τίθεται ζήτημα ευθύνης και των ειδικευόμενων ιατρών και κατανομής αυτής μεταξύ αυτών και των ειδικευμένων. Το αυτό ζήτημα τίθεται και στις περιπτώσεις από κοινού, ήτοι και από ειδικευμένους και από ειδικευόμενους ιατρούς, αξιολόγησης και αντιμετώπισης επείγοντος περιστατικού, οπότε πρέπει να προσδιοριστούν τα όρια και το εύρος της ευθύνης εκάστου.

  1. ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Την νομολογία των δικαστηρίων, όσον αφορά ειδικά την ιατρική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, έχουν απασχολήσει κυρίως υποθέσεις που αφορούν την αστική ευθύνη δημοσίων νοσοκομείων από ιατρικές πράξεις (ή παραλείψεις) των ιατρών που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε αυτά.

Ενδεικτικά παρατίθενται κατωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, στα οποία κατά τα ανωτέρω υπάγονται οι σχετικές διαφορές.

Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 868/2011 του Συμβουλίου της Επικρατείας[65] κρίθηκε ότι το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης αιτιολόγησε νομίμως και επαρκώς την υπ΄ αριθ. 90/2008 απόφασή του, όσον αφορά την κατάφαση της ευθύνης δημοσίου νοσοκομείου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίθηκε ότι οι ιατροί και ειδικότερα τόσο η ειδικευόμενη ιατρός παθολόγος, η οποία προέβη σε εσφαλμένη διάγνωση και δεν υπέβαλε τον ασθενή στις απαραίτητες εξετάσεις, όσο και ο ειδικευμένος ιατρός παθολόγος, ο οποίος όφειλε να προβεί ο ίδιος στην κλινική εξέτασή του, παρέβησαν τις υποχρεώσεις που είχαν λόγω της ιδιότητάς τους και σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης για τη διαφύλαξη της υγείας του ασθενούς με ζήλο και αφοσίωση, όπως θα έκανε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια στη διάθεσή του μέσα κάθε συνετός και επιμελής ιατρός, με αποτέλεσμα την κατάληξη του ασθενούς.

Στις 29-5-2002 και περί ώρα 00.55 ο ασθενής προσήλθε στο Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών, με αναφερόμενα συμπτώματα από διημέρου δυνατών πόνων στην ωμική και ραχιαία περιοχή. Εξετάστηκε από την εφημερεύουσα ειδικευόμενη ιατρό παθολόγο, η οποία από την κλινική του εικόνα και την αντικειμενική εξέταση, διέγνωσε ότι επρόκειτο για μυοσκελετικά άλγη και, αφού δεν έκρινε σκόπιμη τη διενέργεια περαιτέρω εξετάσεων, του χορήγησε φαρμακευτική αγωγή με μυοχαλαρωτικό, με την συγκατάθεση του εφημερεύοντος ειδικού ιατρού παθολόγου. Ο τελευταίος αρκέστηκε στη διάγνωση της ειδικευόμενης ιατρού και δεν εξέτασε ο ίδιος τον ασθενή. Ο ασθενής, αισθανόμενος κάποια βελτίωση, ζήτησε και αναχώρησε για την οικία του. Στις 05.00 της ίδιας ημέρας, περίπου δυόμισι ώρες μετά την αναχώρησή του από το νοσοκομείο, διακομίστηκε και πάλι στο Τμήμα Εκτάκτων Περιστατικών της Καρδιολογικής Κλινικής του νοσοκομείου με ασθενοφόρο, όπου διαπιστώθηκε από την εφημερεύοντα καρδιολόγο ιατρό, ότι ήταν αναίσθητος χωρίς επαφή με το περιβάλλον με απροσδιόριστη πίεση και σφυγμό και έντονα κυανωτικός. Ακολούθως, αφού διαπιστώθηκε από το ηλεκτροκαρδιογράφημα κολπική μαρμαρυγή, έγινε διασωλήνωση και ακολούθησε καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση, χωρίς αποτέλεσμα, καθώς ο ασθενής δεν παρουσίαζε καρδιακή δραστηριότητα και έτσι κατέληξε. Ο δε θάνατός του οφειλόταν σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης  έκρινε ότι υπήρξε παράλειψη των οργάνων του νοσοκομείου (ήτοι της ειδικευόμενης ιατρού και του ειδικευμένου ιατρού), η οποία συνίστατο στο ότι ούτε διενεργήθηκαν εκ μέρους τους οι απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις στον ασθενή, ούτε αυτός υποβλήθηκε σε εργαστηριακό έλεγχο, ενώ ο ειδικευμένος ιατρός που εφημέρευε δεν προέβη ο ίδιος σε κλινική εξέτασή του, αλλά στηρίχτηκε σε απλή ενημέρωση για την κατάσταση της υγείας του από την ειδικευόμενη ιατρό. Η εν λόγω παράλειψη κρίθηκε ότι συνιστούσε παράβαση του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939 και επομένως ήταν παράνομη κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Συνδεόταν δε αιτιωδώς με τον επελθόντα θάνατο του ασθενούς, αφού ήταν ικανή κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ενόψει και των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα και συνεπώς εστοιχειοθετείτο ευθύνη του νοσοκομείου.

Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1670/2011 του Συμβουλίου της Επικρατείας[66] απορρίφθηκε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης υπ΄ αριθ. 111/2004 του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής. Κρίθηκε ότι συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των εμπλεκομένων ιατρών τόσο του στρατιωτικού νοσοκομείου, ως οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και του νοσοκομείου στο οποίο διακομίστηκε αρχικά ο ασθενής, η μη άμεση χορήγηση σε αυτόν (στον ασθενή) φαρμακευτικής αγωγής για την αντιμετώπιση της υπόνοιας ύπαρξης μικροβιακής μηνιγγίτιδας, παράλειψη που συνδεόταν αιτιωδώς με το θάνατό του.

Στις 31-1-1997 ο θανών, μόνιμος λοχίας, βρέθηκε, περί ώρα 11.45, σε προκωματώδη κατάσταση στην οικία του και μεταφέρθηκε περί ώρα 12.15 με ασθενοφόρο σε νοσοκομείο. Διενεργήθηκε νευρολογική εξέταση, με αποτέλεσμα: «αμφοτερόπλευρη μυδρίαση, κόρες οφθαλμών μη αντιδρώσες στο φως, αυχενική δυσκαμψία, Σ. Babinsky (-)». Από την επισκόπηση δε του ασθενούς παρατηρήθηκαν «εκδορές μετωπιαίας χώρας και προσθίων επιφανειών κνημών άμφω». Κατόπιν τούτου οι ιατροί του νοσοκομείου διέγνωσαν την πιθανότητα ύπαρξης ενδοκρανιακού αιματώματος ή την πιθανή εγκατάσταση κάποιας μορφής εγκεφαλίτιδας- μηνιγγίτιδας, για την διαπίστωση της οποίας ήταν αναγκαίος περαιτέρω κλινοεργαστηριακός έλεγχος. Υπέβαλαν τον ασθενή σε φαρμακευτική αγωγή και αποφάσισαν την διακομιδή του σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Τελικά ο ασθενής με διάγνωση «προκωματώδης κατάσταση – πιθανή μηνιγγίτις», βάσει του διακομιστηρίου και της διαταγής – δελτίου κίνησης του στρατιωτικού νοσοκομείου, διακομίστηκε την ίδια ημέρα (31-1-1997) περί ώρα 13.40 στα εξωτερικά ιατρεία πανεπιστημιακού νοσοκομείου, όπου έφθασε στις 16.15. Στις 17.00 εισήχθη στην παθολογική κλινική, αφού προηγήθηκε εκτέλεση αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου. Βρισκόταν ήδη σε κατάσταση βαρέος κώματος, χωρίς να έχει επαφή με το περιβάλλον. Ελήφθη δείγμα εγκεφαλονωτιαίου υγρού με οσφυονωτιαία παρακέντηση, αμέσως δε μετά ετέθη σε αγωγή με αντιβιοτικά ευρέος φάσματος, καθώς και σε αποιδηματική και αντιεπιληπτική αγωγή, διότι παρουσίαζε σπασμούς. Περί ώρα 6.15 της 1-2-1997 ο ασθενής παρουσίασε «κλινικώς εικόνα συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων εξελισσόμενο σε πνευμονικό οίδημα με πιθανή αιτία το σηπτικό shock εξαιτίας της λοίμωξης». Τέθηκε σε φαρμακευτική αγωγή και άρχισε η διαδικασία μεταφοράς του στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Ωστόσο περί ώρα 6.45 παρουσίασε ανακοπή της καρδιακής και της αναπνευστικής λειτουργίας και παρά την προσπάθεια καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης από τους ιατρούς της κλινικής και τον αναισθησιολόγο, περί ώρα 7.35 πιστοποιήθηκε ο θάνατός του, οφειλόμενος σε οξύ εγκεφαλικό οίδημα-οξύ πνευμονικό οίδημα, επί κλινικού ιστορικού συμβατού με μηνιγγίτιδα. Κατόπιν τούτων το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των εμπλεκομένων ιατρών τόσο του στρατιωτικού νοσοκομείου, ως οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και του νοσοκομείου στο οποίο διακομίστηκε αρχικά, η μη άμεση χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής στον ασθενή για την αντιμετώπιση της υπόνοιας ύπαρξης μικροβιακής μηνιγγίτιδας, παράλειψη που συνδεόταν αιτιωδώς με την επελθούσα ζημία, αφού ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της ιατρικής επιστήμης, εξ αντικειμένου ικανή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της υπό κρίση περίπτωσης, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα.

  1. ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

α. Ποινική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ανειδίκευτων/ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και μη ενημέρωσης των ειδικευμένων ιατρών.

Όσον αφορά την ευθύνη των ειδικευόμενων ιατρών κατά το χρόνο εφημερίας τους στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών[67], υποχρεούνται να διαγνώσουν και να αντιμετωπίσουν άμεσα ιατρικό πρόβλημα, στις περιπτώσεις που είτε δεν απαιτούνται ειδικές γνώσεις, ήτοι όταν αυτό είναι δυνατό να γίνει με τις βασικές ιατρικές γνώσεις που κάθε ιατρός πρέπει να διαθέτει, είτε τους έχουν δοθεί σαφείς και κατανοητές οδηγίες από τους ειδικευμένους ιατρούς. Εάν πρόκειται για περιστατικό που απαιτεί γνώσεις και εμπειρία, τις οποίες ο ειδικευόμενος ιατρός δεν διαθέτει, οφείλει να ειδοποιήσει και να ενημερώσει άμεσα ειδικευμένο ιατρό. Εάν ο τελευταίος απουσιάζει (είτε δικαιολογημένα, είτε αδικαιολόγητα) και έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες αναζήτησής του, ο ειδικευόμενος ιατρός, υποχρεούται, εφόσον βεβαίως υφίστανται χρονικά περιθώρια, να παραπέμψει το περιστατικό παραχρήμα, ενόψει του επείγοντος, είτε σε άλλο ιατρό του ίδιου νοσοκομείου, ακόμη και διαφορετικής ειδικότητας, εάν διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία, είτε σε άλλο νοσοκομείο. Άλλως υποχρεούται να παράσχει τις υπηρεσίες του, προς αποτροπή σοβαρής βλάβης της υγείας ή θανάτου του ασθενούς.

Γίνεται δεκτό από τη νομολογία των ποινικών δικαστηρίων ότι οι ανειδίκευτοι ιατροί (συνήθως αγροτικοί ιατροί) και οι ειδικευόμενοι, που πραγματοποιούν εφημερίες στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, ευθύνονται σε περίπτωση που δεν εκτιμήσουν ορθά την κατάσταση του ασθενούς που εισάγεται στο Τ.Ε.Π., με αποτέλεσμα τη μη διενέργεια των απαραίτητων εξετάσεων και εν τέλει τη μη διάγνωση ή την εσφαλμένη διάγνωση και την παρέλευση κρίσιμου χρονικού διαστήματος, ενόψει του επείγοντος χαρακτήρα και της ανάγκης άμεσης αντιμετώπισης των περιστατικών. Η ευθύνη των προαναφερόμενων στοιχειοθετείται όταν, λαμβανομένων υπόψη και των προσωπικών περιστάσεων και ιδιοτήτων τους, ήτοι ότι στερούνται εξειδικευμένων γνώσεων και της εμπειρίας των ειδικευμένων ιατρών, κρίνεται ότι δεν κατέβαλαν την προσοχή που κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός καταβάλει, ακόμη και εάν δεν είναι ειδικευμένος. Πρόκειται για περιστατικά που οι κατηγορούμενοι, ακόμα και στα πλαίσια του επείγοντος, θα μπορούσαν να εκτιμήσουν ορθά, με τις γνώσεις που απέκτησαν κατά τη φοίτησή τους για την απόκτηση του πανεπιστημιακού τους τίτλου και την μέχρι το χρόνο τέλεσης του αδικήματος εμπειρία τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία, οι ανειδίκευτοι και οι ειδικευόμενοι ιατροί, που ενεργούν εφημερία, εφόσον έχουν τη σχετική δυνατότητα, οφείλουν να ενημερώνουν άμεσα ειδικευμένους ιατρούς, προκειμένου να επιληφθούν οι ίδιοι σοβαρών περιστατικών, τόσο σε επίπεδο εξέτασης και διάγνωσης, όσο και σε επίπεδο αντιμετώπισης. Η ευθύνη του ανειδίκευτου/ειδικευόμενου ιατρού γίνεται δεκτό ότι δεν αίρεται από την τυχόν μεταφορά του ασθενούς αυτοβούλως σε άλλο νοσοκομείο.

Ενδεικτικά παρατίθενται κατωτέρω ad hoc αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες έκριναν επί αιτήσεων αναίρεσης κατά αποφάσεων Τριμελών Εφετείων.[68]

i) Ποινική ευθύνη ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 669/2011 του Αρείου Πάγου[69] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 421/2009 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου για καταδίκη ειδικευόμενου ιατρού παθολόγου για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), για το θάνατο ασθενούς από οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου και δεύτερο έμφραγμα στην αριστερή στεφανιαία αρτηρία, για το λόγο ότι ο ασθενής δεν υπεβλήθη στις απαραίτητες εξετάσεις στο νοσοκομείο που εισήχθη αρχικά. Το γεγονός ότι ο ασθενής εν συνεχεία μεταφέρθηκε από οικείους του σε έτερο νοσοκομείο κρίθηκε ότι δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο.

Ο κατηγορούμενος ιατρός, ενώ εκτελούσε υπηρεσία γενικού εφημερεύοντος στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών στρατιωτικού νοσοκομείου (διαλογή) ως ειδικευόμενος ιατρός (παθολόγος), στα πλαίσια της οποίας όφειλε να παράσχει με ιδιαίτερη επιμέλεια, προσοχή και ευσυνειδησία την ιατρική του βοήθεια και φροντίδα, εξετάζοντας τους προσερχόμενους ασθενείς, επιβλέποντας και κατευθύνοντας τους εξετάζοντες βοηθούς ιατρούς της διαλογής και καλώντας αναλόγως της φύσης του περιστατικού τον αντίστοιχο ειδικό εφημερεύοντα ιατρό για περαιτέρω χειρισμό, παρέλειψε να εκπληρώσει την υποχρέωσή του αυτή. Περί ώρα 00.30 προσήλθε στο Τ.Ε.Π. ο ασθενής, αιτιώμενος άλγος στο στέρνο, κόπωση, εμετό και δυσχέρεια αναπνοής, αναφέροντας ατομικό και οικογενειακό ιστορικό υψηλής χοληστερίνης, συμπτώματα που σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης πιθανολογούν την ύπαρξη καρδιολογικού προβλήματος. Ωστόσο ο κατηγορούμενος δεν εξέτασε ο ίδιος τον ασθενή, ούτε τον υπέβαλε σε πλήρη εργαστηριακό έλεγχο, ήτοι εργαστηριακές εξετάσεις αίματος, ηλεκτροκαρδιογράφημα και ακτινογραφία θώρακος, προς διερεύνηση του προβλήματός του σε συνεργασία με τον ειδικό εφημερεύοντα καρδιολόγο και ενδεχόμενη εισαγωγή του στο νοσοκομείο για περαιτέρω έλεγχο και νοσηλεία. Περιορίστηκε μόνον στην ενημέρωση, που είχε από την βοηθό ιατρό διαλογής, που υπέβαλε τον ασθενή στη στοιχειώδη κλινική εξέταση, δηλαδή μέτρηση αρτηριακής πίεσης και ακρόαση καρδιάς και πνευμόνων, τα αποτελέσματα των οποίων αξιολογήθηκαν ως φυσιολογικά. Κατόπιν τούτου συνέστησε την απομάκρυνση του ασθενούς από το νοσοκομείο με τη σύσταση επί εμμονής των συμπτωμάτων να “λάβει και μια άλλη γνώμη” από εφημερεύον νοσοκομείο. Ο ασθενής, αφού αποχώρησε περί ώρα 00:45 περίπου, μεταφέρθηκε περί ώρα 02.00 σε άλλο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί “οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου”, αιτία για την οποία υπεβλήθη άμεσα σε χειρουργική επέμβαση αγγειοπλαστικής της δεξιάς στεφανιαίας αρτηρίας. Ωστόσο εγκαταστάθηκε νέο έμφραγμα στην αριστερή στεφανιαία αρτηρία και ο ασθενής απεβίωσε περί ώρα 04.30. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα επέρχονταν, εάν ο κατηγορούμενος, καταβάλλοντας την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε από τις περιστάσεις να καταβάλει, τον εξέταζε ο ίδιος και τον υπέβαλε στις προαναφερόμενες εξετάσεις, ώστε να διαγνωστεί εγκαίρως το έμφραγμα και να αντιμετωπιστεί το ταχύτερο δυνατόν.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1206/2006 του Αρείου Πάγου[70] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 637/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, για καταδίκη ειδικευόμενου ιατρού για ανθρωποκτονία ανηλίκου δεκατεσσάρων ετών, από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), λόγω εσφαλμένης διάγνωσης.

Ο ασθενής, ηλικίας 14 ετών, στις 22-2-1998 και περί ώρα 15.00 προσήλθε στο νοσοκομείο, καθόσον παρουσίαζε υψηλό πυρετό (40,5), εμετούς, κεφαλαλγία και μεγάλη εξάντληση. Στα εξωτερικά ιατρεία της παθολογικής κλινικής εξετάσθηκε κατά προτεραιότητα λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής του, από τον ειδικευόμενο στην παθολογία κατηγορούμενο, που ήταν υπεύθυνος των εξωτερικών ιατρείων της παθολογικής κλινικής. Ο κατηγορούμενος, αφού πήρε το ιστορικό του ασθενούς, παρήγγειλε τη διενέργεια αιματολογικών και ακτινολογικών εξετάσεων. Ο εν λόγω ασθενής, λόγω της μεγάλης εξάντλησής του, μεταφέρθηκε στο εργαστήριο, για τις εξετάσεις αυτές με φορείο, συνοδευόμενος από τους γονείς του. Μετά δε τη διενέργεια των εξετάσεων αυτών, ο ασθενής βρισκόταν συνεχώς σε φορείο, του τοποθετήθηκε «ορός» και του έγινε αντιπυρετική ένεση. Όταν βγήκαν οι εξετάσεις, περί ώρα 17.30, ο κατηγορούμενος, αφού μελέτησε τα αποτελέσματα, διέγνωσε ότι ο ασθενής έπασχε από ιογενή λοίμωξη με ερεθισμό εξαιτίας της στα ιγμόρεια. Στη συνέχεια και αφού ο κατηγορούμενος έδωσε ως θεραπευτική αγωγή αντιβίωση και αντιπυρετικό, απέστειλε τον ασθενή στην οικία του, με οδηγίες που έδωσε στους γονείς του, ότι, αν παρατηρήσουν κάτι ανησυχητικό (π.χ. εξάνθημα, διαταραχή στο επίπεδο συνείδησης κ.λπ.) να επανέλθουν αμέσως στο νοσοκομείο. Στην οικία του, όπου μετέβη ο ασθενής, συνέχιζε να παρουσιάζει υψηλό πυρετό και περί ώρα 2.00 περίπου της 23-2-1998 εμφάνισε το πρώτο εξάνθημα κάτω από το μάτι του. Αμέσως μεταφέρθηκε, σε κωματώδη ήδη κατάσταση, από τους γονείς του στο νοσοκομείο, όπου του παρασχέθηκαν από τους εφημερεύοντες ιατρούς οι πρώτες βοήθειες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Περί ώρα 05.30 επήλθε ο θάνατός του, εξαιτίας αμφοτερόπλευρης αιμορραγίας των επινεφριδίων, λιμώδους αιτιολογίας (σύνδρομο Water house friderichsen), νόσος η οποία οφείλεται σε προσβολή του οργανισμού από τοξικό μικρόβιο, ως επί μηνιγγιτιδοκκοκικής λοίμωξης, χωρίς τη συμμετοχή μηνίγγων. Με βάση τα προαναφερθέντα συμπτώματα (εμετούς, υψηλό πυρετό, κεφαλαλγία, μεγάλη εξάντληση) που παρουσίαζε ο ασθενής, ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στην εσφαλμένη διάγνωση ότι πάσχει από ιογενή λοίμωξη. Όμως, με τα συμπτώματα αυτά, θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να θεωρήσει πιθανόν ότι πρόκειται για μηνιγγιτιδοκκοκική νόσο, πράγμα που υποψιάσθηκε, όπως προκύπτει από τις οδηγίες που έδωσε στους γονείς (συνεχής παρακολούθηση, εμφάνιση εξανθήματος, διαταραχής). Εάν ο κατηγορούμενος επεδείκνυε την προσοχή και επιμέλεια στη συστηματική παρατήρηση της κλινικής εικόνας που παρουσίαζε ο ασθενής, η οποία ήταν βαρύτατη, σε σχέση με τα άλλα περιστατικά της ημέρας (παρέμεινε στα εξωτερικά ιατρεία 4 περίπου ώρες), την οποία (προσοχή) όφειλε και μπορούσε, με βάση τις προσωπικές του ικανότητες και γνώσεις, να καταβάλει, λαμβάνοντας υπόψη και την κρίσιμη για την ως άνω νόσο ηλικία του ασθενούς, θα έπρεπε, εκτιμώντας ορθά την κατάστασή του, να δώσει εντολή για άμεση εισαγωγή αυτού στην παθολογική κλινική και να υποβάλει αυτόν άμεσα σε οσφυονωτιαία παρακέντηση, για εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, ως μόνη αξιόλογη διαγνωστική μέθοδος της νόσου, αφού οι άλλες εργαστηριακές εξετάσεις έχουν ελαχίστη αξία και αμέσως θα εχορηγείτο ενδοφλέβια αντιβίωση στον ασθενή. Σε κάθε δε περίπτωση, με τη συνεχή παρακολούθηση του ασθενούς, μέσα στην κλινική, την εξέτασή του και από άλλους ειδικούς ιατρούς, θα είχε γίνει αντιληπτή αμέσως η επιδείνωση της κατάστασής του και θα είχε άμεσα υποβληθεί σε κατάλληλο, για τη νόσο, θεραπευτική αγωγή. Έτσι, λοιπόν, αν ο ασθενής αυτός αντιμετωπίζονταν με τον προαναφερθέντα ενδεικνυόμενο τρόπο, η νόσος θα εμποδίζονταν να εξελιχθεί και ο θάνατός του θα είχε αποφευχθεί, ή σε κάθε περίπτωση υπήρχαν πολλές πιθανότητες να επιζήσει.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 830/2009 του Αρείου Πάγου[71] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 8706/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για καταδίκη ειδικευόμενου ιατρού παιδιάτρου, για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), λόγω θανάτου νηπίου από πνευμονία, συνεπεία εσφαλμένης διάγνωσης.

Στις 12-1-2002 και 13-1-2002 ο κατηγορούμενος, ειδικευόμενος παιδίατρος, εκτελούσε υπηρεσία εφημερίας. Ο ηλικίας 28 μηνών ασθενής είχε εισαχθεί τις πρωινές ώρες της 12-1-2002 στην Παιδιατρική Κλινική του νοσοκομείου. Παρουσίαζε υψηλό πυρετό 39 βαθμών κελσίου, ο οποίος αναφερόταν από 48ώρου, εκπνευστικό γογγυσμό, αναπνευστική δυσχέρεια, ταχύπνοια, λαρυγγική φωνή χροιάς, αμυγδαλίτιδα με εξέρυθρα παρίσθμια με λευκωπό επίχρισμα, αριστερά πλευροδυνία που ήταν δηλωτική της ύπαρξης πνευμονίας, διαπιστώθηκε δε από τις ιατρικές εξετάσεις του αίματός του ότι παρουσίαζε ελαττωμένα λευκά αιμοσφαίρια (λευκοπενία – ουδετεροπενία), δηλαδή πρόδρομα συμπτώματα σηψαιμίας. Ο κατηγορούμενος παρέλειψε να παρακολουθεί την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του νηπίου ασθενούς, δεν έλεγξε επαρκώς την νοσολογική κατάστασή του, που συνεχώς και ραγδαία επιδεινωνόταν, ούτε αξιολόγησε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα ώστε να εφαρμόσει, είτε ο ίδιος από μόνος του, είτε σε συνεννόηση με τον εφημερεύοντα ειδικευμένο παιδίατρο, κατάλληλη θεραπευτική αγωγή που θα απέτρεπε την χειροτέρευση της κατάστασης της υγείας του νηπίου και το σηψαιμικό του θάνατο. Συνέπεια των παραλείψεών του ήταν: α) να μην διαπιστωθεί η υπάρχουσα μικροβιακή λοίμωξη και η πνευμονία του αριστερού κάτω λοβού του πνεύμονα που παρουσίαζε το ως άνω νήπιο, το οποίο εμφάνιζε πύκνωση του αριστερού κάτω λοβού του πνεύμονα με κυψελίδες πληρούμενες από εξιδρωματικά στοιχεία, με ινική και ερυθρά αιμοσφαίρια και αποστήματα με άφθονους κόκκους, β) να μην προβεί, είτε ο ίδιος από μόνος του, είτε σε συνεννόηση με τον εφημερεύοντα ειδικευμένο παιδίατρο, στην ιατρικώς ενδεδειγμένη για την περίσταση αυτή άμεση χορήγηση ενδοφλέβιας αντιβιοτικής αγωγής, που επιβαλλόταν για την αντιμετώπιση της μικροβιακής λοίμωξης, ούτε στη χορήγηση οξυγόνου στο νήπιο που συνέχιζε να έχει αναπνευστική δυσχέρεια για να προληφθεί και εμποδισθεί η ανάπτυξη σηψαιμίας, γ) να αντιμετωπισθεί εσφαλμένα το νήπιο ως πάσχον από ιογενή λοίμωξη του αναπνευστικού και να περιορισθεί η νοσηλεία του από της εισαγωγής του τις πρωινές ώρες της 12-1-2002 μέχρι και τις βράδυνες ώρες της ίδιας ημέρας στη χορήγηση αντιπυρετικού και βρογχοδιασταλτικού και μόνον αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας να χορηγηθεί στο ασθενές νήπιο αντιβιοτικό αμοξυκιλλίνης (Αmoxil 250mg), πλην όμως όχι ενδοφλεβίως, όπως επιβαλλόταν για να δράσει αμέσως, αλλά δια του στόματος, δ) να αναπτυχθεί στο ασθενές νήπιο κατά το χρόνο που νοσηλευόταν στην ανωτέρω Παιδιατρική Κλινική βαρεία βακτηριαιμία που χαρακτηρίζεται ως σηψαιμία, η οποία σε συνδυασμό και με τη λοβώδη πνευμονία να οδηγήσει σε πολυοργανική ανεπάρκεια – σηπτικό σοκ, με αποτέλεσμα την καρδιακή ισχαιμία του ασθενούς νηπίου, την μη ανατάξιμη καρδιακή κάμψη του και την πρόκληση, από τη σηψαιμία ως γενεσιουργού αιτίας, του θανάτου του, που επήλθε τις μεσημβρινές ώρες της 13-1-2002.

ii) Ποινική ευθύνη ανειδίκευτων/ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και μη ενημέρωσης των ειδικευμένων ιατρών.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1108/2011 του Αρείου Πάγου[72] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 4/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας για καταδίκη αγροτικού ιατρού, ο οποίος παράλληλα πραγματοποιούσε εφημερίες σε νοσοκομείο, για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), λόγω μη διάγνωσης του προβλήματος υγείας του ασθενούς (ανεύρυσμα και ρήξη κοιλιακής αορτής), μη διενέργειας των ενδεδειγμένων εξετάσεων και μη παραπομπής του σε ειδικευμένους ιατρούς (καρδιολόγο και ορθοπεδικό) του ιδίου νοσοκομείου.

Ο θάνατος του ασθενούς κρίθηκε ότι οφείλεται σε αμέλεια (μη συνειδητή) του κατηγορουμένου, ο οποίος ως επιστήμονας ιατρός (έστω και ως αγροτικός), που κλήθηκε και αντιμετώπισε το περιστατικό κατά την εισαγωγή του ασθενούς στο τμήμα επειγόντων του νοσοκομείου, δεν κατέβαλε την κατ` αντικειμενική κρίση απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός καταβάλει, σύμφωνα με τους κοινά αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που κρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, λαμβάνοντας υπόψη προς τούτο και τις προσωπικές περιστάσεις και ιδιότητές του. Συγκεκριμένα τα συμπτώματα του ασθενούς (πόνος στην κοιλιακή χώρα, σφύζουσα μάζα στην κοιλία και εμετός), το προηγούμενο ιστορικό της υγείας του (ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής χειρουργηθέν με Balloon, κολπική μαρμαρυγή, στεφανιαία νόσος, δισκοπάθεια και υπέρταση) και οι επισημάνσεις του παραπεμπτικού του Κέντρου Υγείας, στο οποίο ο ασθενής μετέβη αρχικά και της ίδιας της θυγατέρας του (ασθενούς), η οποία ήταν ιατρός, έπρεπε να προκαλέσουν την προσοχή του κατηγορουμένου, να προβληματίσουν αυτόν εγκαίρως και αφενός να διαγνώσει ότι το πρόβλημα της υγείας του ασθενούς δεν ήταν μόνο εκείνο της οσφυαλγίας και αφετέρου να τον οδηγήσουν στη διενέργεια των ενδεδειγμένων, κατά τους αναγνωρισμένους κανόνες της επιστήμης, διαγνωστικών και εργαστηριακών εξετάσεων (ήτοι αιματολογικών, ακτινογραφίας σπονδυλικής στήλης, υπερηχογραφήματος αορτής και καρδιογραφήματος, μέτρησης της αρτηριακής πίεσης) και στην παραπομπή του ασθενούς για εξέταση από πλέον εξειδικευμένους ιατρούς (καρδιολόγο και ορθοπεδικό) του ιδίου νοσοκομείου. Αντίθετα ο κατηγορούμενος αρκέστηκε μόνο στην μυοσκελετική εξέταση (κλινική) και δη ολιγόλεπτη του ασθενούς. Η παράλειψή του να δώσει εντολή για τις ως άνω εξετάσεις είχε ως αποτέλεσμα να μη διαγνωσθεί έγκαιρα ότι ο ασθενής είχε πρόβλημα στην κοιλιακή χώρα και δη στη χειρουργηθείσα κοιλιακή αορτή, να επιτραπεί η αποχώρησή του από το νοσοκομείο, να μην αντιμετωπισθεί έγκαιρα από οργανωμένη νοσοκομειακή μονάδα και να επέλθει, εν τέλει, ως εκ της διαδρομής αρκετού κρίσιμου χρόνου, ο θάνατός του, συνεπεία ανευρύσματος και ρήξης κοιλιακής αορτής.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1308/2011 του Αρείου Πάγου[73] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 1825/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης για καταδίκη δύο ειδικευόμενων ιατρών χειρουργών, για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), λόγω μη διάγνωσης του προβλήματος υγείας του ασθενούς (γενικευμένη περιτονίτιδα, λόγω διάτρησης του βολβού του δωδεκαδάκτυλου) και μη ενημέρωσης πάραυτα του εφημερεύοντα ειδικού χειρουργού.

Οι κατηγορούμενοι ειδικευόμενοι ιατροί χειρουργοί, κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από αμέλεια, τελεσθείσα δια παραλείψεως. Ο πρώτος διότι αν και γνώριζε ότι ο ασθενής επισκεπτόταν το νοσοκομείο για δεύτερη φορά εντός χρονικού διαστήματος τριών ημερών, με συνέχιση έντονου άλγους στην κοιλιακή χώρα και επέκταση στη δεξιά περιοχή και ότι είχε χρόνιο πρόβλημα γαστρορραγιών και έλκους του δωδεκαδάκτυλου, δεν εκτίμησε ορθά το ιστορικό και τα συμπτώματα αυτού (ασθενούς), ούτε προέβη σε προσεκτική κλινική εξέταση αυτού δια επισκόπησης, ψηλάφησης, επίκρουσης και ακρόασης και στη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων (ακτινογραφίας, υπερηχογραφήματος) και ιδιαίτερα αξονικής τομογραφίας, από τις οποίες θα διαγιγνώσκονταν η γενικευμένη περιτονίτιδα, λόγω διάτρησης του βολβού του δωδεκαδάκτυλου, ούτε ειδοποίησε άμεσα τον εφημερεύοντα ειδικό χειρουργό, αν και υπήρχε μη υποχώρηση του πόνου και διάχυτη ευαισθησία στην κοιλία του ασθενούς. Ο δεύτερος διότι, αν και είχε πληροφορηθεί το χρόνιο πρόβλημα των γαστρορραγιών και του έλκους του δωδεκαδάκτυλου του ως άνω ασθενούς, καθώς και το γεγονός ότι αυτός υπέφερε από τετραημέρου από έντονο κοιλιακό άλγος, το οποίο συνεχώς επιδεινώνονταν, δεν εκτίμησε ορθά το ιστορικό αυτό, καθώς και την επιδείνωση της υγείας του ασθενούς, ούτε προέβη σε προσεκτική κλινική εξέταση τούτου (δια επισκόπησης, ψηλάφησης, επίκρουσης και ακρόασης), ώστε να εντοπίσει το σημείο του πόνου, δοθέντος ότι το άλγος στο επιγάστριο και στο δεξιό λαγόνιο βόθρο αποτελεί μία από τις συνήθεις αιτίες οξείας δευτεροπαθούς περιτονίτιδας, που χρήζει έγκαιρης ιατρικής διάγνωσης και ταχείας χειρουργικής επεμβάσεως, ενόψει και του βαρύτατου ιστορικού (ελκοπάθειας και γαστρορραγιών) και του επίμονου από τετραημέρου εντόνου κοιλιακού άλγους του ασθενούς, ούτε παρήγγειλε αμέσως και άλλες απεικονιστικές εξετάσεις και δη αξονική τομογραφία, από την οποία θα διαγιγνώσκονταν η γενικευμένη περιτονίτιδα λόγω διάτρησης του βολβού του δωδεκαδάκτυλου και η ανάγκη άμεσης χειρουργικής αντιμετώπισης της κατάστασης του ασθενούς, ούτε παρέπεμψε το περιστατικό σε εφημερεύοντα ειδικό χειρουργό, αν και ο ίδιος ήταν ειδικευόμενος.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 607/2010 του Αρείου Πάγου[74] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 1030/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης για καταδίκη ειδικευόμενης ιατρού, για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ, λόγω μη διάγνωσης του προβλήματος υγείας του ασθενούς (έμφραγμα του μυοκαρδίου) και μη ενημέρωσης πάραυτα του εφημερεύοντα ειδικού καρδιολόγου.

Η κατηγορούμενη, ειδικευόμενη ιατρός, εκτελούσε εφημερία στα εξωτερικά ιατρεία του καρδιολογικού τμήματος νοσοκομείου από τις 28-3-2001 μέχρι και τις 8.00 της 29-3-2001. Κατά την ώρα 5.30 πρωινή διεκομίσθη με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στα εξωτερικά ιατρεία ο ασθενής, ηλικίας 39 ετών, με έντονο νυκτερινό προκάρδιο άλγος, μούδιασμα στα άνω άκρα, δύσπνοια και δυσφορία, συνεπεία των οποίων ξύπνησε. Όλα δε αυτά τα συμπτώματα μαζί με την σύζυγό του τα ανέφεραν στην ιατρό κατηγορουμένη. Η τελευταία όμως δεν αντιμετώπισε το ως άνω περιστατικό με την δέουσα προσοχή που όφειλε, διότι ήταν ειδικευόμενη ιατρός και ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει και να ζητήσει την συνδρομή του ειδικού ιατρού καρδιολόγου που εφημέρευε, σε περίπτωση που αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό περιστατικό, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον τα συμπτώματα που περιέγραψε ο ασθενής σε αυτήν από έναν μέσο συνετό ιατρό θα εκλαμβανόταν ως ενδεχόμενα συμπτώματα εμφράγματος του μυοκαρδίου, ενόψει της ηλικίας του και της κληρονομικής του επιβάρυνσης και συνεπώς ήταν αναγκαία η εισαγωγή του σε θάλαμο βραχείας νοσηλείας ώστε να παρακολουθηθεί για μικρό χρονικό διάστημα. Αντί αυτού η κατηγορουμένη, αφού προέβη μόνο σε καρδιογράφημα και αιματολογικές εξετάσεις, διέγνωσε εσφαλμένα ότι ο ασθενείς είχε μυοσκελετικό πόνο. Του συνέστησε να αποχωρήσει από το νοσοκομείο, να μεταβεί στην οικία του, να λάβει αναλγητικό χάπι και να βάλει θερμαντική αλοιφή. Ο ασθενής μετέβη στην οικία του και εξακολουθούσε να έχει αφόρητους πόνους. Περί ώρα 9.00 – 9.30 έχασε τις αισθήσεις του και μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο, όπου περί τις 12.00 απεβίωσε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Κρίθηκε ότι ο θάνατος του ασθενούς επήλθε συνεπεία των παραλείψεων της κατηγορουμένης, η οποία λόγω της ιδιότητάς της ως ειδικευόμενης εφημερεύουσας ιατρού είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του θανάτου του, παρέχοντας σε αυτόν την μέγιστη ιατρική φροντίδα και φροντίζοντας για την εισαγωγή του στο νοσοκομείου, όπου θα ετύγχανε της αναγκαίας μηχανικής και ιατρικής υποστήριξης σε περίπτωση εμφράγματος του μυοκαρδίου.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1484/2008 του Αρείου Πάγου[75] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 53/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, για καταδίκη ειδικευόμενου ιατρού, για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ, λόγω μη διάγνωσης του προβλήματος υγείας του ασθενούς (ρήξη αγγειακού μίσχου αριστερού νεφρού) και μη ενημέρωσης του εφημερεύοντα ειδικευμένου ιατρού.

Ο κατηγορούμενος, ειδικευόμενος ιατρός στη γενική ιατρική, εφημερεύων ιατρός στις πρώτες βοήθειες νοσοκομείου, παράλαβε τον ασθενή, υπήκοο Μεγάλης Βρετανίας στα εξωτερικά ιατρεία, τραυματισμένο συνεπεία πτώσης περί ώρα 3.45 μετά από κατάχρηση αλκοόλ. Έφερε “θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής, αιμάτωμα βρεγματικής χώρας” και παρουσίαζε και μέθη. Ο κατηγορούμενος επελήφθη του περιστατικού. Ωστόσο, αν και ήταν ιατρικώς επιβεβλημένο και όφειλε να ζητήσει τη συνδρομή των εφημερευόντων ειδικευμένων ιατρών για να εξετάσουν τον ασθενή, αυτός παρέλειψε να το πράξει με συνέπεια να αποβιώσει ο ασθενής χωρίς να τον εξετάσει ειδικευμένος γιατρός. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, δεν ενημέρωσε ως όφειλε άμεσα τον εφημερεύοντα ειδικευμένο ιατρό διευθυντή της χειρουργικής κλινικής, με κάθε μέσο, ώστε να αντιμετωπίσει το περιστατικό με περαιτέρω εξετάσεις, όπως αξονική τομογραφία ή υπέρηχο και ακολούθως με χειρουργική επέμβαση, την οποία είχε άμεση ανάγκη ο παραπάνω ασθενής και παρέπεμψε αυτόν στην ορθοπεδική κλινική, χωρίς να καλέσει τον ειδικευμένο ορθοπεδικό, ο οποίος ήταν και ο αρμόδιος για να δώσει την άδεια εισαγωγής στην ορθοπεδική κλινική, κατόπιν προηγουμένης εξέτασής του. Συνεπεία της παραπάνω αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου ο τραυματίας δεν εξετάστηκε από τους ειδικευμένους ιατρούς που εφημέρευαν, με αποτέλεσμα να μην παρασχεθεί σε αυτόν η δέουσα ιατρική περίθαλψη εγκαίρως, να μην εξεταστεί από τους εφημερεύοντες ειδικευμένους ιατρούς και να μην διαπιστωθεί η αιτία της αιμορραγίας, η οποία, αν αντιμετωπιζόταν άμεσα, εντός των δυόμισι ωρών που μεσολάβησαν από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο μέχρι το θάνατο, θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί αυτός, ο οποίος τελικώς επήλθε περί ώρα 06.15 πρωινή, συνεπεία ολιγαιμικού – οπισθοπεριτοναϊκού αιματώματος από ρήξη αγγειακού μίσχου αριστερού νεφρού, αιτίες οι οποίες προκάλεσαν εσωτερική αιμορραγία και επέφεραν τελικώς το θάνατό του.

iii) Απαλλαγή από την ποινική ευθύνη ειδικευόμενων ιατρών.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1384/2001 του Αρείου Πάγου[76] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 13431Α/2000 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας αθωώθηκαν οι κατηγορούμενοι ειδικευόμενοι ιατροί για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ.

Ο ασθενής, ηλικίας 21 ετών, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Παρουσίασε επιληπτική κρίση, έπεσε στο έδαφος και τραυματίστηκε στην αριστερή κροταφική χώρα. Μεταφέρθηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο με διάγνωση «επιληπτική κρίση – πιθανή κρανιοεγκεφαλική κάκωση» και εισήχθη στη νευρολογική κλινική. Εντός του νοσοκομείου υπέστη νέα επιληπτική κρίση, η οποία ωστόσο αντιμετωπίστηκε. Εν συνεχεία ο ασθενής παρουσίασε έντονο πονοκέφαλο και αιμορραγία από το τραύμα.  Ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν στο τρίτο έτος ειδίκευσης στη γαστρεντερολογία και η δεύτερη κατηγορουμένη στο δεύτερο έτος ειδίκευσης στην παθολογία. Εφημέρευαν δε την ημέρα εκείνη ως βοηθοί παθολόγοι. Για την αντιμετώπιση του έντονου πονοκεφάλου του ασθενούς, του χορήγησαν αρχικά ηρεμιστικό χάπι και μετά από περίπου μία ώρα αναλγητικό (χάπι). Καθόσον όμως ο πονοκέφαλος συνεχιζόταν, έγινε στον ασθενή και αναλγητική ένεση. Ο ασθενής στη συνέχεια παρουσίασε υπνηλία και έκανε εμετό και εν τέλει περιήλθε σε κώμα. Άμεσα τότε οι δύο κατηγορούμενοι έδωσαν εντολή να κληθούν οι εφημερεύοντες ειδικευμένοι ιατροί και μετέφεραν τον ασθενή στη Μ.Ε.Θ. Οι δύο κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι, καθόσον σύμφωνα με το φύλλο νοσηλείας του ασθενούς, ο τελευταίος παρουσίαζε κρίσεις επιληψίας. Εξωτερικά δε είχε ένα μικρό τραύμα στο πρόσωπο και καμία άλλη εμφανή κάκωση, ενώ κανείς δεν τους ενημέρωσε σχετικά με την πτώση και την πιθανότητα κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. Επίσης οι ειδικευμένοι ιατροί τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες για την αντιμετώπιση των επιληπτικών κρίσεων, ο έντονος δε πονοκέφαλος και ο εμετός είναι συχνά συμπτώματα μετά από τέτοιου είδους κρίσεις. Ενόψει των ανωτέρω κρίθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, με βάση τις γνώσεις που είχαν, τα υπάρχοντα μέσα, τις οδηγίες από τους θεράποντες ιατρούς και όλα τα υπόλοιπα περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, κατέβαλαν με ευσυνειδησία κάθε δυνατή προσοχή στην εφαρμογή των κανόνων της ιατρικής και του κανονισμού του νοσοκομείου.

β. Ποινική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ειδικευμένων ιατρών και ανειδίκευτων/ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και εσφαλμένης αντιμετώπισης επείγοντος περιστατικού.

Στο Τ.Ε.Π. ενδέχεται να στοιχειοθετείται παράλληλα ποινική ευθύνη τόσο των ειδικευμένων ιατρών, όσο και των ανειδίκευτων/ειδικευόμενων ιατρών, λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και (εσφαλμένης) αντιμετώπισης επείγοντος περιστατικού. Ευθύνη των ανειδίκευτων/ειδικευόμενων ιατρών στοιχειοθετείται, όπως εξάλλου εκτέθηκε αναλυτικά ανωτέρω, στις περιπτώσεις που για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση επαρκούν οι γνώσεις που έλαβαν στα πλαίσια της απόκτησης του πανεπιστημιακού τους τίτλου και της εν γένει πρακτικής εμπειρίας τους. Οι ειδικευμένοι ιατροί ωστόσο οφείλουν να μην αρκούνται στην ενημέρωση που λαμβάνουν από τους ανειδίκευτους/ειδικευόμενους ιατρούς, αλλά να επιλαμβάνονται και οι ίδιοι του περιστατικού, προβαίνοντας σε ιατρικό έλεγχο, εξέταση και λήψη του ιστορικού του ασθενούς. Επίσης στοιχειοθετείται ευθύνη και των εφημερευόντων ειδικευμένων ιατρών, από το γεγονός και μόνο ότι αυτοί απουσίαζαν αδικαιολόγητα από το Τ.Ε.Π., ακόμη και εάν δεν ενημερώθηκαν σχετικά. Η αδικαιολόγητη απουσία ειδικευμένου ιατρού, είτε αυτός βρίσκεται σε άλλο χώρο του νοσοκομείου, είτε εκτός αυτού, στοιχειοθετεί ευθύνη του, σύμφωνα με την νομολογία των ποινικών δικαστηρίων, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της. Κατά πάσα δε περίπτωση οι ειδικευμένοι εφημερεύοντες ιατροί οφείλουν, σε περίπτωση που απουσιάζουν, να ενημερώνονται για την λειτουργία του Τ.Ε.Π. και την κίνηση των ασθενών σε αυτό.

Ενδεικτικά παρατίθενται κατωτέρω σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες έκριναν επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων Τριμελών Εφετείων.[77]

i) Ποινική ευθύνη ειδικευόμενων ιατρών λόγω εσφαλμένης διάγνωσης και μη ενημέρωσης των ειδικευμένων ιατρών – ποινική ευθύνη ειδικευμένων εφημερευόντων ιατρών λόγω αδικαιολόγητης απουσίας τους.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 675/2014 του Αρείου Πάγου[78] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 314/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης για καταδίκη ειδικευόμενων ιατρών και ειδικευμένων ιατρών για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), για το θάνατο ανήλικης ηλικίας δεκαεπτά ετών από περιτονίτιδα λόγω οξείας σκωληκοειδίτιδας, λόγω εσφαλμένης διάγνωσης (ότι επρόκειτο για εμπύρετη γαστρεντερίτιδα).

Η θανούσα στις 14-5-2006 και περί ώρα 16.10 προσήλθε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών νοσοκομείου με έντονο πόνο στο δεξιό λαγόνιο βόθρο, υψηλό πυρετό 39 περίπου βαθμών και τάσεις προς έμετο. Εξετάστηκε από ειδικευόμενο παθολόγο ιατρό, ο οποίος διέγνωσε ότι έπασχε από οξεία σκωληκοειδίτιδα, όπως πραγματικά συνέβαινε. Δοθέντος ότι σε λίγη ώρα έληγε το ωράριο εργασίας του, ανέφερε στον εφημερεύοντα συνάδελφό του ΧΧ, ειδικευόμενο παθολόγο, ότι εξέτασε την ασθενή και ότι η εκτίμησή του ήταν ότι πιθανότατα έπασχε από οξεία σκωληκοειδίτιδα. Ο τελευταίος μετέφερε στην συνάδελφό του ΨΨ, ειδικευόμενη χειρουργό, την άποψη του συναδέλφου τους ότι η ασθενής εμφάνιζε μάλλον οξεία σκωληκοειδίτιδα και συνεπώς έπρεπε να εξετασθεί και από χειρουργό. Η ΨΨ εξέτασε την ασθενή και παρήγγειλε τη διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων. Οι εξετάσεις αυτές έδειξαν ότι τα λευκά αιμοσφαίρια και τα ουδετερόφιλα στο αίμα της ασθενούς είχαν αυξηθεί σημαντικά. Η κλινική εικόνα της ασθενούς σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων θα οδηγούσαν αντικειμενικά, ακόμη και το μέσο ειδικευόμενο ιατρό, παθολόγο ή χειρουργό, σε ασφαλή διάγνωση ότι η ασθενής έπασχε από οξεία σκωληκοειδίτιδα. Παρόλα αυτά, μόλις η ΨΨ έλαβε την πληροφορία τόσο από την ίδια την ανήλικη, όσο και από την αδελφή της που τη συνόδευε ότι η ασθενής εμφάνιζε και διαρροϊκές κενώσεις, άλλαξε γνώμη, ακύρωσε την εντολή της για εισαγωγή της ανήλικης στο χειρουργικό τμήμα και του νοσοκομείου και πείσθηκε από τη άποψη του ΧΧ ότι επρόκειτο για περιστατικό εμπύρετης γαστρεντερίτιδας, το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί στο σπίτι και μάλιστα με απλή αγωγή (λήψη ξηράς τροφής και αναψυκτικού). Ο ΧΧ έδωσε εντολή να αναχωρήσει η ασθενής για το σπίτι της. Τα συμπτώματα όμως επέμεναν και η ανήλικη προσήλθε και πάλι στο νοσοκομείο στις 18-5-2006 και ώρα 09.30 περίπου με ναυτία, έντονους πόνους στην κοιλιά και πλέον εξαντλημένη και αφυδατωμένη. Η ΨΨ, εφημερεύουσα την ημέρα και ώρα εκείνη, παρέλαβε απλώς την ασθενή, της χορήγησε ηλεκτρολυτικά διαλύματα για να αντιμετωπισθεί η αφυδάτωσή της και παρήγγειλε μικροβιολογικές εξετάσεις. Παράλληλα έδωσε εξιτήριο στην ανήλικη και συνέστησε σε αυτή και τους οικείους της να λάβει φαρμακευτική αγωγή για εμπύρετο γαστρεντερίτιδα. Η ασθενής αποχώρησε για δεύτερη φορά από το νοσοκομείο, αλλά διακομίσθηκε την ίδια ημέρα στις 20.30 περίπου σε προθανάτια κατάσταση. Διακομίσθηκε επειγόντως στη ΜΕΘ άλλου νοσοκομείου και λίγο αργότερα πέθανε. Ο θάνατός της προκλήθηκε από βαριά σηπτική καταπληξία λόγω παραμελημένης περιτονίτιδας. Η αμέλεια του ΧΧ και της ΨΨ όσον αφορά το θάνατο της ασθενούς κρίθηκε ότι οφείλεται στο ότι η κλινική εικόνα της στις 14-5-2006 και τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων, που διενεργήθηκαν την ίδια ημέρα, έπρεπε να τους οδηγήσουν με βεβαιότητα στη μόνη δυνατή διάγνωση ότι η ανήλικη έπασχε από οξεία σκωληκοειδίτιδα, δοθέντος ότι είχαν λάβει επαρκή πανεπιστημιακή παιδεία και είχαν ήδη αποκτήσει και πρακτική εμπειρία σε δημόσιο νοσηλευτικό κέντρο με μεγάλη κίνηση ασθενών, με συνέπεια να είναι σε θέση να αντιληφθούν ευχερώς το ιατρικό πρόβλημα της ασθενούς, την οποία ανέλαβαν να θεραπεύσουν. Οι δύο μάλιστα αυτοί ειδικευόμενοι ιατροί δεν ενημέρωσαν καθόλου τους ειδικούς εφημερεύοντες ιατρούς για το περιστατικό, οι οποίοι έτσι δεν εξέτασαν την ασθενή. Επίσης κρίθηκε ότι ο θάνατος της ανήλικης οφείλεται σε αμέλεια και των ΝΝ και ΜΜ, ειδικών ιατρών του νοσοκομείου. Ειδικότερα ο ΝΝ, ειδικός παθολόγος ιατρός, είχε στις 14-5-2006 ενεργό εφημερία, αλλά απουσίαζε αδικαιολόγητα από το νοσοκομείο. Ο ΜΜ, ειδικός χειρουργός ιατρός, απουσίαζε επίσης αδικαιολόγητα από το ΤΕΠ του νοσοκομείου. Επιπροσθέτως οι ειδικευμένοι ιατροί δεν φρόντισαν καθόλου να ενημερωθούν για την κίνηση των ασθενών στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών κατά τη διάρκεια της απουσίας τους από αυτό, αλλά επέτρεψαν αδικαιολόγητα τη λειτουργία του ΤΕΠ σε ειδικευόμενους ιατρούς.

ii) Ποινική ευθύνη ειδικευμένων και ειδικευόμενων ιατρών λόγω μη διάγνωσης και εσφαλμένης αντιμετώπισης επείγοντος περιστατικού.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 2183/2008 του Αρείου Πάγου[79] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 6025/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, για καταδίκη ιατρών, ενός ειδικευμένου και ενός ειδικευόμενου, για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), λόγω μη ορθής αντιμετώπισης του προβλήματος υγείας της ασθενούς (μη διενέργεια αμέσως και εγκαίρως αιμοκάθαρσης σε δηλητηριασθείσα ασθενή).

Στις 9-12-2000 και περί ώρα 16:00, διακομίστηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στα εξωτερικά ιατρεία επειγόντων περιστατικών νοσοκομείου, που είχε γενική εφημερία, ασθενής, προερχόμενη από Κέντρο Υγείας, όπου είχε μεταφερθεί περί ώρα 14.30 από την αδελφή της, επειδή αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και είχε πάρει οκτώ (8) κουτιά ασπιρίνες, δηλαδή 160 δισκία (ασπιρίνες). Στο Κέντρο Υγείας της είχαν παρασχεθεί οι πρώτες βοήθειες (πλύση στομάχου με ρινογαστρικό σωλήνα). Η ασθενής διεκομίσθη στο νοσοκομείο που εφημέρευε, με ενημερωτικό συνοδευτικό σημείωμα που έγραφε “φαρμακευτική δηλητηρίαση με σκοπό την αυτοκαταστροφή (9 κουτιά ασπιρίνες)” καθώς επίσης και τις πρώτες βοήθειες που της παρασχέθηκαν στο Κέντρο Υγείας, στα βιβλία του οποίου καταχωρήθηκαν τα ίδια. Όταν η δηλητηριασθείσα έφθασε στο εφημερεύον νοσοκομείο, εξετάστηκε από την κατηγορουμένη, η οποία ήταν ειδικευόμενη ιατρός παθολόγος και έλαβε το ιστορικό της, παρήγγειλε αιματολογικές εξετάσεις, γενικές και αερίων αίματος, της έκανε καρδιογράφημα και έκρινε ότι έπρεπε να εισαχθεί στην παθολογική κλινική λόγω φαρμακευτικής δηλητηρίασης, παραγγέλνοντας να της τοποθετηθεί και φυσιολογικός ορός. Η ως άνω κατηγορουμένη ιατρός, σε πρόχειρο σημείωμα που τοποθέτησε στο φάκελο της ως άνω δηλητηριασθείσας ασθενούς, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και που μπορούσε να καταβάλει κατά τη λήψη του ιστορικού της και τη μελέτη του ενημερωτικού σημειώματος που τη συνόδευε από το Κέντρο Υγείας στο νοσοκομείο, ανέγραψε ότι η ως άνω δηλητηριασθείσα έλαβε 8 δισκία ασπιρίνης, αναφέροντας συγκεκριμένα την ξενόγλωσση σύντμηση “tabl.”, δηλαδή δισκία. Εάν όμως ελάμβανε το ιστορικό της ασθενούς με την προσοχή που όφειλε και που μπορούσε να καταβάλει ως ιατρός, θα είχε σημειώσει στο ιστορικό της και στο πρόχειρο σημείωμα που τοποθέτησε στο φάκελό της, ότι αυτή είχε λάβει οκτώ (8) κουτιά ασπιρίνες, δηλαδή εκατόν εξήντα (160) ασπιρίνες και όχι οκτώ (8) ασπιρίνες. Στην περίπτωση αυτή, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής της θα έπρεπε να εισαχθεί η ασθενής σε μονάδα εντατικής νοσηλείας, να της γίνει άμεσα ειδική τοξικολογική εξέταση αίματος για να διαπιστωθεί πόσες ποσότητες σαλικυλικών ουσιών είχε στο αίμα της και να της γίνει αμέσως αιμοκάθαρση, ως η μόνη ενδεδειγμένη ιατρική πράξη για την αντιμετώπιση της δηλητηρίασής της. Παραταύτα, η κατηγορουμένη και ειδικευόμενη τότε ιατρός, όχι μόνον από αμέλειά της, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και που μπορούσε να καταβάλει, ανέγραψε εσφαλμένα στο πρόχειρο σημείωμα που έβαλε στο φάκελό της ασθενούς ότι αυτή πήρε μόνον 8 ασπιρίνες και όχι 160 ασπιρίνες, αλλά δεν φρόντισε να ενημερώσει και τον ειδικευμένο παθολόγο ιατρό που εφημέρευε, ήτοι τον επίσης κατηγορούμενο και επιμελητή της παθολογικής κλινικής του ως άνω νοσοκομείου, παρά μόνον εισήγαγε την δηλητηριασθείσα ασθενή στην παθολογική κλινική. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος, ιατρός παθολόγος, επιμελητής Α’, υπεύθυνος εφημερίας, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, ως ιατρός ειδικευμένος και υπεύθυνος της παθολογικής κλινικής, να διαπιστώσει την εγκυρότητα της διάγνωσης της ειδικευόμενης ιατρού, να διαβάσει το φάκελο που συνόδευε την εισαγωγή της ασθενούς στην κλινική, να επισκεφθεί αυτή και να διενεργήσει τον δικό του ιατρικό έλεγχο, εντούτοις βασίστηκε στην εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης της ασθενούς από την ειδικευόμενη ιατρό και δεν την εξέτασε ο ίδιος, ούτε διάβασε τον ιατρικό της φάκελο που συνόδευε την εισαγωγή της στην κλινική, οπότε θα διάβαζε και το σημείωμα του ιατρού του Κέντρου Υγείας που υπήρχε σε αυτόν και τα αποτελέσματα των εξετάσεων των αερίων αίματος της, που έδειχναν παθολογικές τιμές και σήμαιναν την παρουσίαση μεταβολικής οξέωσης, πράγμα που αν έκανε θα διαπίστωνε την σοβαρότητα της κατάστασης και θα προέβαινε στις προαναφερόμενες ενδεδειγμένες ιατρικές πράξεις και ιδιαιτέρα στη μόνη ενδεδειγμένη ιατρικά ενέργεια της αιμοκάθαρσης. Την ίδια αδιαφορία και αμελή συμπεριφορά επέδειξε ο κατηγορούμενος και όταν το πρωί της επόμενης ημέρας η κατηγορουμένη και ειδικευόμενη ιατρός του τηλεφώνησε και του ανέφερε ότι η ως άνω ασθενής έχει νευρική διέγερση, οπότε αρκέστηκε στο να της δώσει τηλεφωνικά οδηγία για τη χορήγηση ηρεμιστικού. Συνέπεια των ως άνω παραλείψεων αμφοτέρων των κατηγορουμένων ιατρών ήταν η δηλητηριασθείσα ασθενής να περιπέσει από 09.00 μέχρι 10.00 ώρα της 10-12-2000 σε κώμα, οπότε για πρώτη φορά ενημερώθηκε ο ειδικευμένος επιμελητής ιατρός της επόμενη βάρδιας που αντικατάστησε τον πρώτο κατηγορούμενο, για την ακριβή ποσότητα των ασπιρινών που έλαβε η ασθενής και παρήγγειλε αμέσως να γίνει ειδική εξέταση έρευνας σαλικυλικών στο αίμα της σε άλλο νοσοκομείο. Προσπάθησε δε μαζί με άλλους ιατρούς να διατηρήσουν την αναπνευστική και καρδιακή λειτουργία της ασθενούς, πλην όμως η τελευταία απεβίωσε το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, με αιτία θανάτου της την φαρμακευτική δηλητηρίαση με λήψη σαλικυλικών (ασπιρινών). Οι ως άνω παραλείψεις αμφοτέρων των κατηγορουμένων, όπως αυτές προσδιορίσθηκαν και αναφέρθηκαν ανωτέρω για τον καθένα από αυτούς, οι οποίες έγιναν κατά παράβαση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που είχαν ως ιατροί να αποτρέψουν το αποτέλεσμα του θανάτου της ως άνω ασθενούς, υποχρέωση που πηγάζει τόσο από τις κείμενες διατάξεις περί ιατρικής δεοντολογίας, όσο και από την έννομη σχέση τους ως νοσοκομειακών ιατρών που εφημέρευαν, είχαν ως επακόλουθο της αμελούς συμπεριφοράς τους την παράλειψή τους να διενεργήσουν άμεσα και έγκαιρα αιμοκάθαρση στην δηλητηριασθείσα ασθενή, η οποία αν γινόταν θα είχε επιφέρει την θεραπεία της και είχαν όλες μαζί οι ως άνω παραλείψεις τους ως αποτέλεσμα τον θάνατο της ασθενούς, ο οποίος τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις ως άνω παραλείψεις των κατηγορουμένων ιατρών και αποτελεί επακόλουθό τους, το αποτέλεσμα δε αυτό του θανάτου της ως άνω ασθενούς, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν και που μπορούσαν να καταβάλουν ως ιατροί, δεν το προέβλεψαν, παρόλο που όφειλαν και μπορούσαν να το πράξουν.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1010/2007 του Αρείου Πάγου[80] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 1567/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, για καταδίκη ειδικευμένου ιατρού και ειδικευόμενου ιατρού για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ, λόγω μη διάγνωσης του προβλήματος υγείας του ασθενούς (θρόμβωση, η οποία προκάλεσε πνευμονική εμβολή).

Στις 19-10-2000 και ώρα 14.20 ο ασθενής, ηλικίας 19 ετών, ενεπλάκη σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Τραυματίστηκε στο κεφάλι και στο δεξί πόδι και μεταφέρθηκε σε εφημερεύον νοσοκομείο, όπου του έγινε ακτινογραφία θώρακος, πρόχειρη επίδεση των τραυμάτων και του τοποθετήθηκε ορός. Με ασθενοφόρο μεταφέρθηκε σε άλλο εφημερεύον νοσοκομείο, στο θάλαμο των επειγόντων περιστατικών. Όταν έφθασε στο νοσοκομείο, ο ασθενής (ο οποίος κατά τη διάρκεια της διαδρομής είχε ρίγη) διαπιστώθηκε ότι είχε πυρετό (38 βαθμών κελσίου), παρουσίαζε ταχυπαλμία, δύσπνοια και πόνο στο στήθος, ενώ όταν ρωτήθηκε από τους ιατρούς πότε τραυματίστηκε απάντησε “πριν από έξι μήνες”, υπέστη δε και μία κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας προσπάθησε να κατέβει από το φορείο, ήταν δηλαδή συγχυτικοδιεγερτικός. Μετά από μακρά αναμονή τον εξέτασε ορθοπεδικός, ο οποίος αφού έδωσε εντολή για ακτινογραφίες κεφαλής, αυχένος και άκρων, τον παρέπεμψε για εξέταση σε πλαστικό χειρουργό για τη συρραφή τραύματος που είχε στο χείλος, σε θωρακοχειρουργό εξαιτίας του πόνου στο στήθος και σε νευροχειρουργό. Στις 21.00 της ίδιας ημέρας τον εξέτασε ο δεύτερος κατηγορούμενος, ειδικευόμενος βοηθός νευροχειρουργός της νευροχειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου, ο οποίος απεφάνθη ότι είχε υποστεί μόνο εγκεφαλική διάσειση και ότι μπορούσε να πάει στο σπίτι του. Κατόπιν επιμονής των οικείων του ασθενούς, ο δεύτερος κατηγορούμενος παρήγγειλε αξονική τομογραφία εγκεφάλου, μετά τη διενέργεια της οποίας τους ανακοίνωσε ότι το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό και ότι ο ασθενής έπρεπε να φύγει, καίτοι, όπως προέκυψε εκ των υστέρων, με την αξονική τομογραφία είχε διαγνωσθεί ότι “τίθεται υπόνοια ύπαρξης ήπιας μετατραυματικής υπαραχνοειδούς αιμορραγίας” και ότι “επί κλινικών ενδείξεων συνιστάται επανέλεγχος”, καθώς και ότι “παρατηρείται εικόνα κατάγματος του δεξιού ιγμορείου άντρου”. Ωστόσο ο ασθενής ήταν αδύνατο να σταθεί και κατόπιν παρακλήσεων των οικείων του ο δεύτερος κατηγορούμενος δέχθηκε να εισαχθεί στη νευροχειρουργική κλινική του νοσοκομείου στις 24.00 περίπου της ίδιας ημέρας. Εκεί του έγινε αντιπυρετική ένεση, αλλά ο πυρετός δεν υποχωρούσε, επιπλέον δε καθόλη τη διάρκεια της νύκτας εξακολουθούσε να έχει πόνο στο στήθος, ταχυπαλμία, δύσπνοια, βήχα και παραισθήσεις. Το πρωί της επομένης (20-10-2000) ο ασθενής εξετάστηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο, νευροχειρουργό, επιμελητή Α΄ της νευροχειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου. Όλη την υπόλοιπη ημέρα και τη νύκτα ο ασθενής παρουσίαζε τα ίδια συμπτώματα. Στις 12.00 της ίδιας ημέρας αφαιρέθηκε ο ορός από τον ασθενή και στη 1.00 παρουσίασε επιδείνωση (αλλαγή χρώματος του προσώπου, κοφτές αναπνοές κ.λπ.). Στις 8 το βράδυ ο δεύτερος κατηγορούμενος κάλεσε καρδιολόγο, αρχικά επίσης κατηγορούμενο, ο οποίος απηλλάγη με την εκκαλούμενη απόφαση και ο οποίος, αφού εξέτασε τον ασθενή, αποφάνθηκε ότι δεν έχει καρδιολογικό πρόβλημα. Στη συνέχεια η κατάσταση του ασθενούς συνεχώς επιδεινωνόταν (εκτός των ανωτέρω συμπτωμάτων παρουσίασε απλανές βλέμμα και έντονη ανησυχία) και αφού υπέστη αιμόπτυση, στις 4.25 της 22-10-2000 απεβίωσε. Ο θάνατός του επήλθε συνεπεία μαζικής πνευμονικής εμβολής, κρίθηκε ότι οφείλεται σε αμέλεια των κατηγορουμένων, οι οποίοι, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν, ως επιστήμονες ιατροί και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν διέγνωσαν την πιθανότητα θρομβώσεως, η οποία είχε αρχίσει να προκαλεί στον ασθενή πνευμονική εμβολή και δεν τον υπέβαλαν αρχικά μεν στις αναγκαίες ειδικές εξετάσεις (ακτινογραφία θώρακος, σπινθηρογράφημα πνευμόνων ή υπερήχους αγγείων), ώστε να διαπιστωθεί η περιφερειακή πνευμονική εμβολή την οποία είχε υποστεί αυτός, στη συνέχεια δε στην προβλεπόμενη για την περίπτωση αυτή αντιπηκτική αγωγή με χορήγηση ηπαρίνης ή σε άλλη ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή, ούτε μερίμνησαν για την εισαγωγή του στη μονάδα εντατικής θεραπείας προκειμένου να αντιμετωπισθεί η βαριά κατάσταση της υγείας του, με αποτέλεσμα, το οποίο δεν προέβλεψαν, να εξελιχθεί η περιφερειακή πνευμονική εμβολή την οποία είχε υποστεί ο ασθενής σε μαζική τοιαύτη, από την οποία ως μόνη ενεργό αιτία επήλθε ο θάνατός του.

γ. Ποινική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ειδικευμένων ιατρών, λόγω μη προσέλευσής τους, καίτοι ειδοποιήθηκαν, ενώ βρίσκονταν σε κατάσταση ετοιμότητας (εφημερία on call).

Οι ειδικευμένοι ιατροί ευθύνονται σε περίπτωση που ενώ βρίσκονται σε κατάσταση ετοιμότητας (εφημερία on call), δεν προσέρχονται στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, ενώ ειδοποιούνται σχετικά, προκειμένου να παράσχουν τις υπηρεσίες τους, αλλά εναποθέτουν το βάρος της ευθύνης της λειτουργίας του Τ.Ε.Π. αποκλειστικά και μόνον σε ανειδίκευτους/ειδικευόμενους ιατρούς.

Ενδεικτικά παρατίθεται κατωτέρω σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου, επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων Τριμελών Εφετείων.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 750/2015 του Αρείου Πάγου[81] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 1162/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, για καταδίκη ειδικευμένου ιατρού για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), για το θάνατο ασθενούς, ο οποίος έπασχε από κακοήθη όγκο του υποφάρυγγα και εμφάνισε αιμόπτυση, λόγω μη προσέλευσής του (ιατρού) από την οικία του στο νοσοκομείο, παρότι τελούσε σε μικτή εφημερία και διεκπεραίωσε το περιστατικό μόνο τηλεφωνικά.

Ο θανών έπασχε από κακοήθη όγκο (Cα) του υποφάρυγγα και είχε υποβληθεί σε συνδυασμένη θεραπευτική αγωγή με ακτινοβολία και χημειοθεραπεία. Η φύση της πάθησης και η προαναφερθείσα θεραπευτική αγωγή δημιουργούσαν συνθήκες τοπικής νέκρωσης των ιστών και διαταραχής του μηχανισμού σχηματισμού ουλής, με συνέπεια να υπάρχει κίνδυνος διάβρωσης και ρήξης των αγγείων της περιοχής και συνακόλουθης πρόκλησης αιμορραγίας, μικρής ή αθρόας, αναλόγως του μεγέθους του προσβεβλημένου αγγείου ή αγγείων. Στις 8-7-2007 παρουσίασε αιμόπτυση και επισκέφθηκε τα Τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία νοσοκομείου, όπου εξετάστηκε από τον κατηγορούμενο ιατρό, διευθυντή του Ωτορινολαρυγγολογικού (Ω.Ρ.Λ.) Τμήματος. Στις 10-7-2007 και περί την 05.30 ώρα, ο θανών εμφάνισε νέο επεισόδιο αιμορραγίας από τη μύτη και το στόμα διάρκειας περίπου δέκα λεπτών και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Τ.Ε.Π. του ίδιου νοσοκομείου. Κατά την άφιξή του περί την 05.45 ώρα διαπιστώθηκε ότι η αιμορραγία είχε ήδη σταματήσει. Ο κατηγορούμενος ιατρός τελούσε σε μικτή εφημερία από την 15.00 ώρα της 9-7-2007 μέχρι την 08.00 ώρα της 10-7-2007 και συνεπώς είχε τη δυνατότητα να μην είναι παρών στο χώρο του νοσοκομείου, αλλά να βρίσκεται σε ετοιμότητα στην οικία του, ώστε να μεταβεί στο νοσοκομείο μόλις κληθεί σε περίπτωση ανάγκης. Για την ώρα και την αιτία της άφιξης του ασθενούς στο νοσοκομείο ενημερώθηκε αμέσως τηλεφωνικά από το αρμόδιο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, γνώριζε δε το ιστορικό του από την προ δύο μόλις ημερών εξέταση. Λόγω της φύσης της πάθησης του ασθενούς, ο κατηγορούμενος ήταν ο μοναδικός αρμόδιος εφημερεύων ιατρός και όφειλε να σπεύσει στο νοσοκομείο, να τον εξετάσει προσωπικά και να αντιμετωπίσει την κατάστασή του. Ωστόσο, από έλλειψη της προσοχής ως προς την ορθή εκτίμηση της σοβαρότητας του περιστατικού, αρκέστηκε στο να δώσει οδηγίες να παραμείνει ο ασθενής στο Θάλαμο Βραχείας Νοσηλείας μέχρι την άφιξή του κατά την έναρξη του πρωινού ωραρίου, χωρίς να επισημάνει την ανάγκη για άμεση εποπτεία και αιμοδυναμική παρακολούθησή του από ιατρό και νοσηλευτή, με συνέπεια να μη γίνει καμία μέτρηση αρτηριακής πίεσης και σφίξεων σε όλο το διάστημα της παραμονής του στο Θάλαμο Βραχείας Νοσηλείας. Τελικά, περί την 09.00 ώρα της 10-7-2007, και ενώ ο ασθενής συνέχιζε να βρίσκεται στο Θάλαμο Βραχείας Νοσηλείας, εμφάνισε μαζική αιμορραγία από το στόμα και μέχρι να γίνει αντιληπτός από το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό και να αντιμετωπισθεί η κατάστασή του με διασωλήνωση και επιπωματισμό του υποφάρυγγα πέρασαν τουλάχιστον επτά λεπτά, με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις του και από την αθρόα αιμορραγία να υποστεί εισρόφηση μεγάλης ποσότητας αίματος, που οδήγησε σε θανατηφόρα ασφυξία (εγκεφαλικό θάνατο). Ο θάνατος θα είχε αποφευχθεί εάν ο κατηγορούμενος είχε μεριμνήσει ο ασθενής να είναι υπό κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση και εποπτεία, ενόψει της φύσης της πάθησής του και της σοβαρότητας της κατάστασής του (εμφάνιση αιμορραγίας δύο φορές με μεσοδιάστημα μικρότερο των 48 ωρών), ώστε ανά πάσα στιγμή σε περίπτωση μεγάλης αιμορραγίας να μπορεί έγκαιρα να διασωληνωθεί και να αντιμετωπισθεί άμεσα χειρουργικά. Κρίθηκε ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου στοιχειοθετεί τη νομοτυπική μορφή του πλημμελήματος της ανθρωποκτονίας από (μη συνειδητή) αμέλεια, τελεσθείσα με παράλειψη, κατά την έννοια των άρθρων 302 παρ. 1, 28 και 15 ΠΚ. Ειδικότερα κρίθηκε ότι η παράλειψη του κατηγορουμένου συνίσταται στο ότι δεν έσπευσε αμέσως κοντά στον ασθενή, ενέργεια για την οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, απορρέουσα από το άρθρο 9 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), την («εν εφημερία») ειδικότητά του και την προηγηθείσα (στις 8-7-2007) διαγνωστική παρέμβασή του, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα του θανάτου διότι «επέτρεψε» την πρόκλησή του από την εκδήλωση της αθρόας αιμορραγίας (η οποία ήταν λίαν πιθανή, καθώς είχαν προηγηθεί δύο άλλες με μεσοδιάστημα μικρότερο των 48 ωρών) και την περαιτέρω μη έγκαιρη αντιμετώπιση με επιπωματισμό, διασωλήνωση και χειρουργική επέμβαση. Η προαναφερθείσα πράξη (παράλειψη) του κατηγορουμένου ωτορινολαρυγγολόγου ιατρού κρίθηκε ότι οφείλεται σε έλλειψη της επιβαλλόμενης (κατά το πρότυπο του «μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητάς του») προσοχής, την οποία μπορούσε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει. Εξαιτίας αυτής δεν πρόβλεψε το αποτέλεσμα της παράλειψής του, ήτοι τέλεσε την αποδιδόμενη σε αυτόν αξιόποινη πράξη από μη συνειδητή αμέλεια.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 436/2012 του Αρείου Πάγου[82] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 422/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης για καταδίκη για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), ειδικευμένου ιατρού για το θάνατο ασθενούς από οξεία μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, ο οποίος καίτοι βρισκόταν σε κατάσταση ετοιμότητας (εφημερία on call) και ειδοποιήθηκε σχετικά, δεν προσήλθε στο νοσοκομείο.

Ο κατηγορούμενος στις 9-5-2003, μολονότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση από τη θέση του ως ειδικευμένος ιατρός παθολόγος που εφημέρευε (με ενεργό εφημερία μέχρι την 21.00 στο νοσοκομείο), σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και άλλα νομοθετήματα, αν και ειδοποιήθηκε περί την 20.30 από τη μητέρα της θανούσας και ζητήθηκε από αυτόν να εξετάσει την θυγατέρα της, η οποία βρισκόταν στο ως άνω νοσοκομείο από την 17.30 περίπου με υψηλό πυρετό, κεφαλαλγία, ερυθρότητα και πόνο στο φάρυγγα και ευαισθησία στη νεφρική χώρα επρόκειτο δε για συμπτώματα μηνιγγίτιδας που ενέπιπταν στην ειδικότητά του, καθώς και από την εγγυητική του θέση απέναντι στην ασφάλεια της ζωής της συγκεκριμένης ασθενούς (με κριτήριο την εγγύτητα της θέσης του προς ανάσχεση του αποτελέσματος του θανάτου της), αρνήθηκε να εξετάσει την ασθενή, προφασιζόμενος προηγούμενη κλήση του από τους εφημερεύοντες ιατρούς που ήταν στα εξωτερικά ιατρεία, καθώς και ότι δεν βρήκε πουθενά την ασθενή όταν την αναζήτησε. Μετά το πέρας της ενεργούς εφημερίας του, έφυγε από το νοσοκομείο και μετέβη στην οικία του έχοντας περαιτέρω μέχρι την 8.30 της επομένης ημέρας (10-5-2003) εφημερία on call (κατάσταση ετοιμότητας για την προσέλευσή του στο νοσοκομείο σε περίπτωση ειδοποίησής του τηλεφωνικά από ειδικευόμενους ιατρούς για περιστατικά που θα ήταν αναγκαία η παρουσία του). Ακολούθως, ενόψει του γεγονότος ότι η κατάσταση της ασθενούς έγινε βαρύτερη, είχαν δε ήδη διενεργηθεί οι αιματολογικές εξετάσεις που καταδείκνυαν μικρόβιο (λοίμωξη) στον οργανισμό της με 15.800 λευκά και 94% πολυμορφοπύρηνα, κατάσταση αντιμετωπιζόμενη με αντιβίωση, ο κατηγορούμενος, μολονότι κλήθηκε τηλεφωνικά περί την 11.30 με 11.40 της ίδιας ημέρας (9-5-2003) από την ειδικευόμενη ιατρό παθολόγο, προκειμένου να προσέλθει ο ίδιος για την αντιμετώπιση του βαρέως περιστατικού, αυτός μολονότι έλαβε γνώση των παραπάνω τιμών των λευκών και πολυμορφοπύρηνων της ασθενούς, καθώς και του γεγονότος ότι η ειδικευόμενη παθολόγος ετοιμαζόταν να της χορηγήσει αντιβίωση, δεν ευαισθητοποιήθηκε παρά την βαρύτητα της κατάστασης της ασθενούς και το νεαρό της ηλικίας της (19 ετών τότε) και παρέλειψε να μεταβεί στο νοσοκομείο για να διαμορφώσει άμεση και προσωπική άποψη του περιστατικού, ώστε να έχει ακριβή κλινική εικόνα της (ασθενούς).  Επιπλέον, ο ίδιος γνωμάτευσε εσφαλμένα ότι επρόκειτο για ιογενή λοίμωξη (πιθανώς φαρυγγίτιδα) και περαιτέρω έδωσε εντολή στην ειδικευόμενη ιατρό, πάντοτε τηλεφωνικά, να μη της χορηγηθεί αντιβίωση, αλλά μόνο αντιπυρετικά και υγρά, με αποτέλεσμα η ασθενής να παραμείνει αβοήθητη μέχρι την 9.30 της επομένης ημέρας 10-5-2003 και να υποστεί σηπτικό σοκ, αφού η μηνιγγίτιδα εξελίχθηκε σε μηνιγγιδοκοκκική σηψαιμία και τελικά να αποβιώσει περί την 16.00 της 10-5-2003. Η κατά παράβαση δε της ιδιαίτερης αυτής νομικής του υποχρέωσης, παράλειψη του κατηγορουμένου αποστέρησε την ασθενή από τη δυνατότητα ίασης, καθώς είναι βέβαιο πως με την εξέτασή της και τη σωστή και έγκαιρη κατά συνέπεια διάγνωση της πάθησής της, ενόψει της κλινικής της εικόνας του βαρέος ασθενούντος ατόμου, με υψηλό πυρετό, κεφαλαλγία, πόνο και ερυθρότητα στο φάρυγγα, όπως και ευαισθησία στη νεφρική χώρα δεξιά, σε συνδυασμό με τις αιματολογικές και ουρολογικές της εξετάσεις, αυτός (κατηγορούμενος) θα της χορηγούσε κατάλληλη αντιβίωση, λόγω της πολύχρονης εμπειρίας του και της εκ μέρους του αντιμετώπισης στο παρελθόν και άλλων περιστατικών μηνιγγίτιδας, ενόψει του ότι η κατάσταση της ασθενούς ήταν αναστρέψιμη μέχρι και τις πρώτες πρωινές ώρες της 10-5-2003 (υπό την προϋπόθεση λήψης αντιβίωσης).

δ. Ποινική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ειδικευμένων ιατρών, λόγω ιατρικού σφάλματος.

Ποινική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ειδικευμένων ιατρών στοιχειοθετείται σε κάθε περίπτωση ιατρικού σφάλματος. Η ιδιαιτερότητα του τελευταίου στο Τ.Ε.Π. συνίσταται, όπως προαναφέρθηκε, στο ότι μεγάλη σημασία έχει ο χρόνος και ειδικότερα η ταχύτητα ενέργειας, όταν ακόμη και τα λεπτά εντός των οποίων καλείται να ενεργήσει ο ιατρός είναι αποφασιστικής σημασίας για τη ζωή ή την υγεία του ασθενούς. Η μη άμεση αντιμετώπιση περιστατικού και η παραπομπή αυτού σε άλλο νοσοκομείο, καίτοι ο ιατρός όφειλε και μπορούσε να ενεργήσει ο ίδιος, στοιχειοθετεί ευθύνη του, εάν συνεπεία της παρέλευσης χρονικού διαστήματος επήλθε ο θάνατος ή βλάβη της υγείας του ασθενούς. Επίσης, υπό προϋποθέσεις, στοιχειοθετείται ευθύνη και μη εφημερεύοντος ιατρού, ο οποίος βρίσκεται στο χώρο του νοσοκομείου και επιλαμβάνεται εν τοις πράγμασι και αυτός επείγοντος περιστατικού.

 Ενδεικτικά παρατίθενται κατωτέρω σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες έκριναν επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων Τριμελών Εφετείων.

i) Ποινική ευθύνη ειδικευμένων ιατρών λόγω παραπομπής επείγοντος περιστατικού σε άλλο νοσοκομείο.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 782/2015 του Αρείου Πάγου[83] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 3429/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, για καταδίκη ειδικευμένων ιατρών για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ, επιτόκου στην 34η εβδομάδα της κύησης. Κρίθηκε ότι ο θάνατος οφειλόταν στην αμέλεια των δύο κατηγορουμένων ειδικευμένων ιατρών μαιευτήρων – γυναικολόγων, συνιστάμενη αφενός στο ότι δεν διέγνωσαν ότι έπρεπε να προβούν σε ολική υστερεκτομή για την αντιμετώπιση σοβαρής ενεργούς αιμορραγίας και αφετέρου ότι αποφάσισαν τη διακομιδή της ασθενούς σε άλλο νοσοκομείο για τη διενέργεια αυτής, παρότι είχαν την εμπειρία να τη διενεργήσουν οι ίδιοι, με αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμου χρόνου και το θάνατό της κατά τη διακομιδή (συνεπεία της αιμορραγίας).

Η θανούσα, επίτοκος στην 34η εβδομάδα της κύησης, παρουσίασε αιμορραγία από τον κόλπο, λόγω αποκόλλησης του πλακούντα και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο στις 8.40. Υπεβλήθη σε καισαρική στις 10.00 από τους δύο κατηγορούμενους, ιατρούς μαιευτήρες – γυναικολόγους. Μετά το πέρας της καισαρικής εξακολουθούσε να έχει μεγάλη αιμορραγία, λόγω αδυναμίας της μήτρας να συσπαστεί (ατονία μήτρας), με αποτέλεσμα τη συνεχή επιβάρυνση της αιμοδυναμικής της κατάστασης, παρά τις προσπάθειες αποκατάστασης των ιατρών. Η συνεχιζόμενη αιμορραγία είχε ως αποτέλεσμα η τιμή του αιματοκρίτη να φθάσει στο 15, η τιμή της αιμοσφαιρίνης στο 5,1 και των αιμοπεταλίων σε 115.000. Οι επιληφθέντες ιατροί ωστόσο, αντί να προβούν σε άμεση χειρουργική αντιμετώπιση της αιμορραγίας, προβαίνοντας σε μαιευτική ολική υστερεκτομή, αποφάσισαν τη διακομιδή της ασθενούς σε άλλο νοσοκομείο, προκειμένου οι εκεί συνάδελφοί τους να προβούν στην εν λόγω ιατρική πράξη. Η διακομιδή πραγματοποιήθηκε περί ώρα 11.30, με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, πλην όμως κατά τη διάρκεια αυτής εμφανίστηκε στην ασθενή καρδιακή ανακοπή, λόγω αιμοδυναμικού SHOCK και παρά του ότι υποβλήθηκε σε καρδιοαναπνευστική αναζωογόννηση, η οποία όμως δεν απέδωσε, απεβίωσε. Κρίθηκε ότι οι κατηγορούμενοι από αμέλεια, ήτοι από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν δεν πρόβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), που προκάλεσε η πράξη τους με αποτέλεσμα να επιφέρουν τον θάνατο της ασθενούς, παρά το γεγονός ότι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, τέλεσαν την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Ειδικότερα η αμέλεια των δύο ιατρών συνίσταται στο ότι ενώ όφειλαν να διαγνώσουν ως μέσοι συνετοί ιατροί κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, με βάση την εμπειρία τους, την ικανότητά τους και τις γνώσεις τους ότι η επιδείνωση της αιμοδυναμικής κατάστασης της ασθενούς οδηγούσε σε καταπληξία (SHOCK) και ότι η μόνη ενδεδειγμένη και απολύτως αναγκαία ιατρική πράξη για την αντιμετώπιση της αιμορραγίας ήταν η ολική υστερεκτομή, αυτοί δεν προέβησαν σε αυτή, αλλά αποφάσισαν, παρά την ύπαρξη ενεργούς αιμορραγίας, τη διακομιδή της ασθενούς σε άλλο νοσοκομείο για τη διενέργεια αυτής (ολικής υστερεκτομής), απόφαση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της υγείας της ασθενούς κατά τη διάρκεια της διακομιδής από τη συνεχιζόμενη ως άνω αιμορραγία και το θάνατο της. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν υπήρχε και λόγος να διατηρηθεί η μήτρα για μελλοντική τεκνοποιία, δεδομένου ότι η θανούσα ήδη είχε τεκνοποιήσει άλλες τρεις (3) φορές και μάλιστα με καισαρική τομή. Περαιτέρω η διενέργεια της χειρουργικής επεμβάσεως ήταν εφικτή από αυτούς για την αντιμετώπιση της ατονίας της μήτρας, δεδομένου ότι είχαν την εμπειρία και τη γνώση να προβούν σε μία τέτοια ιατρική πράξη, αλλά και τη δυνατότητα, παρά την έλλειψη Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Συνοψίζοντας η αμέλεια των ιατρών συνίσταται στο ότι άφησαν να παρέλθει πολύτιμος χρόνος για να μεταφερθεί η ασθενής σε άλλο νοσοκομείο, κατά τον οποίον (χρόνο) επιβαρύνθηκε τόσο πολύ η υγεία της με αποτέλεσμα το θάνατό της.

ii) Ποινική ευθύνη ειδικευμένων εφημερευόντων ιατρών και ειδικευμένου ιατρού, που καίτοι δεν εφημέρευε, επελήφθη εν τοις πράγμασι επείγοντος περιστατικού, για εσφαλμένη διάγνωση.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1034/2013 του Αρείου Πάγου[84] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 703/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης για καταδίκη για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), ειδικευμένων εφημερευόντων ιατρών και ειδικευμένου επιληφθέντος εν τοις πράγμασι ιατρού (φίλου και μακρινού συγγενούς του ασθενούς) που εργαζόταν στο ίδιο νοσοκομείο, χωρίς ωστόσο να εκτελεί υπηρεσία εφημερίας, για το θάνατο ασθενούς από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, για εσφαλμένη διάγνωση και μη διενέργεια της ενδεδειγμένης ιατρικής εξέτασης (αξονικής τομογραφίας), με αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμου χρόνου, δοθέντος ότι απαιτούνταν η άμεση διακομιδή του σε άλλο νοσοκομείο, το οποίο διέθετε αγγειοχειρουργικό τμήμα.

Κρίθηκε ότι ο θάνατος του ασθενούς, που επήλθε από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, οφείλεται σε αμέλεια των ιατρών ΒΒ, χειρουργού – διευθυντή ΜΕΘ, ΓΓ, ειδικού χειρουργού και ΚΚ, παθολόγου – διευθύντριας Παθολογικής Κλινικής, οι οποίοι, από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, ως μέσοι συνετοί ιατροί, ο ΒΒ ως επιληφθείς εν τοις πράγμασι του ασθενούς και οι λοιποί ως εφημερεύοντες ιατροί, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσαν με την συμπεριφορά τους, που συνίσταται κυρίως σε παραλείψεις τους και ενεργώντας αμελώς και παρά τους παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής δεοντολογίας που επέβαλαν να χειριστούν άμεσα και να ενεργήσουν. Ειδικότερα κρίθηκε ότι οι κατηγορούμενοι δεν εκτίμησαν δεόντως, ορθά και έγκαιρα το διαγνωσθέν κατά τον ακτινολογικό έλεγχο εύρος των 6,7 εκ. της κοιλιακής αορτής που, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα συμπτώματα (έντονο κοιλιακό άλγος-καταπληξία), που ήταν πρόδρομα ρήξης, την κλινική εικόνα του ασθενούς και τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων, καταδεικνύουν, κατά τα διδάγματα και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, συγκαλυμμένη ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, η οποία χρήζει άμεσης και ειδικευμένης αντιμετώπισης. Περαιτέρω οι κατηγορούμενοι δεν προέβησαν εγκαίρως σε αξονική τομογραφία, ώστε να έχουν πλήρη και ακριβή εικόνα του ανευρύσματος και δεν επιμελήθηκαν, αν και είχαν διαγνωσμένο ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής του προαναφερθέντος εύρους, για την άμεση διακομιδή του ασθενούς σε άλλο νοσοκομείο, αφού το νοσοκομείο που παρείχαν τις υπηρεσίες τους δεν διέθετε ανάλογο τμήμα και υποδομή για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών. Αντί αυτού ο ασθενής παρέμενε, με μια υποψία ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, από τις 13.40 έως και τις 22.00-22.30, οπότε, τελικώς, πραγματοποιήθηκε η αξονική τομογραφία και διαγνώσθηκε ότι το εύρος του ανευρύσματος ανήρχετο στα 7,5 εκ. και εντοπίζονταν αμέσως κάτωθεν της εκφύσεως των νεφρικών αρτηριών μέχρι το διχασμό της αορτής, με τοιχωματικό θρόμβο και παρουσία συλλογών περιτοναϊκά στο πρόσθιο παρανεφρικό χώρο, στοιχεία που πιθανολογούν ρήξη, η οποία επιβεβαιώθηκε από τους χειρουργούς έτερου νοσοκομείου, που ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν χειρουργικά τον μεταφερθέντα σε αυτούς ασθενή, οι οποίοι διέγνωσαν ραγέν ανεύρυσμα, του οποίου η αντιμετώπιση καθυστέρησε, καθώς και την ύπαρξη μεγάλης ποσότητας αίματος (3 λίτρα περίπου) στην κοιλιακή χώρα, και το οποίο, ως μόνη ενεργός αιτία, επέφερε το θάνατό του.

iii) Ποινική ευθύνη ειδικευμένων ιατρών λόγω ιατρικού σφάλματος εν γένει.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1721/2010 του Αρείου Πάγου[85] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 11158/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για καταδίκη για καταδίκη ειδικευμένων ιατρών, για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), λόγω μη διάγνωσης του προβλήματος υγείας του ασθενούς (διαχωρισμός – ρήξη ανευρύσματος θωρακικής αορτής).

Ο ασθενής, ηλικίας 30 ετών, διεκομίσθη στο νοσοκομείο τις πρωινές ώρες της 26-12-2002 με οξύτατους πόνους στο στήθος, γεγονός που αποδεικνύει ότι κατά την έλευσή του (στο νοσοκομείο) είχε υποστεί διαχωρισμό του θωρακικού αορτικού τοιχώματος, ήτοι είχε λάβει χώρα αιφνίδια είσοδος αίματος από τον αυλό της αορτής στο μέσο χιτώνα της διαμέσου μιας ή περισσοτέρων ρήξεων του έσω χιτώνα, με αποτέλεσμα να διαχωρίζεται ο μέσος χιτώνας και να δημιουργείται ο ψευδής αυλός. Ο διαχωρισμός της ανιούσης αορτής δεν αντιμετωπίσθηκε έγκαιρα λόγω καθυστερημένης διάγνωσής της, με αποτέλεσμα να επέλθει στις 23.00 της 26-12-2002 ρήξη της ανιούσης αορτής (ήτοι σχίσθηκε η ανιούσα αορτή και προκλήθηκε εσωτερική αιμορραγία από την οποία επήλθε ο θάνατος του ασθενούς). Το καθυστερημένο της διάγνωσης οφείλεται σε αμέλεια (μη συνειδητή) του κατηγορουμένου-καρδιολόγου και του κατηγορουμένου-χειρουργού, οι οποίοι, αν και ο θανών εισήχθη στο νοσοκομείο με έντονους πόνους στο στήθος, συνεχώς επιδεινούμενους παρά τη χορήγηση ισχυρών παυσίπονων, περιορίσθηκαν στο να υποβάλουν αυτόν μόνο σε αιματολογικές-βιοχημικές εξετάσεις, ακτινογραφία θώρακος και καρδιογράφημα και δεν εξάντλησαν την έρευνά τους στην περιοχή του θώρακος, υποβάλλοντας αυτόν και σε άλλες ιατρικές εξετάσεις και ειδικότερα σε υπέρηχο καρδιάς, αξονική τομογραφία θώρακα και αν οι εξετάσεις αυτές ήταν αρνητικές, δηλαδή δεν παρουσίαζαν παθολογικά ευρήματα, να προχωρήσουν σε μαγνητική τομογραφία θώρακος και διοισοφάγενο υπερηχογράφημα, που έπρεπε να κάνουν για την ασφαλέστερη διάγνωση της ασθένειας του παραπάνω σε σχέση με τα κλινικά συμπτώματα αυτού (οξύτατος πόνος στο στήθος). Αντίθετα αυτοί περιορίσθηκαν σε έλεγχο εργαστηριακό μόνο της περιοχής της κοιλιάς και παρά το γεγονός ότι στο σημείο αυτό δεν υπήρξαν παθολογικά ευρήματα, ενώ ο ασθενής παραπονιόταν για οξείς πόνους στο στήθος που συνεχώς επιδεινώνονταν, τον οδήγησαν στο χειρουργείο, όπου τον υπέβαλαν σε ερευνητική λαπαροτομία και ακολούθως σε σκωληκοειδεκτομή, επιβαρύνοντας έτσι την ήδη σοβαρή κατάσταση της υγείας του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το επελθόν αποτέλεσμα (θάνατος του ασθενούς) το οποίο δεν προέβλεψαν ως δυνατό οι κατηγορούμενοι, ενώ είχαν τη δυνατότητα να το προβλέψουν και να το αποφύγουν, συνδέεται αιτιωδώς με την προαναφερόμενη πλημμελή εξέταση του ασθενούς και τη μη τήρηση από αυτούς των ορισμών και κανόνων που διέπουν το ιατρικό επάγγελμα, αφού η οφειλόμενη στην πλημμελή τους εξέταση μη έγκαιρη διάγνωση της ασθένειάς του (διαχωρισμός ανιούσας αορτής) είχε ως αποτέλεσμα να μην υποβληθεί ο ασθενής στην ενδεδειγμένη θεραπεία, δηλαδή φαρμακευτική αγωγή και άμεση χειρουργική αντιμετώπιση του διαχωρισμού της αορτής, με σκοπό την πρόληψη της ρήξης ή της επέκτασης του διαχωρισμού, η οποία ήταν ικανή να τον θεραπεύσει.

  • Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 1220/2008 του Αρείου Πάγου[86] κρίθηκε ορθή και αιτιολογημένη η υπ΄ αριθ. 1099/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης για καταδίκη ειδικευμένου ιατρού, για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), λόγω μη διάγνωσης του προβλήματος υγείας του ασθενούς (έμφραγμα του μυοκαρδίου).

Ο κατηγορούμενος, έχοντας την ιδιότητα του ειδικού παθολόγου – λοιμωξιολόγου και ενώ εφημέρευε στο Παθολογικό Ιατρείο του Τμήματος Επειγόντων νοσοκομείου, όπου διεκομίσθη ο ασθενής από ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, ως επείγον περιστατικό απόλυτης προτεραιότητας, με συμπτώματα εμφράγματος, παρουσιάζοντας μούδιασμα άκρων, ωχρότητα και έντονο άλγος στο στήθος, αφενός δεν εξέτασε αυτόν επισταμένως, αφετέρου δεν του παρείχε τις απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες, φροντίζοντας να τον παραπέμψει πάραυτα στο Τμήμα Εντατικής Θεραπείας του Καρδιολογικού Τμήματος του νοσοκομείου, ούτε διέγνωσε το νόσημα, κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, παρά άφησε αυτόν να περιμένει εκτός του ιατρείου σε αναπηρικό καρότσι, για εικοσιπέντε με τριάντα κρίσιμα λεπτά της ώρας, παρόλο που τα συμπτώματα γίνονταν όλο και πιο έντονα, γεγονός μάλιστα που του μετέφερε ο συνοδεύων τον ασθενή, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος του τελευταίου, ο οποίος κατέληξε εντός ολίγου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κατόπιν των ανωτέρω συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα σχετικά με την ιατρική ευθύνη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών.

Στο Τ.Ε.Π. είναι δυνατή η διενέργεια ιατρικής πράξης, ακόμη και χωρίς την ενημερωμένη συναίνεσή του ασθενούς, εφόσον είναι αδύνατη η λήψη της και υφίσταται απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας. Εναπόκειται επομένως στον ιατρό, σταθμίζοντας κατά περίπτωση τα δεδομένα και τις καταστάσεις, να αποφασίσει εάν θα πρέπει να ενεργήσει αυτογνωμόνως, λαμβάνοντας πάντα υπόψη του ότι υπέρτερο αγαθό είναι η ζωή και η υγεία του ασθενούς.

Η ευθύνη των ειδικευμένων ιατρών για ιατρικό σφάλμα στο Τ.Ε.Π. επιτείνεται από το γεγονός ότι επί επειγόντων περιστατικών ο χρόνος ενέργειας και αντιμετώπισής τους διαδραματίζει καίριο και αποφασιστικό ρόλο. Ο ιατρός εξάλλου, είτε ειδικευμένος, είτε ανειδίκευτος/ειδικευόμενος, οφείλει να πράξει οτιδήποτε για τη σωτηρία του ασθενούς στο Τ.Ε.Π. και ειδικότερα να σταθμίσει τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους, ανάλογα με τις γνώσεις, την εμπειρία και τα μέσα που διαθέτει, αλλά και τα υπάρχοντα χρονικά περιθώρια, προκειμένου να αποφασίσει εάν θα αντιμετωπίσει το περιστατικό ο ίδιος, ή εάν θα το παραπέμψει σε άλλο ιατρό ή σε άλλο νοσοκομείο.

Η ευθύνη των ειδικευμένων ιατρών διαφοροποιείται εν προκειμένω και επιτείνεται και από το γεγονός ότι δεν μπορούν να «εγκαταλείπουν» τη λειτουργία του Τ.Ε.Π. (όπως εξάλλου προβλέπεται ρητά από την Υπουργική Απόφαση Υ4δ/Γ.Π.οικ. 22869/6-3-2012) στους ανειδίκευτους/ειδικευόμενους ιατρούς. Αποτελεί καθήκον του ειδικευμένου ιατρού, εφόσον βρίσκεται σε κατάσταση ενεργούς εφημερίας, να παραβρίσκεται στον χώρο του Τ.Ε.Π., καθόσον ο ίδιος φέρει το βάρος της ορθής και εύρυθμης λειτουργίας του. Ως εκ τούτου υποχρεούται να ενημερώνεται για την κίνηση των ασθενών στο Τ.Ε.Π., να ελέγχει τις διαγνώσεις των ανειδίκευτων/ειδικευόμενων και τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν (εντολή διενέργειας εξετάσεων κλπ.), να εξετάζει ο ίδιος τους ασθενείς και να ενημερώνεται για το ιατρικό ιστορικό τους. Στην περίπτωση δε που βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμότητας (εφημερία on call) οφείλει να προσέρχεται άμεσα, εφόσον ειδοποιηθεί σχετικά, προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του και να μην εναποθέτει το βάρος της ευθύνης της λειτουργίας του Τ.Ε.Π. αποκλειστικά και μόνον σε ειδικευόμενους.

Οι ανειδίκευτοι/ειδικευμένοι ιατροί ευθύνονται και αυτοί, ενδεχομένως και παράλληλα με τους ειδικευμένους, όταν λαμβανομένων υπόψη και των προσωπικών περιστάσεων και ιδιοτήτων τους, ήτοι ότι στερούνται των εξειδικευμένων γνώσεων και της εμπειρίας των ειδικευμένων ιατρών, δεν κατέβαλαν την προσοχή που κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός καταβάλει, ακόμη και εάν δεν είναι ειδικευμένος, ενόψει των γνώσεων που έχουν λάβει για την απόκτηση του πανεπιστημιακού τους τίτλου και τυχόν περαιτέρω εμπειρίας τους. Επίσης ευθύνονται και στις περιπτώσεις που καίτοι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αξιολογήσουν και να αντιμετωπίσουν σοβαρό επείγον περιστατικό, δεν ενημέρωσαν άμεσα ειδικευμένο ιατρό να επιληφθεί σχετικά.

Τέλος η εκτενής ανάλυση της νομολογίας που προηγήθηκε ενδεικνύει ότι επί του παρόντος η παροχή ιατρικών υπηρεσιών στο Τ.Ε.Π. παρουσιάζει μειονεκτήματα σχετιζόμενα κυρίως με την έλλειψη υποδομών (πχ έλλειψη ΜΕΘ, ιατρικού προσωπικού, μηχανολογικού εξοπλισμού, εξειδικευμένων τμημάτων), κατευθυντήριων οδηγιών προς τους ιατρούς και την αδυναμία λήψης του ιατρικού ιστορικού του ασθενούς. Ενόψει αυτών, πέραν της δέουσας επιμέλειας που ούτως ή άλλως οφείλεται κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών, σαφώς θα συνέβαλε στη βελτίωση των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών στο Τ.Ε.Π. η νομοθετική θέσπιση λεπτομερών κατευθυντήριων οδηγιών αναφορικά με την αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών, όπως πχ η υποχρέωση των ανειδίκευτων/ειδικευόμενων ιατρών να ενημερώνουν πάραυτα τους ειδικευμένους. Επίσης ιδιαίτερα σημαντική καθίσταται η ορθή λήψη και διαβίβαση του «ιατρικού φακέλου» του ασθενούς, η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί αποτελεσματικά μέσω της ηλεκτρονικής διαβίβασης των ιατρικών δεδομένων. Σε κάθε δε περίπτωση, ιδίως όσον αφορά την αντιμετώπιση επειγόντων ιατρικών περιστατικών, διαφαίνεται η ανάγκη επαρκούς στελέχωσης των νοσοκομείων με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και εκσυγχρονισμού και βελτίωσης των υλικοτεχνικών υποδομών.

[1] Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 2889/2001 (όπως το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 55 παρ. 6 του ν. 3918/2011 και το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4052/2012) «Σε κάθε νοσοκομείο δυναμικότητας άνω των 300 κλινών, καθώς και στο νοσοκομείο με τη μεγαλύτερη δυναμικότητα κάθε περιφερειακής ενότητας των περιφερειών του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α΄) συνίσταται αυτοτελές Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών με ειδική στελέχωση και εξοπλισμό για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας ρυθμίζονται η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας και στελέχωσης των ΤΕΠ με εξειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό, ο διορισμός, ως Προϊσταμένου αυτού, ιατρού Διευθυντή ή Αναπληρωτή Διευθυντή του ΕΣΥ, ο τρόπος συνεργασίας αυτού με το ΕΚΑΒ και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων. Στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) των Νοσοκομείων του ΕΣΥ απασχολούνται και ιατροί Γενικής Ιατρικής.»

[2] Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, β΄ έκδοση, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2011, σ. 143-144.

[3] Βλ. και την Γνωμοδότηση 2/2015 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επί ερωτήματος της 7ηςΥγειονομικής Περιφέρειας (ΥΠΕ) Κρήτης σχετικά με τη λειτουργία συστήματος ηλεκτρονικού ιατρικού φακέλου, με την επωνυμία «ΠΑΝΑΚΕΙΑ», στο πλαίσιο του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Υγείας (ΟΠΣΥ) Κρήτης.

[4] Βλ. και Τσίρο Δ., σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 9, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σ. 108 επ.·

[5] Βλ. Φραγκουδάκη Ε., Η νομική μεταχείριση των εφαρμογών της βιογενετικής – Ιδίως από πλευράς ιδιωτικού δικαίου, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 2008, σ. 14 υποσημείωση 31, όπου γίνεται ρητή αναφορά ότι η χρήση από τη συγγραφέα του προερχόμενου από το αγγλοσαξονικό δίκαιο όρου «ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς» (informed consent) προκρίθηκε, καίτοι έως τότε δεν χρησιμοποιούνταν, για λόγους βραχυλογίας και αποφυγής περιφράσεων, δεδομένου ότι σε αυτόν συμπεριλαμβάνονται επιγραμματικά τόσο το δικαίωμα του ασθενούς (και η αντίστοιχη υποχρέωση του ιατρού) να ενημερωθεί σχετικά με την κατάσταση της υγείας του και την ιατρική πράξη στην οποία πρόκειται να υποβληθεί, όσο και να συναινέσει στη διενέργειά της.

[6] Η Υπουργική Απόφαση Υ4δ/Γ.Π.οικ. 22869/2012 προβλέπει μεταξύ άλλων ότι το Τ.Ε.Π. λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο με κυλιόμενες 8ωρες βάρδιες του προσωπικού. (αριθμός 2) Η χωροταξία του ΤΕΠ εξαρτάται από τον αριθμό των ασθενών που εξυπηρετεί, τις ημέρες εφημερίας, το προσωπικό και τον εξοπλισμό που διαθέτει, την οργανωτική δομή και δυνατότητες. Ο βασικός χωροταξικός σχεδιασμός εκάστου Τ.Ε.Π. περιλαμβάνει, χωρίς ωστόσο να περιορίζεται σε αυτά: υποδοχή – γραμματεία – διαλογή, αίθουσα αναμονής – χώρο ενημέρωσης ασθενών, αίθουσα αναζωογόνησης, εξεταστήρια – αίθουσα γύψου, αίθουσα ελάσσονος τραύματος (μικρό χειρουργείο), θαλάμους βραχείας νοσηλείας, χώρο απομόνωσης μολυσματικών ασθενών, ακτινολογικό και βιοπαθολογικό εργαστήριο, χώρο απολύμανσης εκτεθειμένου ατόμου, χώρο ανάπαυσης προσωπικού και γραφεία – αποθήκες. (αριθμός 3)

[7] Βλ. σχετικά ενδεικτικά Αγαλλοπούλου Π., Η σημασία της συναίνεσης του τραυματισμένου σε χειρουργική επέμβαση, σε Αφιέρωμα στον Αλ. Λιτζερόπουλο, 1985, τόμος Α΄, σ. 29 επ.· Αναπλιώτη – Βαζαίου Ειρ., Γενικές Αρχές Ιατρικού Δικαίου, Αθήνα, Αφοι Π. Σάκκουλα, 1993, σ. 38 επ.· Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς. Συμβολή στη διακρίβωση της αστικής ιατρικής ευθύνης, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 1993· Βάρκα – Αδάμη Α., Βιοηθική και Δίκαιο, ΕλλΔνη 43/2002, σ. 663 επ. και ειδικότερα σ. 665 επ.· Βιδάλη Τ., Βιοδίκαιο, πρώτος τόμος: Το Πρόσωπο, Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σ. 41· Δουγαλή Ζ., σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 12, σ. 138 επ.·Κανελλοπούλου – Μπότη Μ., Ιατρική Ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 1999· της ίδιας, σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 11, σ. 122 επ.· Καράμπελα Λ, Η σημασία και η αξία της συναίνεσης στην ιατρική πράξη, ΠοινΧρ ΛΗ/1988, σ. 337 επ.· Κατσαντώνη Α., Αι ιατρικαί θεραπευτικαί επεμβάσεις και η σημασία της συναινέσεως του ασθενούς, ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 65 επ.· Κότσιανου Στ., Ιατρική Ευθύνη, Θεσσαλονίκη, 1977, σ. 150 επ.· Κουτσελίνη Α./Μιχαλοδημητράκη Μ., Ιατρική Ευθύνη, Γενικά και ειδικά θέματα ιατρικής αμέλειας και ιατρικής ευθύνης, Αθήνα, Gutenberg, 1984, σ. 47 επ.· Λάτσιου Χ., σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 15, σ. 198· Λιούρδη Κ., Ιατρική Ποινική Ευθύνη, Γενικές έννοιες και Ειδικά ζητήματα, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ. 59 επ.· Μάλλιου Ε., Το Ανθρώπινο Γονιδίωμα, Γενετική Έρευνα και προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, σ. 220 επ.· Παπαζήση Θ., Συναίνεση ως προϋπόθεση σύννομης παροχής υπηρεσιών υγείας, Digesta 2004, σ. 444 επ.· Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 19 επ.· Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2003 και ειδικότερα σ. 174 επ.· της ίδιας, «Η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς» σύμφωνα με το νέο Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005), Ο νέος Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005): Βασικές ρυθμίσεις (νομική, ιατρική και κοινωνιολογική προσέγγιση), σε Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής 1, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2006, σ. 13 επ.· της ίδιας, Η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σ. 17· Φραγκουδάκη Ε., Η νομική μεταχείριση των εφαρμογών της βιογενετικής – Ιδίως από πλευράς ιδιωτικού δικαίου, σ. 25 επ.· Ψαρούδα – Μπενάκη Α., Το ιατρικό καθήκον διαφωτίσεως του ασθενούς ως προϋπόθεσις της συναινέσεώς του, ΠοινΧρ ΚΔ/1974, σ. 641 επ.

[8] Βλ. και ΑΠ 687/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕΕμπΔ 2014, σ. 45 (με παρατηρήσεις Ε. Τρούλη, σ. 50), στην οποία γίνεται δεκτό ότι η παραβίαση του δικαιώματος του ασθενούς και της αντίστοιχης υποχρέωσης του ιατρού, ενημέρωσής του (ασθενούς) και λήψης της συναίνεσής του στην ιατρική πράξη, συνιστά νόμιμο λόγο ευθύνης προς αποζημίωση του ασθενούς, σε περίπτωση επέλευσης βλάβης στη σωματική και ψυχική υγεία του από επιπλοκές, σχετιζόμενες με την ιατρική πράξη, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 330, 652 και 914 ΑΚ. Επίσης βλ. ΑΠ 424/2012, ΝΟΜΟΣ, ΧρΙΔ 2012, σ. 587, όπου γίνεται απλή μνεία ότι η διενέργεια ιατρικής πράξης προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ασθενούς, κατόπιν πλήρους ενημέρωσής του.

[9] Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία άποψη η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης κατ΄ άρθρο 59 ΑΚ δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα με την έννοια του πταίσματος (Βλ. Γεωργιάδη Απ., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 2002, § 12, αρ. 27). Αντιθέτως κατά τη νομολογία επί προσβολής της προσωπικότητας ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης απαιτείται να συντρέχει και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Για το λόγο αυτό στην αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από προσβολή της προσωπικότητάς του, ο ενάγων πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει το είδος της προσβολής, την παράνομη πράξη που την προκάλεσε, τον αιτιώδη σύνδεσμό της με αυτή και την υπαιτιότητα του προσβάλλοντος. (Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1445/2003, ΕλλΔνη 46/2005, σ. 822· ΑΠ 1143/2003, ΕλλΔνη 46/2005, σ. 394, 401· ΕφΑθ 2750/2006, ΝοΒ 54/2006, σ. 1008· ΕφΔωδ 114/2004, ΝΟΜΟΣ)

[10] Κανελλοπούλου – Μπότη Μ., Ιατρική Ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, σ. 50.

[11] Βλ. Κανελλοπούλου – Μπότη Μ., Ιατρική Ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, σ. 49 επ.· Σταθόπουλου Μιχ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 2004, § 15, αρ. 44 και 46.

[12] Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, σ. 123.

[13] Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, σ. 133.

[14] Βλ. Φραγκουδάκη Ε., Η νομική μεταχείριση των εφαρμογών της βιογενετικής, σ. 198.

[15] Βλ. και Φουντεδάκη Κ., Η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 21-22.

[16] Στα πλαίσια της ποινικής ευθύνης των ιατρών εξαίρεση στον κανόνα της ενημερωμένης συναίνεσης του ασθενούς πριν από τη διενέργεια ιατρικής πράξης συνιστά η περίπτωση παρόντος και άλλως αναπότρεπτου κινδύνου της ζωής του (ασθενούς). Υφίσταται σύγκρουση μεταξύ των δύο υποχρεώσεων του ιατρού, ήτοι διάσωσης της ζωής του ασθενούς και σεβασμού της προσωπικότητάς του. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συντάγματος η σύγκρουση πρέπει να αρθεί υπέρ της ζωής. Δεν επιτρέπεται όμως η διενέργεια ιατρικής πράξης χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς, όταν τίθεται ζήτημα προστασίας της υγείας ή της σωματικής ακεραιότητάς του (ασθενούς). (Βλ. ΓνωμΕισΑΠ Παπαϊωάννου 24/1969, ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 57·ΓνωμΕισΕφ Τσίχλα 2692/1991, ΠοινΧρ ΜΑ/1991, σ. 602· ΓνωμΕισΠλΑθ Κανίνια 17/1976, ΠοινΧρ ΚΣΤ/1976, σ. 507·ΓνωμΕισΠλΧαλκ Πεπόνη, ΠοινΧρ ΛΘ/1989, σ. 922· Τζανέττη Δ., Παρατηρήσεις στη Γνωμ. Εισ. Εφ. Α. Τσίχλα, ΠοινΧρ ΜΑ/1991, σ. 604)

[17] Βλ. σχετικά Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, σ. 135· Καϊάφα – Γκμπάντι Μ., Η ποινική ευθύνη του αναισθησιολόγου στις ιατροχειρουργικές επεμβάσεις, ΝοΒ 37/1989, σ. 881· Κανελλοπούλου – Μπότη Μ.Ιατρική Ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, σ. 2 – 3· Κατσαντώνη Α., ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 65· Κουτσελίνη Α./Μιχαλοδημητράκη Μ., Ιατρική Ευθύνη, Γενικά και ειδικά θέματα ιατρικής αμέλειας και ιατρικής ευθύνης, σ. 43· Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, σ. 187· Ψαρούδα – Μπενάκη Α., ΠοινΧρ ΚΔ/1974, σ. 641. Βλ. και ΓνωμΕισΑΠ Παπαϊωάννου 24/1969, ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 57· ΓνωμΕισΠλΘεσ Παπαγεωργίου 2/1992, Υπεράσπιση 1992, σ. 944· ΓνωμΕισΠλΧαλκ Πεπόνη, ΠοινΧρ ΛΘ/1989, σ. 922· ΓνωμΕισΠλΑθ Κανίνια 17/1976, ΠοινΧρ ΚΣΤ/1976, σ. 507.

[18] Βλ. σχετικά Ανδρουλάκη Ν., Ο χιλιαστής πατήρ, ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 247 – 248· Κατσαντώνη Α., ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 65·Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, σ. 189· Χορταρέα Κ., Αι ευθύναι των ιατρών και ιατρική νομοθεσία, Αθήνα, 1975, σ. 93·ΕφΘεσ 19/1972, ΠοινΧρ ΚΒ/1972, σ. 314· ΠλημΘεσ 161/1970, ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 299 με πρόταση Κ. Σταμάτη· ΓνωμΕισΑΠ Παπαϊωάννου 24/1969, ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 57· ΓνωμΕισΠλΧαλκ Πεπόνη, ΠοινΧρ ΛΘ/1989, σελ. 922· ΓνωμΕισΠλΑθ Κανίνια17/1976, ΠοινΧρ ΚΣΤ/1976, σ. 507.

[19] Κουτσελίνη Α./Μιχαλοδημητράκη Μ., Ιατρική Ευθύνη, Γενικά και ειδικά θέματα ιατρικής αμέλειας και ιατρικής ευθύνης, σ. 44· Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, σ. 198. Βλ. και ΓνωμΕισΠλΑθ Κανίνια 17/1976, ΠοινΧρ ΚΣΤ/1976, σ. 507.

[20] Ψαρούδα – Μπενάκη Α., Παρατηρήσεις στην υπ΄ αριθμόν ΕφΘεσ 19/1972 ΠοινΧρ ΚΒ/1972, σ. 316· της ίδιας, ΠοινΧρ ΚΔ/1974, σ. 641 επ.

[21] Ανδρουλάκη Ν., ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 253· Ψαρούδα – Μπενάκη Α., ΠοινΧρ ΚΒ/1972, σ. 316. Βλ. ιδίως Ανδρουλάκη Ν., ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 254 – 255, κατά τον οποίο «η ενδεδειγμένη, εντέχνως ενεργούμενη και επιτυχής ιατροχειρουργική επέμβαση και αυτογνωμόνως έτι διεξαγόμενη, ουδέποτε πληροί τους όρους της σωματικής βλάβης, δεν είναι εν γένει ποινικώς αξιόλογος αδικοπραξία».

[22] Κατσαντώνη Α., ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 67· Σιδέρη Δ., Νομικά προβλήματα από πλαστικές ιατροχειρουργικές επεμβάσεις στο πρόσωπο, ΠοινΧρ ΜΑ/1991, σ. 947.

[23] Κατσαντώνη Α., ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 68.

[24] Καράμπελα Λ., ΠοινΧρ ΛΗ/1988, σ. 340· Κατσαντώνη Α., ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 65.

[25] Κατσαντώνη Α., ΠοινΧρ Κ/1970, σ. 67 – 68.

[26] Κανελλοπούλου – Μπότη Μ., Ιατρική Ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, σ. 4 – 5· Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, σ. 192.

[27] Γιαννίδη Ι./Μπιτσαξή Π., Ιδιωτική Γνωμοδότηση, ΠοινΧρ ΜΑ/1991, σ. 604· Τζανέττη Δ, ΠοινΧρ ΜΑ/1991, σ. 603.

[28] Ψαρούδα – Μπενάκη Α., ΠοινΧρ ΚΔ/1974, σ. 641 επ. Βλ. και Λιούρδη Κ., Ιατρική Ποινική Ευθύνη, σ. 73.

[29] Βλ. σχετικά Κανελλοπούλου – Μπότη Μ., Ιατρική Ευθύνη για μη ενημέρωση ή πλημμελή ενημέρωση του ασθενούς κατά το ελληνικό και το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, σελ. 5.

[30] Ψαρούδα – Μπενάκη Α., ΠοινΧρ ΚΒ/1972, σ. 316. Ομοίως και Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 79-80·  Τζανέττης Δ., ΠοινΧρ ΜΑ/1991, σ. 603.

[31] Βλ. Δουγαλή Ζ., σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 12, σ. 148-149 και 151-152· Λιούρδη Κ., Ιατρική Ποινική Ευθύνη, σ. 73-74· Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Η ποινική ευθύνη των γιατρών για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σ. 118-119· Φουντεδάκη Κ., Η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 28.

[32] Βλ. και Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 70.

[33] Φουντεδάκη Κ., Η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 29. Ομοίως και Διάταξη 3/29-12-2008 Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Αντεισαγγελέα Εφετών Δημήτριου Παπαγεωργίου, ΝοΒ 2009, σ. 453.

[34] Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 72.

[35] Υποστηρίζεται ότι το άρθρο 8 του νόμου 2251/1994 αποτελεί αυτοτελή νόμιμο λόγο ευθύνης ex lege και ιδρύει ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, εφαρμοζόμενο παράλληλα με την ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ευθύνη (βλ. Αυγουστιανάκη Μ., σε Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο Ι, Μιχ. Σταθόπουλου, Αρ. Χιωτέλλη, Μ. Αυγουστιανάκη, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 1995, σ. 161 και 166 (ευθύνη εκ του νόμου)· Γεωργιάδη Απ., Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό μέρος, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 1999, σ. 653 (πρόσθετη νομική βάση εκτός της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης)· Γεωργουλέα Σπ., Η αστική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες κατά το άρθρο 8 του ν. 2251/1994, ΚριτΕ 1998, 1, σ. 138· Καράκωστα Ι., Προστασία του καταναλωτή ν. 2251/1994, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 2002, σ. 217 (ιδρυτικός της ευθύνης κανόνας δικαίου) και 219 (ειδική εκ του νόμου, με αντεστραμμένο το βάρος απόδειξης της υπαιτιότητας, ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες)· του ίδιου, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή (Ν. 2251/1994), Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2005, σ. 270· του ίδιου, Παρατηρήσεις στην ΕφΑθ 4495/2002, ΔΕΕ 2/2004, σ. 207· Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, σ. 93.

[36] Βλ. Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 19.

[37] Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, σ. 48 επ.

[38] Βλ. ενδεικτικά Τσαλαπόρτα Α., Ιατρική αμέλεια και προβληματισμός αναφορικά με την αντιμετώπιση της αστικής ιατρικής ευθύνης από τα πολιτικά δικαστήρια της Ελλάδος, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 7.

[39] Σταθόπουλου Μιχ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, § 15, αρ. 42-43.

[40] Βλ. ενδεικτικά ΠολΠρΑθ 453/2015 ΝΟΜΟΣ.

[41] Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, σ. 175· Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, σ. 244· Ζέπου Π., Η ευθύνη του ιατρού, ΝοΒ 21/1973, σ. 2 επ.· Πολίτη Χ., Η κατανομή του βάρους της απόδειξης, Δ 18/1987, σ. 406· Σταθόπουλο Μιχ., σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 300 αρ. 33· Φουντεδάκη Κ., Αστική ιατρική ευθύνη, σ. 351 επ.· της ίδιας, Θέματα αστικής ιατρικής ευθύνης σε περίπτωση γέννησης ατόμου με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία (wrongful life), Digesta 2004, σ. 475.

[42] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 427/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1067/2015, ΝΟΜΟΣ· ΣτΕ 1123/2013 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 633/2014 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ1683/2014 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1009/2013 ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 726/2012, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012, σ. 892, ΕΕμπΔ 2013, σ. 316, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ424/2012 ΝΟΜΟΣ, ΧρΙΔ 2012. 587· ΣτΕ 2463/1998, ΕΔΔΔ 2000, σ. 617, ΠειρΝομολ 1998, σ. 349· ΔΕφΑθ 771/2013 ΝΟΜΟΣ·ΕφΘεσ 2384/2005, ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 828/2005, ΠειρΝομ 2005, σ. 446· ΕφΑθ 4495/2002, ΔΕΕ 2004, σ. 204· ΔΕφΑθ160/2001, ΔΔίκη 2003, σ. 506· ΕφΑθ 197/1988, ΑρχΝ 1988, σ. 139, ΕλλΔνη 1988, σ. 1239· ΔΕφΠειρ 864/2004, ΔΔίκη 2006, σ. 796· ΠολΠρΑθ 453/2015 ΝΟΜΟΣ· ΠολΠρΑθ 260/2014, ΕλλΔνη 2014, σ. 523, ΝΟΜΟΣ·  ΠολΠρΑρτ 136/2005, ΑρχΝ 2007, σ. 65· ΠολΠρΘεσ 8413/2005, Αρμ 2006, σ. 1909· ΠολΠρΘεσ 12598/2003, Αρμ 2004, σ. 141· ΔΠρΚαλαμ 156/2003, ΝΟΜΟΣ·ΔΠρΠατρ 667/2000, ΔΔίκη 2001, σ. 1078· ΔΠρΘεσ 2707/1999, ΔΔίκη 2000, σ. 178· ΔΠρΑθ 10933/1997, ΕλλΔνη 1998, σ. 1171 και 1179.

[43] Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, σ. 175.

[44] Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδη Ισμ., Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, σ. 45 επ.· Δωρή Φ., Θεμελιώδη ζητήματα της αστικής ευθύνης των ιατρών στο ελληνικό δίκαιο, σε Ευρωπαϊκή Ένωση Νέων Νομικών, Δίκαιο και Υγεία, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Σάκκουλα, 1995, σ. 38· Ζέπου Π., ΝοΒ 21/1973, σ. 3· Πολίτη Χ., Δ 18/1987, σ. 406.

[45] Ζέπου Π., ΝοΒ 21/1973, σ. 3.

[46] ΕφΑθ 4964/2008, ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 197/1988, ΕλλΔνη 29/1988, σ. 1239· ΠολΠρΑθ 453/2015, ΝΟΜΟΣ. Βλ. και κατωτέρω υπό Γ. ΙΙΙ – ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.

[47] Τσαλαπόρτα Α., Ιατρική αμέλεια και προβληματισμός αναφορικά με την αντιμετώπιση της αστικής ιατρικής ευθύνης από τα πολιτικά δικαστήρια της Ελλάδος, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 9.

[48] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 974/2014, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 10/2013, ΧρΙΔ 2013, σ. 415, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1693/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1227/2007, ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 242/2012, ΠειρΝομ 2012, σ. 322· ΠολΠρΑθ 260/2014, ΕλλΔνη 2014, σ. 523, ΝΟΜΟΣ.

[49] Βλ. Σταθόπουλου Μιχ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, § 8, αρ. 125.

[50] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 427/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1067/2015, ΝΟΜΟΣ·

[51] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1067/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 974/2014, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1009/2013, NOMOΣ· ΑΠ 10/2013, ΧρΙΔ 2013, σ. 415·ΑΠ 1693/2013, NOMOΣ· ΑΠ 726/2012, ΕλλΔνη 2012, σ. 1252· ΑΠ 154/2011, ΕλλΔνη 2012, σ. 363, ΧρΙΔ 2012, σ. 591· ΑΠ1227/2007, ΕλλΔνη 2008, σ. 1644.

[52] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 1123/2015, ΝΟΜΟΣ· ΣτΕ 2664/2015, ΝΟΜΟΣ· ΣτΕ 2816/2015, ΝΟΜΟΣ· ΣτΕ 1407/2014, ΝΟΜΟΣ· ΣτΕ2539/2008, ΝΟΜΟΣ.

[53] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 750/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1332/2014, ΝΟΜΟΣ.

[54] ΑΠ 230/2014, ΝΟΜΟΣ.

[55] Βλ. ενδεικτικά ειδικά για το ιατρικό σφάλμα ΑΠ 782/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 675/2014, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 149/2014, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ669/2011, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 230/2014, ΝΟΜΟΣ. Βλ. και Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 89.

[56] Βλ. και Τσίτουρα Α., Ιατρική αμέλεια και ποινική ευθύνη, ΠοινΔικ 2004, σ. 1231.

[57] Βλ. και Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 91· Τσίτουρα Α., Ιατρική αμέλεια και ποινική ευθύνη, ΠοινΔικ 2004, σ. 1231.

[58] Μαυροφόρου – Γιαννούκα Α., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 58/2007, ΠοινΔικ 2008, σ. 282·  Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 90.

[59] Βλ. σχετικά Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Η ποινική ευθύνη των γιατρών για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 113 επ.

[60] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 809/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 750/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1269/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 182/2015, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ746/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 880/2013, ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1350/2013, ΝΟΜΟΣ.

[61] Βλ. σχετικά Αδάμου Ουρ., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 797/2002, ΠοινΔικ 2004, σ. 1235 επ.· Καϊάφα – Γκμπάντι Μ., Ποινική ιατρική ευθύνη από αμέλεια σε πεδία κατανομής αρμοδιοτήτων, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 68 επ.· Λιούρδη Κ., Ιατρική Ποινική Ευθύνη, σ. 103 επ.· Μαυροφόρου – Γιαννούκα Α.,Παρατηρήσεις στην υπ΄ αριθ. ΑΠ 1384/2001, ΠοινΔικ 2004, σ. 1262 επ.· Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 91· Τοπάλη Στ., Η ποινική ευθύνη του ειδικευόμενου ιατρού για σωματική βλάβη ή ανθρωποκτονία από αμέλεια, ΠοινΔικ 2004, σ. 1253 επ.· Χοβαρδά Χ., Επισκόπηση της νομολογίας των ποινικών δικαστηρίων στο χώρο της ιατρικής αμέλειας, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 47.

[62] Βλ. σχετικά Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Η ποινική ευθύνη των γιατρών για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 118· Τσίρο Δ., σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 9, σ. 108 επ..

[63] Βλ. Λασκαρίδη Εμμ., Τηλεϊατρική και Αστική Ευθύνη, σε Βιοηθικοί Προβληματισμοί, Παπαζήση, σ. 485.

[64] Για το σκοπό αυτό συντάσσεται από το Διευθυντή της Ιατρικής Υπηρεσίας, σε συνεργασία με τους Διευθυντές των Τμημάτων μηνιαίος κατάλογος από τους εφημερεύοντες ιατρούς των τμημάτων του νοσοκομείου που θα καλύπτουν τις ανάγκες του Τ.Ε.Π., ενώ παράλληλα οργανώνονται ομάδες φροντίδας με διατομεακή σύνθεση (πχ τραύματος, καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης κα). (αριθμός 7.4 της Υπουργικής Απόφασης Υ4δ/Γ.Π.οικ. 22869/6-3-2012 )

[65] ΣτΕ 868/2011, ΝΟΜΟΣ.

[66] ΣτΕ 1670/2011, ΝΟΜΟΣ.

[67] Βλ. σχετικά Καϊάφα – Γκμπάντι Μ., Ποινική ιατρική ευθύνη από αμέλεια σε πεδία κατανομής αρμοδιοτήτων, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 69 επ.· Λιούρδη Κ., Ιατρική Ποινική Ευθύνη, σ. 103 επ.· Μαυροφόρου – Γιαννούκα Α., ΠοινΔικ 2004, ιδίως σ. 1262-1263· Σακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 144· Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Η ποινική ευθύνη των γιατρών για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια, σε Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική – Ποινική), Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, σ. 118·  Τσίρο Δ., σε ΕρμΚΙΔ (Επιμ. Εμμ. Λασκαρίδη), άρθρο 9, σ. 108-109.

[68] Βλ. και ΤρΠλημΡοδ 3016/2003 ΠοινΔικ 2004, σ. 1258, δυνάμει της οποίας καταδικάστηκε ειδικευόμενος ιατρός για ανεπαρκή διάγνωση, ενώ απουσίαζαν οι ειδικευμένοι ιατροί.

[69] ΑΠ 669/2011, ΝΟΜΟΣ.

[70] ΑΠ 1206/2006 ΝΟΜΟΣ, ΠΟΙΝΛΟΓ 2006, σ. 1170.

[71] ΑΠ 830/2009, ΝΟΜΟΣ.

[72] ΑΠ 1108/2011, ΝΟΜΟΣ.

[73] ΑΠ 1308/2011, ΝΟΜΟΣ.

[74] ΑΠ 607/2010, ΝΟΜΟΣ.

[75] ΑΠ 1484/2008, ΝΟΜΟΣ.

[76] ΑΠ 1384/2001, ΠοινΔικ 2004, σ. 1260.

[77] Βλ. ωστόσο και το βούλευμα υπ΄ αριθ. 400/2007 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (ΠοινΔικ 2007, σ. 687), δυνάμει του οποίου παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για να δικαστούν για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατ΄ άρθρο 302 ΠΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 15 ΠΚ), ο ιατρός-καρδιολόγος και αναπληρωτής διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής και ο ιατρός-καρδιολόγος και διευθυντής του Καρδιολογικού Τμήματος του ιδίου νοσοκομείου, για θάνατο ασθενούς, συνεπεία εσφαλμένης διάγνωσης. Όσον αφορά τους ειδικευόμενους ιατρούς, το βούλευμα ήταν απαλλακτικό, με την αιτιολογία ότι ενήργησαν παρουσία των υπευθύνων ιατρών, οι οποίοι είχαν και την ευθύνη της επιλογής του τρόπου και των μέσων νοσηλείας της ασθενούς.

[78] ΑΠ 675/2014, ΝΟΜΟΣ.

[79] ΑΠ 2183/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ.

[80] ΑΠ 1010/2007, ΝΟΜΟΣ.

[81] ΑΠ 750/2015, ΝΟΜΟΣ.

[82] ΑΠ 436/2012, ΝΟΜΟΣ.

[83] ΑΠ 782/2015, ΝΟΜΟΣ.

[84] ΑΠ 1034/2013, ΝΟΜΟΣ.

[85] ΑΠ 1721/2010, ΝΟΜΟΣ, ΠοινΧρ 2011. 682.

[86] ΑΠ 1220/2008, ΝΟΜΟΣ, με παρατηρήσεις Δημήτρη Αναστασόπουλου στην ΠοινΔικ 2009, σ. 1196. Βλ. καιΣακελλαροπούλου Β., Η ποινική αντιμετώπιση του ιατρικού σφάλματος και η συναίνεση του ασθενούς στην ιατρική πράξη, σ. 144.

Back To Top